Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 274/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την ανακοπή πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση. Ειδικότερα, το πιστωτικό ίδρυμα είχε επιβάλλει συντηρητική κατάσχεση, βάσει πρωτόδικης απόφασης, για την ικανοποίηση της φερόμενης απαιτήσεώς της εις βάρος της οφειλέτριας εταιρίας και εις χείρας τρίτης εταιρίας, για το ποσό που οφείλει ή πρόκειται να οφείλει η τελευταία στην καθ’ ης η εκτέλεση – οφειλέτρια εταιρία, ένεκα της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης μίσθωσης ακινήτου, με μηνιαίο μίσθωμα 16.500 ευρώ, για κάθε οφειλόμενο και μελλοντικό μίσθωμα που θα προκύψει από τη σχέση αυτή. Στη συνέχεια, η εταιρία εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε, ως τρίτη, η συντηρητική κατάσχεση, δεν προέβη σε δήλωση τρίτου εντός της εκ του νόμου οκταήμερης προθεσμίας, με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση, δηλαδή ότι δεν υφίσταται απαίτηση της οφειλέτριας εταιρίας σε βάρος της που να πρέπει να παρακρατήσει υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος και να μην αποδώσει στην οφειλέτρια εταιρία.
Κατά της εξομοιούμενης ως αρνητικής δήλωσης της τρίτης εταιρίας άσκησε ανακοπή το πιστωτικό ίδρυμα, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η παράλειψη δήλωσης, η οποία κατά πλάσμα του νόμου εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση, είναι ανακριβής, να αναγνωριστεί η ύπαρξη της κατασχεμένες απαίτησης καθώς και η ύπαρξη σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ της εταιρίας εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε, ως τρίτης, η κατάσχεση και της οφειλέτριας εταιρίας, και ακολούθως να υποχρεωθεί η τρίτη να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος τα μελλοντικά μηνιαία μισθώματα, που αφορούν τη χρήση του μισθίου. Παράλληλα, η οφειλέτρια εταιρία άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στην ανοιγείσα με την ανακοπή δίκη, υπέρ της τρίτης εταιρίας αιτούμενη την απόρριψη της ανακοπής του πιστωτικού ιδρύματος.
Το Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή ως αόριστη, διότι κρίθηκε ότι δεν διευκρινίζεται από την ανακόπτουσα στο δικόγραφο αν υφίστανται δεδουλευμένα ήδη μέχρι τη συζήτηση της ανακοπής μισθώματα και σε τι ποσό ανέρχονται αυτά, δεδομένου ότι τα μελλοντικά (μη δεδουλευμένα) μισθώματα δεν δύναται να κατασχεθούν καθότι εξαρτώνται από αντιπαροχή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, δηλ., ότι δεν δύνανται να κατασχεθούν τα μελλοντικά μισθώματα, παρά το γεγονός ότι υφίσταται ενεργή σύμβαση μίσθωσης, με το σκεπτικό ότι δεν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 69 του ΚΠολΔ (που περιγράφει τις περιπτώσεις προληπτικής προστασίας), καθώς η οφειλή των συγκεκριμένων μισθωμάτων εξαρτάται από την αντιπαροχή της καθ’ ης η εκτέλεση - οφειλέτριας του ανακόπτοντος, δηλαδή από την εκ μέρους της διάθεση του μισθίου προς την τρίτη (μισθώτρια εταιρία) καταλλήλου για τη χρήση που συμφωνήθηκε στον αντίστοιχο χρόνο.