Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθ. 12197/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την ανακοπή μας και ακύρωσε διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί, κατόπιν σχετικής αίτησης της τράπεζας.
Δυνάμει της εν λόγω απόφασης κρίθηκε ότι η καταγγελία της επίμαχης σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου ήταν άκυρη και, ως εκ τούτου, η διαταγή πληρωμής είχε εκδοθεί για απαίτηση που δεν είχε καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμη, με αποτέλεσμα την ακύρωσή της. Το δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω κρίση του για την ακυρότητα της καταγγελίας, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν υπεγράφη από τους νόμιμους εκπροσώπους της τράπεζας, αλλά από απλούς υπαλλήλους της. Μάλιστα, δεν προσκομίστηκε πληρεξούσιο έγγραφο της τράπεζας προς τους εν λόγω υπαλλήλους ούτε και αποδείχθηκε ότι η τελευταία είχε εγκρίνει τις ενέργειές τους εγκαίρως, δηλαδή πριν την κατάθεση της αίτησής της για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Παρότι η υπογραφή της καταγγελίας από τρίτα πρόσωπα (π. χ. υπαλλήλους, δικηγόρους κτλ.) αποτελεί συνηθισμένη πρακτική των τραπεζών, επισημαίνεται ότι η καταγγελία είναι άκυρη, όταν δεν αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος αυτή ή δεν εγκρίνεται από την ίδια την καταγγέλλουσα πριν την κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η έγκριση λειτουργεί μόνο για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Σύμφωνα με τη σχολιαζόμενη απόφαση, εξάλλου, η τράπεζα υποχρεούται να αποδεικνύει, ειδικότερα, τα εξής: «[...] η καθ’ ης τράπεζα [...] δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω υπαλλήλων, αν δηλαδή ενήργησαν ως υποκατάστατοι του Διοικητικού Συμβουλίου, ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης, ή η τυχόν μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της καθ’ ης, ούτε δήλωσε με οποιονδήποτε τρόπο ότι εγκρίνει αυτήν, ενώ τέτοια έγκριση δεν συνιστά η εντολή που έδωσε η καταγγέλλουσα τράπεζα για την επίδοση της ως άνω καταγγελίας. Επίσης δεν προσκομίστηκε το καταστατικό της δανείστριας τράπεζας από το οποίο θα προέκυπτε (α) αν το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει την άσκηση του συνόλου η μέρους των εξουσιών διαχείρισης και εκπροσώπησης της Τράπεζας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή μη, υπαλλήλους της τράπεζας ή τρίτους, καθορίζοντας και την έκταση των ανατιθέμενων εξουσιών, (β) τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθενται οι ανωτέρω εξουσίες δεσμεύουν την τράπεζα, ως όργανα αυτής, σε όλη την έκταση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν, (γ) αν με βάση το προαναφερόμενο καταστατικό και τη σχετική απόφαση του Δ.Σ. της τράπεζας, διόρισε πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους αυτής, υπαλλήλους της που θα πρέπει να αναφέρονται ονομαστικά σε αυτό, στους οποίους παρέσχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνουν επ’ ονόματι και για λογαριασμό της (της Τράπεζας) στις ειδικότερα περιγραφόμενες ενέργειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και (δ) αν στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται και οι ως άνω υπάλληλοι, οι οποίοι προέβησαν εν προκειμένω στην καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης, ενεργώντας ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της καθ’ ης Τράπεζα. Επιπλέον, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο νομιμοποιήθηκαν οι ως άνω υπάλληλοι για την καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή [...]».