Legal Insight
Μάιος 2022
Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert
(αναδημοσίευση από Euro2Day)
Περίληψη: Πριν από 3 περίπου χρόνια είχαμε γράψει τα παρακάτω: «Είναι γεγονός ότι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν αρκετά τους Έλληνες πολίτες την τρέχουσα περίοδο είναι τα «κόκκινα» δάνεια και ειδικότερα η μετάβαση στην νέα πραγματικότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Servicers). Στο παρόν σημείωμα γίνεται αναφορά σε δύο σημαντικές δικονομικές παραμέτρους της δικαστικής διαμάχης μεταξύ Εταιρειών Διαχείρισης και Δανειοληπτών» (βλ. εδώ). Πλέον έχουμε αρκετές δικαστικές αποφάσεις και άρα μπορούμε να συνοψίσουμε τα 4 βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Servicers ως προς τη νομιμοποίησή τους κατά την προσπάθεια δικαστικής διεκδίκησης των τραπεζικών απαιτήσεων.
Πριν από 3 περίπου χρόνια είχαμε γράψει τα παρακάτω: «Είναι γεγονός ότι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν αρκετά τους Έλληνες πολίτες την τρέχουσα περίοδο είναι τα «κόκκινα» δάνεια και ειδικότερα η μετάβαση στην νέα πραγματικότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Servicers). Στο παρόν σημείωμα γίνεται αναφορά σε δύο σημαντικές δικονομικές παραμέτρους της δικαστικής διαμάχης μεταξύ Εταιρειών Διαχείρισης και Δανειοληπτών» (βλ. εδώ). Πλέον έχουμε αρκετές δικαστικές αποφάσεις και άρα μπορούμε να συνοψίσουμε τα 4 βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Servicers ως προς τη νομιμοποίησή τους κατά την προσπάθεια δικαστικής διεκδίκησης των τραπεζικών απαιτήσεων.
1. Ένα πρώτο ζήτημα αφορά στον δικαιούχο είσπραξης της δικαστικά αμφισβητούμενης οφειλής. Με απλά λόγια, όταν ο Servicer διεκδικεί δικαστικώς την είσπραξη του οιουδήποτε ποσού, θα πρέπει να ζητά να καταβληθεί αυτό στον ίδιο, που απλώς την διαχειρίζεται, ή στο fund που έχει αγοράσει την απαίτηση; Κατ’ αρχήν υποστηρίζεται ότι εφόσον αναγνωρίζεται η εξουσία στον Servicer να διεξάγει τον δικαστικό αγώνα για λογαριασμό του Fund, έχει και την εξουσία να απαιτεί την καταβολή της απαίτησης στον ίδιο. Άρα εφόσον ο οφειλέτης θελήσει να σταματήσει τον πλειστηριασμό λ.χ. θα πρέπει να καταβάλει την οφειλή του στον Servicer και όχι στο Fund. Αντίστοιχα στην επιταγή προς πληρωμή που προηγείται της κατασχέσεως, θα πρέπει ως λεκτικό στο τέλος της, να επιτάσσεται ο οφειλέτης να καταβάλει στον Servicer και όχι στο Fund. Το ζήτημα αυτό φυσικά έχει τεράστια πρακτική σημασία, καθότι αν ζητείται η καταβολή σε μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, κάθε πράξη εκτέλεσης δύναται να κριθεί άκυρη.
Με βάση την υπ΄ αριθμ. 91/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι ο Servicer δικαιούται να απαιτεί αρχικά την καταβολή στον ίδιο, εκτός κι αν προβλέπεται διαφορετικά στο σχετικό πληρεξούσιο μεταξύ Servicer-Fund, οπότε δύναται να ζητά την καταβολή και στο Fund («Επομένως, είναι καταρχάς δυνατό, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις των συμβαλλόμενων μερών, να μην απονέμεται ή και να απονέμεται περιορισμένα στην Ε.Δ.Α.Δ.Π. η εξουσία να απαιτήσει την καταβολή προς την ίδια, παρότι αυτή νομιμοποιείται αποκλειστικά να διεξάγει τη δίκη ή να επισπεύδει την εκτέλεση ιδίω ονόματι και για λογαριασμό της αποκτώσας εταιρίας»).
Έχει υποστηριχθεί, ωστόσο, και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. κατ’ αρχήν δικαιούχος είναι το Fund, στο οποίο θα πρέπει ο Servicer να ζητά την καταβολή του οιουδήποτε ποσού, εκτός κι αν ορίζεται διαφορετικά στο μεταξύ Servicer-Fund πληρεξούσιο. Σχετικώς έκρινε η υπ΄ αριθμ. 8/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών: «Από το ανωτέρω περιεχόμενο των παραπάνω πληρεξουσίων συνάγεται ότι παρασχέθηκε μεν στην καθ’ ης η εξουσία να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια, εξώδικη ή δικαστική, […] πλην όμως δεν παρασχέθηκε σε αυτήν η εξουσία να δέχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε ως άμεσος αντιπρόσωπος είτε ως έμμεσος αντιπρόσωπος είτε ως εξουσιοδοτηθέν προς τούτο πρόσωπο είτε ως δεκτικός καταβολής, στο πλαίσιο οποιασδήποτε σχέσης, καταβολές, είτε οικειοθελείς είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως, αφού τέτοια εξουσία δεν δύναται να απορρεύσει υπέρ αυτής άνευ άλλου τινός από τον νόμο …».
2. Ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται αρκετά συχνά είναι αυτό της απόδειξης ανάθεσης διαχείρισης της συγκεκριμένης απαίτησης στον συγκεκριμένο Servicer. Αν ο Servicer δεν μπορέσει να αποδείξει ή δεν προσκομίσει στον κατάλληλο χρόνο τα απαραίτητα έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ανατεθεί σε αυτόν η διαχείριση της συγκεκριμένης απαίτησης του συγκεκριμένου οφειλέτη, τότε όλες οι ενέργειες εκτέλεσης δύνανται να ακυρωθούν. Μάλιστα, τούτο απαιτείται και όταν η διαταγή πληρωμής λ.χ. έχει εκδοθεί κατόπιν αίτησης της τράπεζας, αλλά την κατάσχεση τη διενεργεί ο Servicer οποίος και συνεχίζει τη διαδικασία της είσπραξης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ο Servicer να επιδώσει στον οφειλέτη και μια σειρά από έγγραφα, μεταξύ των οποίων και επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης διαχείρισης και του τμήματος του παραρτήματος που εμπεριέχει τη συγκεκριμένη απαίτηση (με τον αριθμό της σύμβασης δανείου κτλ.). Σημασία έχει να τονίσουμε, εξάλλου, ότι η σύμβαση διαχείρισης των απαιτήσεων από τον Servicer, εφόσον οι τελευταίες έχουν μεταβιβαστεί (με βάση το νόμο 3156/2003), δημοσιεύεται στο οικείο ενεχυροφυλακείο και άρα είναι ελεύθερα προσβάσιμη (η περίληψη αυτής), ενώ αν δεν έχουν μεταβιβαστεί, αλλά απλώς έχει ανατεθεί από την ίδια την τράπεζα η διαχείριση αυτών σε Servicer (με βάση το νόμο 4354/2015), τότε η σύμβαση διαχείρισης δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμη, καθότι δεν δημοσιεύεται στο ενεχυροφυλακείο. Έχοντας υπ’ όψιν μας λοιπόν όλα τα παραπάνω, ορισμένες φορές συμβαίνουν τα εξής, τα οποία καταλήγουν τελικώς σε ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης (κατάσχεσης κτλ.):
α) Στο αντίγραφο του παραρτήματος από το ενεχυροφυλακείο που επιδίδεται στον οφειλέτη δεν περιλαμβάνεται η συγκεκριμένη επίδικη απαίτηση αλλά άλλες άσχετες απαιτήσεις (βλ. υπ΄ αριθμ. 1236/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης: «Όμως, η ως άνω εκτυπωθείσα σελίδα 5347, που προσκομίζει με επίκληση η προσθέτως παρεμβαίνουσα, δεν αφορά τον ανακόπτοντα-εφεσίβλητο-καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση ...του..., καθότι δεν αναφέρεται σε δανειακές συμβάσεις που συνήψε αυτός ως πιστούχος, συνοφειλέτης ή εγγυητής, αλλά αναφέρονται σε αυτή άλλοι πιστούχοι ή συνοφειλέτες της εκκαλούσας από καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια και συγκεκριμένα οι. …. και..., που ουδεμία σχέση αποδεικνύεται ότι έχουν με τον εφεσίβλητο». Βλ. και υπ΄αριθμ. 78/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιά: «Ειδικότερα, στο προσκομισθέν και επικληθέν από 30 Απριλίου 2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ της εκκαλούσας και της προαναφερθείσας εταιρίας αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι … όμως στο επισυναπτόμενο στο ιδιωτικό συμφωνητικό παράρτημα αναφέρονται διάφοροι αριθμοί, χωρίς να υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία, από τους οποίους δεν συνδέεται κάποιος με την ένδικη σύμβαση δανείου…»).
β) Κατά την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν συνεπιδίδεται ολόκληρη η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης ώστε να γνωρίζει ο οφειλέτης ποιες είναι ακριβώς οι εξουσίες του Servicer (βλ. υπ’ αριθμ. 57/2020 Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου: «Συνακόλουθα, αποδεικνύεται ότι δεν επιδόθηκαν στους ανακόπτοντες, ήτοι δεν συγκοινοποιήθηκαν με την επίδικη επιταγή προς πληρωμή η από 31.10.2018 σύμβαση μεταβίβασης απαιτήσεων από την Τ. Π. ΑΕ στην εταιρεία με την επωνυμία «A. I. D. A. C.», η από 30.10.2018 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με την οποία η εταιρεία με την επωνυμία «A. I. D. A. C.» διόρισε διαχειριστή των απαιτήσεών της την καθ’ ης, καθώς και το παράρτημα της από 31.1.2018 σύμβασης, παρά μόνο ακριβή αντίγραφα καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών […] ». Βλ. και υπ΄ αριθμ. 9462/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης: «Πιθανολογήθηκε, ότι η καθ` ης ουδέποτε και καθ` οιονδήποτε τρόπο δεν προέβη, ως όφειλε κατά νόμο, στην κοινοποίηση μαζί με την ως άνω επιταγή προς πληρωμή ή με την ως άνω πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού και των νομιμοποιητικών της εγγράφων, όπως προβλέπει το άρθρο 925 ΚΠολΔ και ειδικότερα δεν κοινοποίησε στους ανακόπτοντες ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης-μεταβίβασης κι εκχώρησης απαιτήσεων και τις συμβάσεις διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων τις οποίες επικαλείται στην ένδικη επιταγή προς πληρωμή, στο πρωτότυπο ή σε επίσημα αντίγραφα, αλλά μόνο αποσπάσματα αυτών. Με τον τρόπο αυτό οι καθ` ων η εκτέλεση-ήδη ανακόπτοντες θα ήταν σε θέση να ελέγξουν επαρκώς και με πληρότητα την ενεργητική νομιμοποίηση της επισπεύδουσας την εκτέλεση και ιδίως αν στη σύμβαση διαχείρισης περιλαμβάνεται η απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας, αν η σύμβαση ανάθεσης έχει καταρτιστεί νομίμως και αν προβλέπεται σε αυτή η δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης»).
γ) Αν και προσκομίζεται η σύμβαση διαχείρισης, δεν προσκομίζεται το τμήμα του παραρτήματος αυτής από το οποίο να προκύπτει ότι η επίμαχη απαίτηση συγκαταλέγεται σε αυτές των οποίων ο Servicer έχει αναλάβει τη διαχείριση (βλ. λ.χ. υπ΄ αριθμ. 560/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «Και τούτο διότι δεν κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα και το παράρτημα του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο σύμφωνα με αυτό, αναφέρονται τα δάνεια για τα οποία είχε διαχειριστική εξουσία η ανωτέρω εταιρεία διαχείρισης, ώστε να διαπιστωθεί αν περιέχεται το δάνειο από το οποίο απορρέει η απαίτηση της καθ’ ης». Βλ. και υπ΄ αριθμ. 4485/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «Ενώ, δηλαδή, αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα ότι η επίδικη απαίτηση πράγματι μεταβιβάστηκε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, δεν συμβαίνει το ίδιο για το ότι η καθ' ης ανέλαβε τη διαχείριση αυτής και συνεπώς ελλείπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη, η απαιτούμενη για την έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ' ης»).
3. Τρίτο ζήτημα που τίθεται, και είναι αρκετά σοβαρό, είναι αυτό περί της δυνατότητας των Servicers να προχωρούν οι ίδιοι σε πράξεις εκτέλεσης (κατάσχεση κτλ.) για λογαριασμό των εκάστοτε Funds, όταν η μεταβίβαση των δανειακών απαιτήσεων δεν έχει λάβει χώρα με το νόμο για τα «κόκκινα δάνεια» του 2015 (νόμος 4354/2015) αλλά με το νόμο για την τιτλοποίηση απαιτήσεων του 2003 (νόμος 3156/2003). Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτό το θέμα (δες κι εδώ) και ήδη έχει γίνει δεκτό από μέρος της νομολογίας ότι η μεταβίβαση με βάση το νόμο του 2003 δεν αρκεί για να προσδώσει τη σχετική νομιμοποίηση στους Servicers (βλ. υπ΄ αριθμ. 4715/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και πρόσφατο άρθρο Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου: «Κατ' ακολουθίαν, διαδικαστική ενέργεια που επιχειρεί για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού απόκτησης απαιτήσεων, λ.χ. αγωγή, παρέμβαση, κύρια ή πρόσθετη, ενεργούμενη απ' αυτήν είναι απαράδεκτη για έλλειψη νομιμοποίησης»). Αν δεχτούμε την άποψη αυτή, δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα σε χιλιάδες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και επίσπευσης πλειστηριασμών καθότι οι περισσότερες μεταβιβάσεις «κόκκινων δανείων» δεν έχουν λάβει χώρα βάσει του νόμου του 2015 αλλά βάσει του νόμου του 2003. Με απλά λόγια δηλ., αν δεχτούμε την παραπάνω άποψη, στις περισσότερες των περιπτώσεων την κατάσχεση λ.χ. ενός ακινήτου δεν μπορεί να τη διενεργήσει ο Servicer αλλά μόνο το ίδιο το Fund.
4. Τέταρτο, και τελευταίο ζήτημα, είναι αυτό της δυνατότητας της τράπεζας, η οποία έχει ήδη αναθέσει τη διαχείριση του δανείου σε Servicer, να ασκεί και η ίδια ένδικα βοηθήματα (αγωγές, αιτήσεις για έκδοση διαταγών πληρωμής κτλ.) κατά του δανειολήπτη. Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι το εξής: όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει αναθέσει την διαχείριση του δανείου σε ένα Servicer, διατηρεί παράλληλα το δικαίωμα να ασκεί το ίδιο αγωγές ή το χάνει τελείως χάριν του τελευταίου ο οποίος και μόνο δικαιούται να φέρει τον δανειολήπτη εντός των δικαστικών αιθουσών. To ερώτημα αυτό προκύπτει όταν το δάνειο δεν έχει μεταβιβαστεί σε κάποιο Fund αλλά έχει παραμείνει στην τράπεζα, η οποία και έχει απλώς αναθέσει τη διαχείρισή του σε κάποιον Servicer. Εφόσον γίνει δεκτό ότι μόνο ο Servicer δικαιούται να ασκήσει την αγωγή, τότε η ασκηθείσα από την τράπεζα αγωγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και άρα σε περίπτωση π.χ. παρέλευσης τυχόν προθεσμιών, το δικαίωμα της τράπεζας θα έχει στο μεταξύ χαθεί («παραγραφεί») χωρίς δυνατότητα επανάσκησης. H απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι, βάσει της μέχρι τώρα νομολογίας, η εξής: η νομιμοποίηση των Servicer είναι κατ’ αρχήν συντρέχουσα (παράλληλη) με την τράπεζα. Άρα μπορεί και η τράπεζα να ασκεί δικαστικώς τα δικαιώματά της εφόσον το επιθυμεί. Αν όμως στη σύμβαση διαχείρισης μεταξύ Servicer και Τράπεζας έχει προβλεφθεί αποκλειστική εξουσία του Servicer, τότε προφανώς τέτοιο δικαίωμα της τράπεζας δεν υφίσταται. Άρα ο οφειλέτης, σε περίπτωση έναρξης δικαστικού αγώνα από την τράπεζα για απαίτηση της οποίας η διαχείριση έχει ανατεθεί σε Servicer, δύναται να προβάλει την αντίστοιχη ένσταση και η τράπεζα θα πρέπει να αποδείξει την ανυπαρξία σχετικού όρου προσκομίζοντας την ίδια τη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης.
Καταλήγοντας, πρέπει να αναφέρουμε το εξής: η θέσπιση των οικείων διατάξεων για τις μεταβιβάσεις των «κόκκινων δανείων» το 2015 (νόμος 4354/2015) έλαβε χώρα υπό την πίεση του χρόνου, σε ακραίες συνθήκες για την επιβίωση του πιστωτικού συστήματος και με την «αυστηρή» επίβλεψη των ΜΜΕ. Μετά την ψήφιση του νόμου, σε δεύτερο χρόνο και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, επήλθαν αρκετές τροποποιήσεις στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, όχι πάντα προς όφελος των δανειοληπτών. Τούτο παραμένει, ωστόσο, ελλιπές με αρκετά κενά, τα οποία τυγχάνουν «εκμετάλλευσης» ενίοτε από τους οικείους Servicers με σκοπό την ταχύτερη αναγκαστική είσπραξη, ενίοτε από τους δανειολήπτες με σκοπό τη θωράκιση των περιουσιακών τους στοιχείων.