Δημοσιεύθηκε πρόσφατα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών με την οποία οι δράστες, εν προκειμένω ιατροί - χειρουργοί, κατόπιν έγκλησης της εντολέως μας - παθούσας, καταδικάστηκαν για το αδίκημα της έκθεσης (εν ευρεία εννοία) με αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη της τελευταίας. Ειδικότερα, με βάση το αρ. 306 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα «1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του {…} τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, 2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών».
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προέκυψε και από την ακροαματική διαδικασία, η παθούσα (ηλικίας μόλις 27 ετών) χειρουργήθηκε από τους κατηγορούμενους προς αφαίρεση καλοήθους όγκου εγκεφάλου (ακουστικό νευρίνωμα) μεγέθους πέντε περίπου εκατοστών, με σκοπό την άρση των πιεστικών φαινομένων που αυτός δημιουργούσε στον εγκέφαλο της παθούσας και προς άρση του υπαρκτού κίνδυνου απώλειας όρασης, ακοής ή και της ίδιας της ζωής της εγκαλούσας. Οι κατηγορούμενοι (οι οποίοι χειρούργησαν διαλαβυρινθικά την παθούσα, δηλαδή με τομή λίγων εκατοστών πίσω από το αυτί), παρότι δεν κατάφεραν να αφαιρέσουν το σύνολο του όγκου, ισχυρίστηκαν ενώπιον της παθούσας και των οικείων της ψευδώς ότι ο τελευταίος έχει αφαιρεθεί πλήρως. Παράλληλα, οι δράστες έδωσαν μετεγχειρητική οδηγία στην παθούσα να προβεί σε μαγνητική τομογραφία (MRI) εγκεφάλου σε δύο χρόνια από την διενέργεια της επεμβάσεως και όχι νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι η αξονική τομογραφία που διενήργησαν μετά το επίμαχο χειρουργείο έδειχνε την παραμονή των πιεστικών φαινομένων στο στέλεχος του εγκεφάλου. Η διενέργεια, ωστόσο, της μαγνητικής τομογραφίας μετά από δύο έτη (σε υλοποίηση της μετεγχειρητικής οδηγίας) κατέδειξε την παραμονή του ιδίου όγκου (δήθεν αφαιρεθέντος) στο εγκέφαλο της παθούσας ο οποίος, λόγω της επί διετούς άσκησης πίεσης στα οπτικά νεύρα της τελευταίας, είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στους οφθαλμούς της, δηλαδή ολική τύφλωση. Η άρση, δε, του κινδύνου ζωής της παθούσας επήλθε 2,5 περίπου έτη μετά το επίμαχο ως άνω χειρουργείο όταν, πλέον, κατόπιν νευροχειρουργικής επέμβασης, που ήταν και η ενδεδειγμένη για όγκους τέτοιου μεγέθους, αφαιρέθηκε πλήρως το νευρίνωμα. Αυτό που έχει σημασία να επισημανθεί στην συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι δεν γίνεται λόγος για μία κλασική περίπτωση ιατρικής αμέλειας (μιας μη de lege artis, δηλαδή, διενέργειας ιατρικών πράξεων) αλλά για μία πράξη (και ένα επακόλουθο αυτής) τελούμενη με ενδεχόμενο δόλο των δραστών, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι τελευταίοι (ως ισχυρίστηκαν) «θεώρησαν» ότι ο επίμαχος όγκος είχε αφαιρεθεί. Προκειμένου να καταφαθεί ο οικείος δόλος υποστηρίξαμε διάφορους ενδείκτες, μεταξύ των σπουδαιότερων, δε, είναι:
Α) Η ίδια η ιατρική ιδιότητα των κατηγορουμένων και η «ασυγχώρητη» στην περίπτωση τους συνειδητή άγνοια: Ένας ιατρός οφείλει, κατά τη θέση αυτή, να προβεί σε κάθε ενδεδειγμένη ενέργεια για να ελέγξει τα αποτελέσματα των επεμβάσεων του, πρέπει να άρει κάθε μορφής αμφιβολία με τα εργαλεία που δίνει η ιατρική επιστήμη, δεν επιτρέπεται, ως εκ τούτου, να «θεωρεί» αλλά πρέπει μέσω έγκαιρων και έγκυρων εξετάσεων να «βεβαιούται», διαφορετικά αποδέχεται κίνδυνο ζωής των ασθενών του. Εν προκειμένου η μαγνητική τομογραφία μετά το χειρουργείο έπρεπε να γίνει νωρίτερα, το απώτατο μέσα σε διάστημα έξι μηνών,
Β) η πλήρης αδιαφορία για την παθούσα μετά το χειρουργείο,
Γ) η οικονομική ιδιοτέλεια του δράστη και η αποφυγή της περιπτώσεως επιστροφής της ληφθείσας αδρούς αμοιβής επί παραδοχής της ανικανότητας αφαίρεσης του όγκου και
Δ) η αποφυγή τρώσης του εγωισμού και της φήμης του ιατρού στην περίπτωση αποδοχής της επίμαχης αποτυχίας της επεμβάσεως.