Εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας με την οποία έγινε δεκτή ανακοπή εντολέα μας και ακυρώθηκε διαταγή πληρωμής ύψους περίπου 550.000 ευρώ. Ο λόγος της αποδοχής του ένδικου βοηθήματος ήταν το ανεκκαθάριστο της φερόμενης απαίτησης λόγω της ακυρότητας όρου περί κυμαινόμενου επιτοκίου σύμβασης επιχειρηματικού δανείου. Συγκεκριμένα το δικαστήριο έκρινε τα εξής: "Με αυτό το περιεχόμενο ο συμβατικός όρος 2.1.α περί καθορισμού κυμαινόμενου επιτοκίου και αναπροσαρμογής αυτού, αλλά και οι συνδεδεμένοι και αναγκαστικώς εξαρτώμενοι από αυτόν όροι 5.3 και 8 της επίδικης σύμβασης πίστωσης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη, πιθανολογείται ότι τυγχάνουν άκυροι διότι α) χωρίς σπουδαίου λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για την πιστούχο πρώτη ανακόπτουσα, β) δημιουργούν σε βάρος της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας και των εγγυητών των υποχρεώσεών της και ήδη ανακοπτόντων σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, γ) δεν περιέχουν κατ' ελάχιστο πληροφορίες σχετικές με το ύψος του βασικού επιτοκίου χορηγήσεων ... δ) δεν περιέχουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τους όρους μεταβολής του αρχικά καθορισμένου συμβατικά επιτοκίου [...] Η ακυρότητα των συγκεκριμένων όρων της επίδικης σύβασης, που αφορούν το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής που όμως σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη δεν καθιστούν άκυρη ολόκληρη της επίδικη σύμβαση πίστωσης και κατ΄ επέκταση τις παρεπόμενες συμβάσεις εγγύησης δοθέντος μάλιστα ότι η σύμβαση μπορούσε να λειτουργήσει παρά την ακυρότητα των όρων αυτών και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι διάδικοι δεν θα προχωρούσαν στην κατάρτισή τους χωρίς του ανωτέρω άκυρους όρους της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 ΑΚ και την ιδέα της δίκαιης κρίσης που διέπει το εν λόγω άρθρο με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. [...] Αυτές οι μη σύννομες χρεώσεις τόκων περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ' ης που αποτυπώνουν την κίνηση των λογαριασμών εξυπηρέτησης της σύμβασης πίστωσης, τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και προφανώς μέρος αυτών διατάσσονται με αυτήν να καταβάλουν οι ανακόπτοντες στην καθ' ης. Εφόσον όμως δεν έχει λάβει προηγουμένως χώρα συμβατικός ή δικαστικός προσδιορισμός του συμβατικού επιτοκίου ενήμερης και υπερήμερης οφειλής κατά "δίκαιη κρίση" η αξίωση της καθής και των ανακοπτόντων από την υπ΄αριθμ ..... πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις παρεπόμενες αυτής συμβάσεις εγγύησης δεν ήταν εκκαθαρισμένη κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δοθέντος ότι το ύψος της οφειλής των ανακοπτόντων δεν μπορεί να αποδειχθεί μόνο από τα προσκομισθέντα έγγραφα, αλλά ούτε μπορεί να υπολογιστεί ευχερώς με απλές μαθηματικές πράξεις".
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το δικαστήριο δέχτηκε την άποψη περί ακυρότητας του όρου καθορισμού κυμαινόμενου επιτοκίου με βάση αδιαφανή κριτήρια. Ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής για τον λόγο ότι τα οφειλόμενα ποσά, χωρίς έγκυρο όρο επιτοκίου, δεν μπορούν να προσδιορισθούν πριν εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση η οποία και θα συμπληρώνει το προκύψαν κενό με δίκαιη κρίση.
Βάση, ωστόσο, της ορθότερης, και πιο ριζοσπαστικής, άποψης, δεν μπορεί να σταθεί σύμβαση δανείου χωρίς όρο επιτοκίου, εφόσον ο τελευταίος κριθεί άκυρος. Όπως απεφάνθη πρόσφατα το Εφετείο Αθηνών σε σχετική του απόφαση «… η εναγόμενη – τράπεζα, δεν θα επιχειρούσε τις δικαιοπραξίες αυτές, χωρίς τους καταχρηστικούς και άκυρους όρους, αλλά απέβλεπε σ’ αυτούς ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Έτσι, η αναγνώριση της ακυρότητας του συμφωνηθέντος τρόπου καθορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου ως καταχρηστικού, καθιστά ανέφικτη, σύμφωνα με το δίκαιο των συμβάσεων, την εξακολούθηση της ισχύος τους, χωρίς τους καταχρηστικούς όρους». Μόνο κατ’ εξαίρεση δύναται ο εθνικός δικαστής να προβεί σε συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης και διάσωση αυτής, μετά τη διαπίστωση της ακυρότητας ενός ουσιώδους όρου και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ακύρωση της σύμβασης θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες (βλ. ΔΕΕ Marc Gómez, C-125/18 και Dunai, C-118/17). Προφανώς, ωστόσο, περίπτωση έκθεσης του καταναλωτή σε «ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες» δεν συντρέχει όταν η επίμαχη δανειακή σύμβαση είναι ήδη καταγγελμένη, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης-καταναλωτής να ενέχεται, ούτως ή άλλως, για το σύνολο του δανείου, ήτοι τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τους τόκους. Στην περίπτωση αυτή η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης θα φέρει τον καταναλωτή σε ευνοϊκότερη θέση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο προμηθευτής προστατεύεται αποκλειστικώς πλέον, ελλείψει έγκυρης συμβάσεως, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και δη, μόνον για την επιστροφή του καταβληθέντος κεφαλαίου χωρίς τους τόκους (βλ. και πρόσφατα αποφάσεις ΔΕΕ C-80/21 έως C-82/21, D.B.P. κ.λπ. όπου κρίθηκε ότι η οδηγία 93/13/ΕΟΚ δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής νομολογίας κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας καταναλωτικής σύμβασης η οποία συμπαρασύρει σε ακυρότητα τη σύμβαση στο σύνολό της, μπορεί να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα συμβατική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, παρά το γεγονός ότι ο καταναλωτής αντιτίθεται στην επιλογή αυτή).
(Για περισσότερα βλ. εδώ)