Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 388/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή μας και ακυρώθηκε διαταγή πληρωμής ποσού 860.000,00 ευρώ. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι από τα έγγραφα που προσκόμισε ο ειδικός εκκαθαριστής της τράπεζας προς έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν προέκυπτε η απαίτηση και το ύψος της. Συγκεκριμένα, η τράπεζα προσκόμισε προς απόδειξη της απαίτησής της, μεταξύ άλλων, και αντίγραφο της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που είχε καταρτισθεί ανάμεσα στην οφειλέτρια εταιρεία και την τράπεζα. Το ως άνω αντίγραφο της σύμβασης έφερε επικύρωση του ειδικού εκκαθαριστή ως προς την ακρίβεια του, καθώς και επικύρωση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τράπεζας, ο οποίος βεβαίωνε ότι επικυρώνει εκ του επίσημου αντιγράφου.
Όπως, ωστόσο, δέχθηκε η ως άνω απόφαση, η επικύρωση του ειδικού εκκαθαριστή ουδεμία ισχύ είχε, καθώς ο ειδικός εκκαθαριστής δεν έχει εκ του νόμου εξουσία προς επικύρωση αντιγράφων. Σύμφωνα δε με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μόνον τα αντίγραφα των οποίων η ακρίβεια βεβαιώνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο έχουν αποδεικτική δύναμη σύμφωνα με το πρωτότυπο, ενώ αντίστοιχη εξουσία έχει και ο δικηγόρος κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Από καμία, όμως, διάταξη δεν αναγνωρίζεται αντίστοιχη εξουσία και στον Ειδικό Εκκαθαριστή πιστωτικού ιδρύματος.
Συνεπώς, η επικύρωση που έγινε από τον Ειδικό Εκκαθαριστή ουδεμία ισχύ είχε, ενώ και η επιγενόμενη επικύρωση του δικηγόρου ομοίως δεν είχε ισχύ, διότι αυτός επικύρωνε τελικώς από απλό και όχι από επικυρωμένο αντίγραφο, λόγω του ανισχύρου της επικύρωσης του Εκκαθαριστή.
Όπως δέχθηκε και η απόφαση: «Πλην, όμως, ο ειδικός εκκαθαριστής από καμία διάταξη νόμου δεν έχει την αρμοδιότητα έκδοσης αντιγράφων εκ των πρωτοτύπων εγγράφων, που τηρούνται στο αρχείο του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος καθ’ ου η ανακοπή. Συνεπώς, ο ανωτέρω δικηγόρος επικύρωσε απλά φωτοαντίγραφα και όχι νόμιμα επικυρωμένα φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων συμβάσεων και γι’ αυτό το λόγο διαγράφηκε η με μηχανικό μέσο λέξη «πρωτοτύπου» και τέθηκε χειρόγραφα η λέξη «επισήμου», προφανώς εννοώντας κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής ότι επικυρώνεται αντίγραφο εκ του επισήμου αντιγράφου που περιήλθε στην προσωρινή κατοχή του, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν νόμιμο αντίγραφο του πρωτοτύπου καθόσον επικυρώθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο […]».
(για περισσότερα βλ. εδώ)