Δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. 1434/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή εντολέα μας και υποχρέωσε γνωστό πιστωτικό ίδρυμα να του καταβάλει α. το ποσό των 4.920€ με τον νόμιμο τόκο και β. το ποσό των 300€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής.
Ειδικότερα, το 2021 πραγματοποιήθηκαν δώδεκα (μη εξουσιοδοτημένες) συναλλαγές σε τραπεζικό λογαριασμό του εντολέα μας συνολικού ποσού 4.920€. Για τις ως άνω συναλλαγές ο εντολέας μας ουδέποτε έλαβε από το γνωστό πιστωτικό ίδρυμα, στο δηλωθέν προς σε αυτήν αριθμό επικοινωνίας κινητού τηλεφώνου τον ειδικό κωδικό μιας χρήσης (OTP) ή οποιονδήποτε άλλο κωδικό επιβεβαίωσης συναλλαγών, όπως, άλλωστε, υποχρεούται να αποστείλει, δυνάμει του Ν. 4537/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ. Ταυτόχρονα, ούτε τα συστήματα ασφαλείας και εσωτερικού ελέγχου του γνωστού πιστωτικού ιδρύματος δεν ανταποκρίθηκαν στην καταφανή επικινδυνότητα των συγκεκριμένων συναλλαγών, δεδομένου ότι δεν εντόπισαν α) τη μη συνηθισμένη και επαναλαμβανόμενη χρέωση, β) την τοποθεσία υψηλού κινδύνου του δικαιούχου ενώ δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους, μεταξύ άλλων, γ) τις προηγούμενες χρεώσεις, δ) το ιστορικό των πράξεων πληρωμής του εντολέα μας και ε) τον εντοπισμό μη συνηθισμένων πληρωμών του εντολέα μας σε σχέση με το ιστορικό των πράξεων πληρωμής του.
Μάλιστα, η επίμαχη απόφαση δέχθηκε χαρακτηριστικά ότι «η εναγόμενη επέδειξε βαριά αμέλεια ως προς την παρεχόμενη από μέρους της ασφάλεια στις υπηρεσίες των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η οποία επλήγη από τη δόλια υποκλοπή χρημάτων, καθώς δεν τήρησε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες υψίστης ασφαλείας ως προς την εκτέλεση των επίμαχων συναλλαγών, παραλείποντας να εφαρμόσει τη διαδικασία εξακρίβωσης αυστηρής ταυτοποίησης του πελάτη και να ελέγξει την αυθεντικότητα του λογαριασμού στον οποίο αποστέλλονταν τα χρήματα, μη αντιλαμβανόμενη έτσι το ύποπτο της συναλλαγής, δεν έλαβε ολοκληρωμένα και βελτιωμένα μέσα προστασίας με σκοπό την πληρέστερη προστασία των πελατών της από κακόβουλες επιθέσεις και διαδικτυακές απάτες και την αποτροπή της παρείσφρησης μη εξουσιοδοτημένων τρίτων και δεν τήρησε τις υποχρεώσεις διαφώτισης, ορθής ενημέρωσης και προειδοποίησης της καταναλώτριας – πελάτισσάς της – ενάγουσας, καθώς παρέλειψε να την ενημερώσει επαρκώς για τις προσπάθειες υποκλοπής των προσωπικών της στοιχείων. Η συμπεριφορά της αυτή πέρα από υπαίτια, συνιστάμενη σε βαριά αμέλειά της, υπήρξε και παράνομη, αφού και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη».
Όπως έχουμε αναφέρει και αλλού: "Δεδομένης της τεράστιας αύξησης του όγκου και της ταχύτητας των συναλλαγών πληρωμής εξ αποστάσεως, μέσω διαδικτύου και κινητών τηλεφώνων, αλλά και των νέων μορφών παράνομης δραστηριότητας στον διαδικτυακό χώρο, όπως της ηλεκτρονικής απάτης μέσω της υποκλοπής δεδομένων, κοινώς διαδεδομένης ως «phising», οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής καλούνται να καθιερώσουν συστήματα πληρωμής και μηχανισμούς ασφαλείας που αφενός, εξυπηρετούν με ταχύτητα και συνέπεια τις ανάγκες των πελατών τους, αφετέρου εξασφαλίζουν την απόλυτη ασφάλειά τους στο πλαίσιο, τόσο της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτοποίησης του πελάτη, όσο και του εντοπισμού και αποτροπής των ύποπτων συναλλαγών, μέσω της αποτελεσματικής ιχνηλάτησής τους".
(Για περισσότερα δείτε εδώ)