Εξεδόθη πρόσφατα απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αθωώθηκε εντολέας μας για το αδίκημα της μη καταβολής δεδουλευμένων. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχε η τυπική μόνο ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και εκπροσώπου της αντισυμβαλλόμενης ανώνυμης εταιρείας (εργοδότριας) και ότι ο ίδιος, ως εκ τούτου, δεν ασκούσε εν τις πράγμασι διαχειριστικές εξουσίες και δεν είχε, συνεπώς, γνώση για την επίμαχη οφειλή του κατηγορητηρίου. Οι αιτιάσεις της αντιδίκου πλευράς περί οργανωμένης και συμπαιγνιακής δράσης συνόλου ανωνύμων εταιρειών που σκοπίμως μετέβαλαν τα πρόσωπα των εκπροσώπων τους, με απώτερο στόχο τον αποπροσανατολισμό των δανειστών τους και, ως εκ τούτου, τη μη κάλυψη των υποχρεώσεων τους σε εργαζομένους, δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης με γνώση του εντολέα μας, κρίθηκαν αβάσιμες.
Το επιχείρημα περί έλλειψης εν τοις πράγματι διαχείρισης ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που προσκομίστηκαν ουδόλως έφεραν την υπογραφή του κατηγορούμενου - τυπικού εκπροσώπου της επίμαχης ανώνυμης εταιρείας, κατά τον φερόμενο χρόνο κατάρτισης της σχέσης εργασίας. Μεταξύ των βασικών υπερασπιστικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου ήταν: η έλλειψη γνώσεων αναφορικά με τον τομέα δραστηριότητας της επίμαχης εταιρείας, β) η έλλειψη πείρας στις επίμαχες συναλλαγές και τα σοβαρά προβλήματα υγείας και εύρεσης εργασίας που αντιμετώπιζαν ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειας του κατά την περίοδο αποδοχής απ’ αυτόν την ιδιότητας του «τυπικού» εκπροσώπου, με παντελή έλλειψη, ωστόσο, γνώσης της αστικής προσωπικής ευθύνης έναντι εργαζομένων και φορέων του δημοσίου που ενεργοποιήθηκε από την ουσιαστική κακοδιαχείρισης έτερων προσώπων.
Όπως έχουμε αναφέρει και αλλού "Τυπική ιδιότητα εκπροσώπου – διοικούντος και μη άσκηση διοίκησης «εν τοις πράγμασι»: Στην πράξη είναι παραπάνω από συχνό άλλα πρόσωπα να φαίνεται στο ΓΕΜΗ ότι ασκούν τη διοίκηση μίας εταιρείας και άλλα να είναι αυτά που την ασκούν στην πραγματικότητα (πρόκειται για τη λεγόμενη «de facto» διαχείριση). Αυτό συμβαίνει, ιδίως, σε ανώνυμες εταιρείες που απαιτείται και ελάχιστος αριθμός συμμετοχής στο ΔΣ αυτών (συμμετοχή, π.χ., συγγενικού προσώπου στο ΔΣ οικογενειακής Α.Ε.) ή και στις λοιπές για άλλους λόγους που συνίσταται στην πρόθεση του αληθούς δικαιούχου να μην εμφανίζεται ως τέτοιος (κυρίως φορολογικούς). Έτσι, λοιπόν, παρά την ως άνω φαινομενικά τεκμαρτή ποινική ευθύνη ορισμένων προσώπων, οι τελευταίοι μπορούν να απαλλαγούν αν επικαλεστούν ότι είχαν μόνο τυπική ιδιότητα και δεν επιδρούσαν στις αποφάσεις της εταιρείας και στη διαχείριση των οικονομικών της κατά το χρόνο τέλεσης των επίμαχων αδικημάτων (διατηρείται, φυσικά, το δικαίωμα του εισαγγελέως για άσκηση δίωξης σε βάρος των αληθών υπευθύνων, συνήθως για ηθική αυτουργία). Η νομολογία των δικαστηρίων, εν προκειμένω, είναι πλούσια και τα κριτήρια που κάθε φορά λαμβάνονται υπόψη ποικίλουν".
Τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δε, συνόδευσε και αίτημα προς το Δικαστήριο να κλητεύσει τους αληθινούς δικαιούχους της επίμαχης Α.Ε., ελλείψει δημοσιότητας των στοιχείων τους στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Η κρίση της αποφάσεως είναι σημαντική, καθώς και η καταγραφή των οικείων ισχυρισμών στα πρακτικά της δίκης, τα οποία θα αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό υπεράσπισης σε έτερες ποινικές διώξεις συνδεδεμένες με την απόδοση της εν λόγω «τυπικής» και μόνο ιδιότητας του νομίμου εκπροσώπου Α.Ε.
(για περισσότερα βλ. εδώ)