Εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 315/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία και έκανε δεκτό ισχυρισμό μας περί ακυρότητας της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής λόγω ακυρότητας της καταγγελίας του δανείου. Συγκεκριμένα η διαφορά αφορούσε διαταγή πληρωμής ύψους 3,5 περίπου εκατομμυρίων ευρώ από τη λήψη ενός τοκοχρεωλυτικού δανείου. Το εν λόγω δάνειο κρίθηκε ότι δεν καταγγέλθηκε εγκύρως καθότι δεν είχε δοθεί η δέουσα πληρεξουσιότητα στους υπαλλήλους που υπέγραψαν το έγγραφο της καταγγελίας. Αποτέλεσμα ήταν να κριθεί μη ληξιπρόθεσμη η φερόμενη αξίωση της αντιδίκου και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Ενδιαφέρον χωρίο της εν λόγω απόφασης είναι το εξής: "Ωστόσο η καθ' ής, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της καταγγελίας, δεν προσκόμισε έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι είχε δοθεί έγκυρα η πληρεξουσιότητα στους ανωτέρω για την καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου, αν αυτοί έδρασαν ως υποκατάστατοι του Διοικητικού συμβουλίου ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης, άλλως να αποδεικνύεται η τυχόν μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της καθ' ης, ούτε η τελευταία δήλωσε, παριστάμενη με το νόμιμο εκπρόσωπό της στο Δικαστήριο, ότι εγκρίνει αυτήν με δήλωσή της καταχωριζόμενη στα πρακτικά, ενώ μόνη η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν συνιστά έγκυρη έγκριση της καταγγελίας της σύμβασης. Συνεπώς, αφού η καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου έλαβε χώρα χωρίς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και δεν εγκρίθηκε μεταγενέστερα ήταν άκυρη, η δε απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (ΕφΑθ(Μoν) 2768/2022)".
(για περισσότερα βλ. εδώ)