Legal Insight
Απρίλιος 2023
Δανάη Στάμαργα, ΜΔΕ
Περίληψη: Στο παρόν άρθρο εκτίθενται τα πράγματα (αντικείμενα, εισοδήματα, δικαιώματα κ.λπ.), τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία από την οποία πρόκειται να ικανοποιηθούν οι δανειστές του πτωχεύσαντος οφειλέτη, αλλά παραμένουν στην κατοχή και τη διοίκηση του τελευταίου προς ικανοποίηση των αναγκών του.
Εισαγωγή
Μία από τις βασικές συνέπειες της πτώχευσης είναι η πτωχευτική απαλλοτρίωση. Αυτό σημαίνει ότι, όταν κάποιος κηρύσσεται σε πτώχευση, ήδη από την ημέρα δημοσίευσης της σχετικής απόφασης, στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διάθεσης ή διαχείρισης) της πτωχευτικής περιουσίας του, και τη διοίκηση αυτής αναλαμβάνει πλέον ο σύνδικος της πτώχευσης με σκοπό την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών. Περαιτέρω συνέπεια τούτου, είναι ο διαχωρισμός της περιουσίας του πτωχού σε περιουσία υποκείμενη στην πτωχευτική απαλλοτρίωση (πτωχευτική περιουσία) και σε λοιπή περιουσία. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η δεύτερη, το σύνολο δηλαδή των περιουσιακών δικαιωμάτων του πτωχού που δεν άγεται προς ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στην ελεύθερη διοίκηση του πτωχεύσαντος προς ικανοποίηση των δικών του αναγκών.
Ειδικότερα, δεν θεωρούνται μέρος της πτωχευτικής περιουσίας τα ακόλουθα:
1. Το ετήσιο εισόδημα οφειλέτη
Στο άρθρο 92 § 2, εδ. α’, ΠτΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν τροποποίησης από το άρθρο 35 § 3 ν. 4818/2021, προβλέπεται ότι από την πτωχευτική περιουσία εξαιρείται οποιοδήποτε (καθαρό) ετήσιο εισόδημα του οφειλέτη, κατά το μέρος του, βασικά, που δεν υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων εύλογων δαπανών διαβίωσης του ίδιου και των μελών της οικογενείας του ή το δωδεκαπλάσιο του ακατάσχετου, κατά την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 31 ΚΕΔΕ, όποιο, εκ των δύο, είναι υψηλότερο. Στα, δε, ετήσια εισοδήματα εντάσσονται, τα εισοδήματα του οφειλέτη, από όπου και αν προέρχονται αυτά, ακόμα δηλαδή και αν προέρχονται από αντικείμενα που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, και τα οποία έχουν περιέλθει υπό τη διοίκηση του συνδίκου. Έτσι, ως εισοδήματα του οφειλέτη, εκτός από τους μισθούς και τις συντάξεις - ούτως ή άλλως ακατάσχετα (βλ. και κατωτέρω υπό στοιχείο 2ε) – θεωρούνται τα μισθώματα από ακίνητα, τα μερίσματα από μετοχές, οι τόκοι ομολόγων κ.ά. Επίσης, η ως άνω διάταξη αφορά το καθαρό εισόδημα του οφειλέτη, θα πρέπει, δηλαδή, ο ανωτέρω υπολογισμός να γίνει αφού αφαιρεθούν οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Σημειώνεται ότι το ακατάσχετο όριο, βάσει της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 31 ΚΕΔΕ, σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 1.250 € μηνιαίως (αναμένεται, ωστόσο, εντός του έτους να τεθεί σε εφαρμογή νέα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία κάθε οφειλέτης θα μπορεί υπό ειδικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις να αυξάνει το όριο του ακατάσχετου λογαριασμού του), ενώ οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης σύμφωνα με τον πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ ανέρχονται για έναν ενήλικα σε ετήσια βάση στο ποσό των 6.448€ (βλ. αναλυτικότερα εδώ). Συνεπώς, εάν υποθέσουμε ότι ο οφειλέτης που κηρύσσεται σε πτώχευση είναι ενήλικας, δίχως οικογένεια ή άλλα εξαρτώμενα πρόσωπα, τότε το ετήσιο εισόδημα, που εξαιρείται της πτωχευτικής περιουσίας και παραμένει στη διάθεση του προς εξυπηρέτηση των προσωπικών του αναγκών, θα ανέρχεται στο ποσό των 15.000 € (ήτοι 1.250 € x 12).
Στην δε παράγραφο 3 του άρ. 92 ΠτΚ ορίζεται ότι «τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης». Οι ως άνω προϋποθέσεις, η ύπαρξη δηλαδή έτερων παγίων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των υποχρεώσεών του και δεν υπολείπονται των 100.000 €, δικαιολογούν την εξαίρεση υπαγωγής των εισοδημάτων του στην πτωχευτική περιουσία, μετά από αίτησή του. Ωστόσο, θα πρέπει τα περιουσιακά αυτά στοιχεία να μην έχουν αποκτηθεί εντός των τελευταίων 12 μηνών πριν την υποβολή της αίτησης για πτώχευση. Ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, σε περίπτωση που τα ετήσια εισοδήματά του οφειλέτη υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, το υπερβάλλον ποσό, δεν θα παραμένει στα χέρια του τελευταίου, αλλά θα ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.
2. Τα ακατάσχετα κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. άρ. 92 § 5), ήτοι:
α) τα πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Η δε προϋπόθεση του απολύτως αναγκαίου κρίνεται αντικειμενικά, ενώ οι στοιχειώδεις ανάγκες γίνεται δεκτό ότι αναζητούνται κάθε φορά εξατομικευμένα βάσει της κοινωνικής και πνευματικής θέσης του οφειλέτη και τις ατομικές συνθήκες διαβίωσης αυτού και της οικογένειάς του στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (π.χ. κλινοσκεπάσματα, συνήθη ενδύματα, είδη προσωπικής υγιεινής, έγχρωμη τηλεόραση, κλιματιστικό, πλυντήριο ρούχων, τραπέζι και καρέκλες, βλ. σχετικά 401/2001 ΜΠΑ),
β) τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία προσώπων, τα οποία με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν. Ως τέτοια έχουν κριθεί από τη νομολογία: αυτοκίνητο ταξί, στο οποίο απασχολείται αυτοπροσώπως ο ιδιοκτήτης του (1268/2007 ΜΠρΚαβ, 13324/2010 ΜΠρΘεσ), το φορτηγό μικροπωλητή (7/2000 ΕιρΘέρμου), οι στεγνωτήρες κομμωτή (1925/1971 ΕιρΑθ), η ηλεκτρική ραπτομηχανή και ψαλίδι κατασκευαστή ενδυμάτων (2968/1971 ΜΠΑ) κ.άλ.,
γ) τα πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά (π.χ. πράγματα που προορίζονται προς βρώση, άνθη και προϊόντα με επικείμενη ημερομηνία λήξης),
δ) οι απαιτήσεις διατροφής (είτε πηγάζουν από το νόμο είτε από διάταξη τελευταίας βούλησης), καθώς και οι απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας,
ε) οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις ή ασφαλιστικές παροχές,
στ) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις ή επιδοτήσεις στα χέρια του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ως τρίτου, μέχρι την κατάθεση τους στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων ή την με άλλο τρόπο καταβολή τους σε αυτούς, καθώς και απαιτήσεις που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (πλην εκείνων που επιδικάζονται προς αποκατάσταση υλικής ζημίας).
3. Τα ακατάσχετα βάσει άλλων νομοθετικών διατάξεων (βλ. άρ. 92 § 5), όπως ενδεικτικά:
Η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρείες (ΑΚ 761, ΚΠολΔ 982) και η συνεταιριστική μερίδα σε αστικό συνεταιρισμό (άρθρο 3§5 ν. 1667/1986), το δικαίωμα για ανάληψη του, δημοσία, επί σκοπώ αποσβέσεως ενοχής, κατατεθέντος πράγματος σύμφωνα με την ΑΚ 433, η ισόβια πρόσοδος από χαριστική αιτία, εφόσον έχει συσταθεί με τον όρο του ακατάσχετου (ΑΚ 843 § 2) κ.άλ.
4. Τα αμεταβίβαστα Δικαιώματα
Δεν υπάγονται επίσης στην πτωχευτική περιουσία δικαιώματα και απαιτήσεις που προβλέπονται στο νόμο και υπό τους όρους του νόμου ως αμεταβίβαστα όπως η επικαρπία, «ενόσω δεν ορίζεται άλλως», (ΑΚ 1166) και η οίκηση (ΑΚ 1185), η αξίωση των συζύγων στα αποκτήματα (ΑΚ 1401), η συνεταιριστική μερίδα σε αγροτικό συνεταιρισμό (άρθρο 13 ν. 2169/93), το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού (άρθρα 1 και 12 ν. 2121/93) κ.άλ.
5. Τα προσωποπαγή δικαιώματα, όπως είναι:
Το δικαίωμα επί του ονόματος, το δικαίωμα αποδοχής ή αποποίησης κληρονομίας, πράγματα που προσαρμόζονται στο σώμα του οφειλέτη (ορθοπεδικές προσθέσεις κλπ.), το δικαίωμα ανάκλησης δωρεάς και η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω ανάκλησης της δωρεάς (εκτός αν η ανάκληση έγινε πριν την κήρυξη της πτώχευσης), η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (2/2012 ΑΠ) κ.άλ.
6. Η μεταπτωχευτική περιουσία
Με εξαίρεση τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη, για τα οποία υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση, η οποία αναλύθηκε ανωτέρω, δεν εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία οτιδήποτε αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξή του σε πτώχευση. Έτσι, εάν ο οφειλέτης αποκτήσει πράγματα από κληρονομία, δωρεά, γονική παροχή κ.λπ., κέρδος από παίγνιο ή στοίχημα, εισόδημα από κάποια προσωπική του εργασία κ.άλ., μετά την κήρυξή του σε πτώχευση, τότε τα ανωτέρω δεν θεωρούνται μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Κρίσιμη είναι, συνεπώς, η στιγμή κήρυξης της πτώχευσης, η οποία θα πρέπει να τοποθετείται τη στιγμή κατά την οποία δημοσιεύεται η σχετική απόφαση στο ακροατήριο.
Αποκλείονται, ωστόσο, ρητά από την μεταπτωχευτική περιουσία, ακόμα και αν γεννώνται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, οι τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα, που προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα, υφιστάμενα –η ενοχή ή το δικαίωμα– ήδη, πριν κηρυχθεί η πτώχευση (άρθρο 92 § 8 ΠτΚ). Για το λόγο αυτό, αποκλείονται από τη μεταπτωχευτική περιουσία και εντάσσονται στην πτωχευτική: το εργολαβικό αντάλλαγμα πτωχεύσαντος εργολάβου, το οποίο συνίσταται σε παροχή επί του οικοπέδου (323/1989 ΑΠ,510/1990 ΕφΑθ), τα μισθώματα που οφείλονται στον οφειλέτη (906/1996 ΑΠ) ή το ασφάλισμα που καταβάλλεται λόγω καταστροφής του πράγματος, που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία. Έτσι, οι απαιτήσεις αυτές υπάγονται στην πτωχευτική περιουσία ακόμα και σε περίπτωση που είναι, ήδη, κατασχεμένες.
Μία έτερη εξαίρεση, σε ότι αφορά την τύχη της μεταπτωχευτικής περιουσίας, έγκειται στην ικανοποίηση από την τελευταία των ομαδικών πιστωτών, ήτοι των πιστωτών των οποίων η απαίτηση γεννήθηκε ή ανάγεται σε χρόνο μετά την πτώχευση και προέρχεται από τη δράση του συνδίκου ή του οφειλέτη ή συνδέεται με τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Οι απαιτήσεις, δηλαδή, των τελευταίων ικανοποιούνται τόσο από την πτωχευτική όσο και από τη μεταπτωχευτική περιουσία, όταν η πρώτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση αυτών. Το τελευταίο μπορεί, για παράδειγμα, να συμβεί εάν ο σύνδικος επιλέξει τη συνέχιση μίας εκκρεμούς σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή ο αντισυμβαλλόμενος καθίσταται ομαδικός πιστωτής και ικανοποιείται τόσο από την πτωχευτική όσο και από τη μεταπτωχευτική περιουσία.
Επίλογος
Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι είναι σημαντικό για κάθε πρόσωπο που κηρύσσεται σε πτώχευση να γνωρίζει ποια από τα δικαιώματά του, απαιτήσεις του ή άλλα πράγματα θα εξακολουθήσει το ίδιο να διαθέτει και να διαχειρίζεται προς κάλυψη των προσωπικών του αναγκών και ποια από αυτά θα περάσουν στη διαχείριση του συνδίκου με σκοπό την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών. Ιδίως, δε, αναφορικά με το εισόδημα, σε περίπτωση που ο οφειλέτης στερηθεί από τον σύνδικο την απόλαυση του εισοδήματός του, κατά το μέρος που το δικαιούται, ο πρώτος αποκτά απαίτηση κατά του τελευταίου, την οποία μάλιστα μπορεί να ασκήσει κατά αυτού και της πτωχευτικής περιουσίας, ως ομαδικό πίστωμα.