Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 675/2023 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση κατά απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή αγωγή δανειολήπτη με αίτημα την αναγνώριση της καταχρηστικότητας συμβατικών όρων που περιέχονταν σε πιστωτικές συμβάσεις καταρτισθείσες προς εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Το Εφετείο επικύρωσε την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί ακυρότητας, λόγω αδιαφάνειας, των συμβατικών όρων περί καθορισμού του επιτοκίου, υπολογισμού των τόκων βάσει του έτους 360 ημερών και μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/75.
Ιδίως επί της καταχρηστικότητας του συμβατικού όρου καθορισμού του επιτοκίου, η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι ο όρος που προβλέπει ότι «το δάνειο επιβαρύνεται, από την υπογραφή της παρούσας, με επιτόκιο ίσο προς αυτό των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) δωδεκάμηνης διάρκειας της εκάστοτε τελευταίας έκδοσης που χρονικά προηγείται της έναρξης κάθε περιόδου εκτοκισμού του δανείου, προσαυξημένο κατά 40 % πλέον εισφοράς του ν. 128/75, όπως ισχύει, με στρογγυλοποίηση στο πλησιέστερο τέταρτο της μονάδας» είναι άκυρος λόγω καταχρηστικότητας (αδιαφάνειας) ελλείψει αντικειμενικού κριτηρίου – δείκτη μεταβολής του συμβατικού κυμαινόμενου επιτοκίου. Κατά τις κρίσιμες σκέψεις της εν λόγω απόφασης: «Στον παραπάνω όρο παραλείπεται η αναφορά αντικειμενικού κριτηρίου – δείκτη μεταβολής του επιτοκίου, που να αντανακλά τις συνθήκες της χρηματαγοράς και να εκφράζει κατά τον πλέον έγκυρο τρόπο τη βούληση των μερών να συνδέσουν τη διακύμανση του επιτοκίου της σύμβασης με τις εκάστοτε μεταβολές του κόστους του χρήματος στην αγορά, όπως η μεταβολή του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που είναι το επιτόκιο στο οποίο αυτή χορηγεί δάνεια στα πιστωτικά ιδρύματα, και λαμβάνεται συνήθως υπόψη ως αντικειμενικό κριτήριο στις οικείες συμβάσεις. Η παραπάνω παράλειψη αντικειμενικού κριτηρίου – δείκτη μεταβολής του συμβατικού κυμαινόμενου επιτοκίου αποκλίνει ουσιωδώς από τις δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή, καθόσον, χωρίς σπουδαίου λόγο, αφήνει την αντιπαροχή του ενάγοντος αόριστη και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η εν λόγω παράλειψη καθιστά τον άνω ΓΟΣ άκυρο λόγω καταχρηστικότητας, εξαιτίας της αοριστίας του (αδιαφάνειας), αφού ο ενάγων καταναλωτής δεν είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων το κρίσιμο για την προκείμενη συμβατική σχέση παροχής – αντιπαροχής στοιχείο του ύψους και των προϋποθέσεων μεταβολής του επιτοκίου».
Εν συνεχεία, κατά την εξέταση του όρου της έτερης πιστωτικής σύμβασης περί καθορισμού επιτοκίου, που ετέθη υπόψη του, το Εφετείο Αθηνών επικεντρώθηκε στην αδιαφάνεια αυτού, συνεπεία της μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/75 κατά τρόπο αόριστο. Ειδικότερα, κατά τις σχετικές σκέψεις της απόφασης, ο όρος που προβλέπει ότι «Περίοδος αποπληρωμής του πιο πάνω δανείου μαζί με τους τόκους του κεφαλαίου συμφωνείται στα δεκαπέντε (15) έτη από 1-1-2001 με επιτόκιο το επιτόκιο των ρυθμίσεων της … ΑΕ που από 1-1-2001 μέχρι 30.9.2001 9% συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς του Ν. 128/75. Από 1-10-2001 μέχρι … 8,5% πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75, η οποία ανέρχεται σε …», είναι άκυρος λόγω καταχρηστικότητας, με το εξής σκεπτικό: «… κατά τον καθορισμό του από 1.1.2001 μέχρι 30.9.2001 συμβατικού επιτοκίου ύψους 9% (συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς του ν. 128/75) και από 1.10.2001 ύψους 8,5% (πλέον της εισφοράς του ν. 128/75), γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη ενάγοντος με την εισφορά του ν. 128/1975, η οποία (χρέωση) κατ’ αρχήν δεν απαγορεύεται. Πλην όμως, εν προκειμένω, η επιβολή της εν λόγω ειδικής χρεώσεως, ως μέρος του επιτοκίου, δεν προσδιορίζεται κατά ποσοστό ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις της διαφάνειας και ενημέρωσης ως προς το ύψος αυτής, ως μέρος του συμβατικού επιτοκίου και, αναγκαίως, ως μέρος της συμβατικής αντιπαροχής του ενάγοντος [λαμβανομένου υπ’ όψιν και του άρθρου 82 της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, νομικές σκέψεις 16 και 12 -14], καθιστάμενου, για το λόγο αυτό, του άνω ΓΟΣ άκυρου λόγω καταχρηστικότητας. Παράλληλα, η αποδοχή, εν προκειμένω, του άκυρου ΓΟΣ εκ μέρους του ενάγοντος πιστούχου, με την ένταξη αυτού στις ένδικες συμβάσεις δεν τον καθιστά έγκυρο, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας … είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι «Το κενό που δημιουργείται από την μερική ακυρότητα … δεν μπορεί να καλυφθεί εν προκειμένω με συμπληρωματική ερμηνεία».
Σημειωτέον, τέλος, ότι η ως άνω εφετειακή απόφαση επανέλαβε την άποψη ότι, επί θέσης τραπεζικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, δεν τυγχάνει (συμπληρωματικής) εφαρμογής η διάταξη του άρθρ. 25 του προϊσχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα περί αναστολής ατομικών καταδιωκτικών μέτρων από την κήρυξη της πτώχευσης, στην περίπτωση που ο ενάγων είναι οφειλέτης και όχι πιστωτής του υπό ειδική εκκαθάριση ιδρύματος. Διευκρίνισε, περαιτέρω, η απόφαση ότι, ούτως ή άλλως, στην προκειμένη περίπτωση, «τα αναγνωριστικά αιτήματα της αγωγής, τα οποία αφορούν ειδικώς στην αναγνώριση ακυρότητας όρων (ΓΟΣ) των επίδικων συμβάσεων, δεν εμπίπτουν στην αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος της υπό ειδική εκκαθάριση εναγόμενης», αφού στην έννοια των ατομικών διώξεων «εμπίπτει η έγερση τόσο καταψηφιστικής όσο και αναγνωριστικής αγωγής προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ενώ δεν εμπίπτουν οι αγωγές που τείνουν στην αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης».
Με την εν λόγω απόφαση γίνονται αποδεκτοί δύο βασικοί κανόνες: α) πρώτον ότι δεν δύναται το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα να θέτει όρους μεταβολής επιτοκίου κατά το δοκούν χωρίς αναφορά σε γνωστούς επιτοκιακούς δείκτες και αντικειμενικά κριτήρια και β) δεύτερον ότι ακόμα και να έχουν τύχει οι όροι αυτοί αποδοχής από τον δανειολήπτη, δεν είναι δυνατή η θεραπεία της ακυρότητάς τους καθότι πρόκειται για διατάξεις "αναγκαστικού" δικαίου.
(για περισσότερα βλ. εδώ)