Εξεδόθη πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 480/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή Ανακοπή εντολέα μας ακυρώνοντας την Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης ακινήτου του. Εν συνεχεία, δε, δια της υπ’ αριθμ. 481/2025 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου ακυρώθηκε, επιπλέον, ο επισπευσθείς πλειστηριασμός, δοθέντος ότι η πρώτη χρονικά απόφαση που αφορά σε προγενέστερο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας και ακυρώνει προγενέστερη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης αναπτύσσει άμεση ακυρωτική ενέργεια· η, δε, απαγγελθείσα ακυρότητα ανατρέχει στο χρόνο που επιχειρήθηκε η κατάσχεση, με αποτέλεσμα να κλονίζεται το κύρος και των μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης, δηλαδή, εν προκειμένω, του πλειστηριασμού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα αναγκαστική εκτέλεση που οδήγησε στον πλειστηριασμό ακινήτου εντολέα μας με εκτελεστό τίτλο μία απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διατάσσουσα επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Επί τη βάση, δε, της επαναφοράς διενεργήθηκε η αναγκαστική εκτέλεση και εν τέλει ο πλειστηριασμός. Σημειωτέον ότι η απόφαση αυτή ασφαλιστικών μέτρων διέταξε την επαναφορά όταν το αίτημα ήταν μόνο η αναστολή εκτελεστότητας της ΚΠολΔ 632.
Το Δικαστήριο της Ανακοπής έκρινε τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο ανύπαρκτο κατ’ άρθρον 313.1β ΚΠολΔ, δοθέντος ότι το Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων διέταξε ασφαλιστικό μέτρο που δεν προβλέπεται στον ΚΠολΔ υπερβαίνοντας καταφανώς τα όρια εξουσίας που του αναγνωρίζει ο νόμος και απαγγέλλοντας έννομη συνέπεια που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ως πολιτικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση διέλαβε τις εξής κρίσιμες παραδοχές: «…δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας με τη μορφή των ασφαλιστικών μέτρων υπάρχει για τις υποθέσεις και μόνο που υπάγονται στο άρθρο 1 ΚΠολΔ, η δικαιοδοσία όμως αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να συσχετισθεί και με τα ασφαλιστικά μέτρα που επιτρέπει εκάστοτε ο ΚΠολΔ. Επομένως, η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικό μέτρο το οποίο δεν γνωρίζει, σε σχέση με το ασφαλιστέο δικαίωμα, ο ΚΠολΔ περιέχει υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η απόφαση αυτή εμπίπτει στο άρθρο 313 παρ. 1β, το οποίο εφαρμόζεται και για τις αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων και πρέπει επομένως να θεωρηθεί αυτοδικαίως άκυρη και ανίσχυρη. […] Αν επισπευσθεί με ανύπαρκτη απόφαση αναγκαστική εκτέλεση αποκρούεται με τη βοήθεια της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ…». Με την ως άνω αιτιολογία και κρίνοντας ανύπαρκτο τον εκτελεστό τίτλο το Δικαστήριο ακύρωσε στη συνέχεια τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού.
Όπως εξάλλου είχαμε αναφέρει και στο δικόγραφό μας, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση: "Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση, πιθανολογώντας τη βασιμότητα της ως άνω Ανακοπής της αντιδίκου ανέστειλε την επισπευδόμενη δυνάμει της υπ’ αριθμ. ... Διαταγής Πληρωμής εκτέλεση, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της Ανακοπής και διέταξε την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την απόδοση από εμένα στην αντίδικο του ποσού των ... ευρώ, επιβάλλοντας τέλος, σε βάρος της τελευταίας τη δικαστική μου δαπάνη, ύψους 300€. Πρόκειται για μία εντυπωσιακά εσφαλμένη δικαστική κρίση. Σχετικώς, αρκεί να επισημανθεί ότι ο δικαστής της εν λόγω αίτησης δε νομιμοποιείτο να διατάξει επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Τούτο διότι η επαναφορά των πραγμάτων συναρτάται νομοθετικά με την ευδοκίμηση τακτικού και ενδίκου μέσου (βλ. άρθρ. 914, 550, 579 ΚΠολΔ), βάσει της διαδικασίας που προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και με την υποβολή σχετικού αιτήματος του διαδίκου. Εν προκειμένω, η επαναφορά διατάχθηκε στο πλαίσιο συζήτησης μιας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και άνευ αιτήματος της αντιδίκου! Στην προκειμένη περίπτωση η αντίδικος αιτούνταν αποκλειστικά (α) την αναστολή της εκτελεστότητας της υπ’ αριθμ. ... Διαταγής Πληρωμής και (β) την αναστολή της εκτέλεσης της από 14.02.2022 Επιταγής προς πληρωμή. Παρόλα αυτά το δικαστήριο, χωρίς καμία ειδικότερη αιτιολογία και ενεργώντας ως δικαστήριο κύριας δίκης, δεν αποδέχθηκε μόνον τα ως άνω αιτήματα αναστολής, αλλά διέταξε αυθαίρετα και, σε κάθε περίπτωση, εσφαλμένα, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υποχρεώνοντάς με να καταβάλω στην αντίδικο το ποσό που είχα εισπράξει, στο πλαίσιο της επιβληθείσας κατάσχεσης εις χείρας τρίτου!".