1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

H Κακόπιστη Κατάθεση Σήματος


κακόπιστη κατάθεση σήματος

Legal Insight

Αύγουστος 2024

Θανάσης Ιωάννου, ΜΔΕ

Περίληψη: Η καταχώριση σήματος είτε σε εθνικό είτε σε ενωσιακό επίπεδο αποτελεί μια καταρχήν θεμιτή και ιδιαίτερη ωφέλιμη από εμπορική άποψη πρακτική των επιχειρήσεων. Προστατεύει τις επενδύσεις μιας επιχείρησης για τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών της και δημιουργεί έναν σαφή σύνδεσμο στη συνείδηση των καταναλωτών μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά υπό το συγκεκριμένο σήμα και της επιχείρησης που φέρει την ευθύνη για την παραγωγή και την προσφορά τους αντίστοιχα. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η καταρχήν θεμιτή επιχειρηματική πρακτική δύναται ενόψει των ειδικότερων περιστάσεων που την περιβάλλουν να διολισθήσει σε πράξη που αντιβαίνει στην εντιμότητα και τα χρηστά ήθη των επιχειρηματικών συναλλαγών. Όταν συντρέχουν περιστατικά κακοπιστίας τόσο η καταχώριση όσο και η διατήρηση του εν λόγω σήματος στο μητρώο σημάτων δεν είναι ανεκτές, καθότι δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς του δικαίου των σημάτων, αλλά υπονομεύουν τα συμφέροντα τρίτων ανταγωνιστών ή και την ίδια τη διαδικασία του ανταγωνισμού σε ορισμένο κλάδο. Στόχος αυτού του άρθρου αποτελεί η οριοθέτηση της έννοιας της κακόπιστης κατάθεσης σήματος, η παράθεση των κυριότερων ενδεικτών κακής πίστης που έχει αναδείξει η νομολογία, καθώς και η παρουσίαση των εννόμων συνεπειών που συνοδεύουν τη διαπίστωση είτε από την αρμόδια αρχή διανοητικής ιδιοκτησίας είτε από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο της κακής πίστης του αιτούντος κατά τον χρόνο κατάθεσης της δήλωσης σήματος. Στο τέλος θα γίνει μνεία και στα ένδικα βοηθήματα που μπορεί να ασκήσει κανείς όταν τα συμφέροντά του πλήττονται από την κακόπιστη κατάθεση ενός εθνικού σήματος ή σήματος της ΕΕ.

1. Εισαγωγή

Η κακή πίστη είναι αυτόνομη έννοια του ενωσιακού δικαίου, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενόψει, μάλιστα, της παντελούς έλλειψης νομοθετικού ορισμού της κακής πίστης είτε στον εθνικό νόμο περί σημάτων (ν. 4679/2020) είτε στον Κανονισμό για το σήμα της ΕΕ (2017/1001), η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας από τα ενωσιακά και τα εθνικά δικαστήρια αποβαίνει πολύτιμη τόσο για τους δικηγόρους που χειρίζονται υποθέσεις σημάτων όσο και για τους επιχειρηματίες που παρακολουθούν την αγορά και μεριμνούν για τη διασφάλιση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων από αθέμιτες πρακτικές ανταγωνιστών τους. Η Γενική Εισαγγελέας Sharpston στις προτάσεις που κατέθεσε στην υπόθεση Lindt Goldhase επιχείρησε να ορίσει την κακόπιστη κατάθεση σήματος ως μια πρακτική που αποκλίνει από τις κοινά αποδεκτές αρχές της έντιμης και ηθικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο των επιχειρηματικών συναλλαγών. Αυτή η απόκλιση από το πρότυπο της έντιμης συναλλακτικής συμπεριφοράς εκφράζεται ως καταστρατήγηση του δικαίου των σημάτων και της κατάθεσης σήματος ως θεσμού, καθότι ενώ ο κακόπιστος αιτών προβαίνει σε μια φαινομενικά θεμιτή και νόμιμη καταχώριση σήματος, εντούτοις οι σκοποί που επιδιώκει μέσω αυτής δεν συνάδουν με τις βασικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των σημάτων.

2. Κρίσιμος χρόνος διαπίστωσης της κακής πίστης

Ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο απαιτείται να συντρέχει η κακή πίστη προκειμένου να μπορέσει να τύχει εφαρμογής ο σχετικός λόγος απόλυτου απαραδέκτου και να οδηγήσει είτε σε απόρριψη της δήλωσης κατάθεσης σήματος είτε σε ακύρωση και διαγραφή του καταχωρισμένου σήματος είναι ο χρόνος κατάθεσης της δήλωσης σήματος. Ωστόσο, ενδέχεται να είναι κρίσιμα για τη σχετική κρίση περί του αν η κατάθεση του σήματος έγινε αντίθετα στην καλή πίστη και αποδεικτικά στοιχεία που ανάγονται είτε στον χρόνο που προηγείται της κατάθεσης είτε στον χρόνο που έπεται αυτής. Ειδικότερα, η προγενέστερη καταχώριση κάποιου ταυτόσημου σήματος σε κάποιο κράτος – μέλος της ΕΕ, στο ΓΔΙΕΕ ή και σε κάποιο τρίτο κράτος συνηγορεί συνήθως υπέρ της κατάφασης της κακής πίστης. Αντιθέτως, η γενόμενη μετά την κατάθεση αυτού χρήση του σήματος από τον καταθέτη κατά κανόνα θα επαρκεί για να αποκλειστεί η κακή πίστη του καταθέτη κατά τον χρόνο κατάθεσης.

3. Ενδείκτες και αντενδείκτες κακής πίστης

Το ΔΕΕ στην υπόθεση “STYLO&KOTON” έκρινε ότι η συνδρομή του απόλυτου λόγου απαραδέκτου της κακόπιστης κατάθεσης καταφάσκεται, όταν «από συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι δικαιούχος ενός σήματος της ΕΕ προχώρησε στην κατάθεση της δήλωσης σήματος όχι με το σκοπό να μετάσχει καλόπιστα στον ανταγωνισμό, αλλά προκειμένου να υπονομεύσει τα συμφέροντα τρίτων ανταγωνιστών κατά τρόπο που δεν συνάδει με την εντιμότητα στις συναλλαγές, ή προκειμένου να αποκτήσει, χωρίς να στρέφεται κατά συγκεκριμένου ανταγωνιστή, ένα αποκλειστικό δικαίωμα για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στις λειτουργίες του σήματος και ειδικότερα στη θεμελιώδη λειτουργία προέλευσης». Επομένως, η διακρίβωση της κακής πίστης του σηματούχου κατά τον χρόνο κατάθεσης της δήλωσης σήματος απαιτεί μια σφαιρική αξιολόγηση όλων των κρίσιμων παραγόντων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η νομολογία των ενωσιακών δικαστηρίων έχει διαπλάσει μια μη εξαντλητική περιπτωσιολογία ενδεικτών και αντενδεικτών κακής πίστης.

Οι κυριότεροι ενδείκτες κακής πίστης είναι οι εξής:

• η ταύτιση ή ομοιότητα των ενδείξεων: Δεν απαιτείται βέβαια η ομοιότητα να είναι τέτοιου βαθμού, ώστε να δημιουργείται και κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ του προγενέστερου και του μεταγενέστερου σήματος, ενώ ενδέχεται η ταύτιση ή ομοιότητα των εκατέρωθεν ενδείξεων να μην αρκεί από μόνη της για την κατάφαση της κακής πίστης.

• η γνώση της προγενέστερης χρήσης μιας ταυτόσημης ή όμοιας ένδειξης: Η γνώση αυτή κατά κανόνα συντρέχει όταν ο μεταγενέστερος και ο προγενέστερος σηματούχος συνδέονταν με κάποια σχέση εμπορικής συνεργασίας (π.χ. σύμβαση διανομής, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιόχρησης), όταν το προγενέστερο σήμα απολαύει φήμης στην αγορά, καθώς όταν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται επί μακρόν στην οικεία αγορά. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, δηλαδή, δεν μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί ότι η κατάθεση δήλωσης σήματος για ένδειξη που ταυτίζεται ή ομοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με προγενέστερο σήμα, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα στον οικείο κλάδο,  αποτελεί μια απλή σύμπτωση.

• η δόλια πρόθεση εκ μέρους του σηματούχου: πρόκειται για έναν υποκειμενικό παράγοντα που ανάγεται στον εσωτερικό κόσμο του καταθέτη και, ως εκ τούτου, η δόλια πρόθεση που ενδεχομένως υποκρύπτεται στην κατάθεση της δήλωσης σήματος μπορεί να αποδειχθεί μόνο επί τη βάσει ενδεικτών που καταδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Τέτοιοι ενδείκτες εντοπίζονται συνήθως: 

α) σε καταθέσεις σημάτων που δεν εξυπηρετούν άλλο σκοπό πέραν του εξαναγκασμού του μεταγενέστερου καταθέτη να καταβάλει στον σηματούχο κάποιο υψηλό χρηματικό ποσό είτε για τη μεταβίβαση του σήματος είτε για την παραίτησή του από τις αξιώσεις που απορρέουν από το σήμα,

β) σε καταθέσεις σημάτων που αποσκοπούν στον σφετερισμό της φήμης κάποιου προγενέστερου σήματος, ακόμη και αν η προστασία αυτού έχει λήξει, 

γ) όταν ο καταθέτης δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση χρήσης του σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη δήλωση σήματος, 

δ) όταν ο καταθέτης συνδεόταν κατά το παρελθόν με κάποια σχέση εμπορικής συνεργασίας με τον αιτούμενο την ακύρωση του σήματος, από την οποία ενδέχεται να απορρεόυν και υποχρεώσεις απαγόρευσης ανταγωνισμού με μετασυμβατική ισχύ,

ε) όταν ο καταθέτης μέσω της επανακατάθεσης του σήματός του επιδιώκει την τεχνητή επέκταση της πενταετούς περιόδου χάριτος για την έναρξη της ουσιαστικής χρήσης του σήματός του, προκειμένου να αποτρέψει την έκπτωσή λόγω μη χρήσης. Ωστόσο, η κατάθεση μιας βελτιωμένης εκδοχής ενός προγενέστερου σήματος του καταθέτη είναι μια θεμιτή επιχιερηματική στρατηγική.

στ) όταν κάποιος προβαίνει στην κατάθεση πλειόνων εθνικών σημάτων, προκειμένου να επεκτείνει τεχνητά και αυθαίρετα την 6μηνη προθεσμία διασκέψεως για την κατάθεση δήλωσης σήματος της ΕΕ, της οποίας η χρονική προτεραιότητα θα ανατρέχει στον χρόνο κατάθεσης της πρώτης χρονικά δήλωσης εθνικού σήματος. Για να καταστεί πιο κατανοητή αυτή η μεθόδευση, παραθέτουμε το εξής απλό παράδειγμα: Έστω ότι κάποιος επιχειρηματίας καταθέτει διαδοχικά και σε χρονική απόσταση δύο ή τριών μηνών λ.χ. το σήμα Α στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Έτσι, εξασφαλίζει στον εαυτό του τη δυνατότητα να καταθέσει μεταγενέστερα την ένδειξη Α και ως σήμα της ΕΕ ενώπιον του ΓΔΙΕΕ επικαλούμενος την αρχαιότητα της τελευταίας χρονικά δήλωσης εθνικού σήματος στην Ιταλία, ακόμη και αν κατά τον χρόνο αυτό έχει ήδη παρέλθει η εξάμηνη προθεσμίας διασκέψεως από την πρώτη χρονικά κατάθεση δήλωσης εθνικού σήματος στη Γερμανία. Άρα, η χρονική προτεραιότητα του σήματος της ΕΕ που θα κατοχυρώσει ο εν λόγω καταθέτης θα ανατρέχει στον χρόνο κατάθεσης της δήλωσης σήματος στην Ιταλία, παρόλο που η εξάμηνη προθεσμία διασκέψεως από την κατάθεση της στη Γερμανία θα έχει ήδη παρέλθει, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται κατάφωρα η ρύθμιση περί διεκδίκησης αρχαιότητας σήματος της ΕΕ με βάση προγενέστερη δήλωση εθνικού σήματος.

• Οι συνθήκες υπό τις οποίες το αμφισβητούμενο σήμα δημιουργήθηκε, η εμπορική λογική που διέπει την κατάθεσή του και η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην εν λόγω κατάθεση. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει κριθεί από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση BIGAB ότι η πραγματοποίηση κύκλου εργασιών αναφορικά με προϊόντα που φέρουν το σήμα BIGAB εντός ολοένα και αυξανόμενου αριθμού κρατών μελών κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της αίτησης κατάθεσης του σήματος της ΕΕ, αποτελούσε θεμιτό κίνητρο από εμπορική απόψη για την κατοχύρωση του εν λόγω σήματος και σε ενωσιακό επίπεδο.

Η φύση του σήματος, καθώς εάν το σήμα συνίσταται στο σχήμα του διακρινόμενου προϊόντος, το οποίο μάλιστα υπαγορεύεται από τεχνικές προδιαγραφές, η καταχώριση δύναται να παρεμποδίσει τη διάθεση παραπλήσιων προϊόντων από ανταγωνιστές. Για παράδειγμα, όπως έκρινε το ΔΕΕ στην απόφαση Lindt Goldhase, επειδή η εισαγωγή των αυτόματων μεθόδων περιτυλίγματος οδήγησε στην τυοποποίηση της μορφής και εμφάνισης των συσκευασιών με τις οποίες διατίθεντο τα σοκολοτένια λαγουδάκια στην αγορά, η κατάθεση από μια αυστριακή εταιρεία τρισδιάστατου σήματος που συνίσταται σε ένα χρυσού χρώματος σοκολατένιο λαγουδάκι, το οποίο ήταν παραπλήσιο στην εμφάνιση με τα λαγουδάκια που διέθετε στην αγορά κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος πληθώρα ανταγωνιστών της εν λόγω εταιρείας, ήταν κακόπιστη στον βαθμό που θα μπορούσε να εμποδίσει τους ανταγωνιστές της να διαθέτουν στην αγορά τα σοκολατένια λαγουδάκια που παρασκεύαζαν.

Ο βαθμός εγγενούς ή επίκτητης διακριτικής ικανότητας του σήματος του αιτούντος την ακύρωση, καθώς και η έκταση της φήμης του έστω και αν αυτή είναι υπολειμματική. Ειδικότερα, στην υπόθεση Simca το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, αφού αναγνώρισε ότι το ιστορικό σήμα Simca έχαιρε ευρύτατης φήμης στο παρελθόν και ότι διατηρούσε σε κάθε περίπτωση ένα κατάλοιπο φήμης στον τομέα των αυτοκινήτων κατά τον χρόνο κατάθεσης του ταυτόσημου αμφισβητούμενου σήματος Simca, προχώρησε στην ακύρωση του τελευταίου λόγω κακής πίστης του καταθέτη, καθόσον πρόεκυψε ότι πρόθεση του ήταν να εκμεταλλευθεί προς όφελός του τη φήμη του ως άνω ιστορικού σήματος στην αγορά των αυτοκινήτων.

• Η ακύρωση λόγω κακόπιστης κατάθεσης του εθνικού σήματος στο οποίο στηρίχθηκε η χρονική προτεραιότητα νεότερου σήματος της ΕΕ.

Αντίθετα, οι κυριότεροι αντενδείκτες κακής πίστης είναι οι εξής: 

Η διέυρυνση της προστασίας ενός εθνικού σήματος δια της κατάθεσης της ίδιας ένδειξης και ως σήματος της ΕΕ, διότι πρόκειται για μια θεμιτή επχειρηματική πρακτική.

Η υποβολή αίτησης καταχώρισης σήματος για πληθώρα προϊόντων και υπηρεσιών, δεδομένου ότι αποτελεί νόμιμη επιδίωξη των επιχειρήσεων να κατοχυρώνουν σήματα όχι μόνο για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος, αλλά και για προϊόντα και υπηρεσίες στις οποίες προτίθενται μελλοντικά να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους.

Η επιλογή του δικαιούχου πλειόνων εθνικών σημάτων να αιτηθεί την καταχώριση ενός μόνο από αυτά και ως σήματος της ΕΕ.

Η φήμη ενός σήματος σε εθνικό επίπεδο κατά κανόνα δικαιολογεί το συμφέρον του δικαιούχου να το κατοχυρώσει και σε ενωσιακό επίπεδο.

Η άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά του προγενέστερου σήματος στο οποίο θεμελιώνεται η ανακοπή κατά της δήλωσης σήματος του καταθέτη, όσο ακόμη εκκρεμεί η εν λόγω ανακοπή, δεν μαρτυρεί κακή πίστη στο πρόσωπο του τελευταίου κατά τον χρόνο κατάθεσης της ανακοπείσας δήλωσης σήματος.

4. Δικονομικά ζητήματα

Στον εθνικό νόμο περί σημάτων η κακόπιστη κατάθεση αποτελεί λόγο απόλυτου απαραδέκτου που είτε εμποδίζει την καταχώριση μιας ένδειξης στο μητρώο σημάτων είτε οδηγεί στην ακύρωση και διαγραφή καταχωρισμένου σήματος από το εν λόγω μητρώο. Επομένως, η κακόπιστη κατάθεση μπορεί να στηρίξει ως λόγος απόλυτου απαραδέκτου τόσο ανακοπή κατά δήλωσης σήματος και ασκείται εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης που κάνει δεκτή τη δήλωση σήματος στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, όσο και αίτηση ακύρωσης καταχωρισμένου σήματος, η οποία μάλιστα είναι απρόθεσμη και δεν μπορεί να αποκρουστεί με την ένσταση αποδυνάμωσης λόγω ανοχής, την οποία πραγματευτήκαμε σε προηγούμενο άρθρο μας. Ωστόσο, η εμβέλεια της κακόπιστης κατάθεσης ως λόγου απόλυτου απαραδέκτου δεν περιορίζεται μόνο στις διαδικασίες ενώπιον του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, καθώς ο εναγόμενος σε αγωγή προσβολή σήματος ή ο καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την προσωρινή απαγόρευση χρήσης του εν λόγω σήματος μπορεί αμυνόμενος να ασκήσει ανταγωγή και ανταίτηση ακυρότητας του σήματος αντίστοιχα επικαλούμενος ότι το σήμα του ενάγοντος ή αιτούντος είναι άκυρο, επειδή η κατάθεσή του έλαβε χώρα αντίθετα προς την καλή πίστη. Εάν η ανταγωγή ακυρότητας γίνει δεκτή, η αγωγή θα απορριφθεί, ενώ μετά την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης το σήμα θα υπόκειται σε διαγραφή από το μητρώο σημάτων.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το βάρος επίκλησης και απόδειξης των περιστατικών εκείνων από το οποία μπορεί με βεβαιότητα να συναχθεί ότι ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση του σήματος, φέρουν ανάλογα με το ασκούμενο ένδικο βοήθημα ο ανακόπτων, ο αιτών την ακύρωση του σήματος και ο αντενάγων που ασκεί ανταγωγή ακυρότητας στο πλαίσιο δίκης προσβολής σήματος. Αυτό σημαίνει ότι καταρχήν καλή πίστη του καταθέτη σήματος τεκμαίρεται. Ωστόσο, όταν οι αντικειμενικές περιστάσεις της υπόθεσης είναι πρόσφορες να ανατρέψουν το τεκμήριο της καλής πίστης, τότε ο καταθέτης ή ο δικαιούχος του αμφισβητούμενου καταχωρισμένου σήματος πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η εκ μέρους του κατάθεση του σήματος εξυπηρετούσε μια θεμιτή επιχειρηματική λογική, προκειμένου να αποφύγει την απόρριψη της δήλωσης σήματός του ή την ακύρωση του καταχωρισμένου σήματός του.

Όσον αφορά δε στην έκταση της απόρριψης της δήλωσης σήματος ή της ακύρωσης του καταχωρισμένου σήματος στην περίπτωση που κριθεί από την αρμόδια αρχή διανοητικής ιδιοκτησίας ή τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια ότι ο δικαιούχος προέβη κακόπιστα στην κατάθεση του επίμαχου σήματος, αυτή μπορεί να καλύπτει είτε το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία ο καταθέτης ζητεί ή πέτυχε (στην περίπτωση του καταχωρισμένου σήματος) την καταχώριση του σήματος είτε μόνο μερικά από αυτά. Έτσι, εάν για παράδειγμα η κακή πίστη έγκειται στην προσπάθεια δημιουργίας της εντύπωσης στο καταναλωτικό κοινό ότι ο καταθέτης συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τον δικαιούχο του προγενέστερου ταυτόσημου σήματος, η απόρριψη της δήλωσης ή η ακύρωση του σήματος θα είναι κατά κανόνα καθολική. Ωστόσο, εάν η κακή πίστη εκδηλώνεται ως έλλειψη πρόθεσης χρήσης του σήματος για ορισμένα μόνο από τα προϊόντα ή της υπηρεσίες για τα οποία ζητείται ή έχει επιτευχθεί η καταχώριση, τότε η απόρριψη της δήλωσης ή η ακύρωση του σήματος θα είναι μερική και θα περιορίζεται σε εκείνα τα προϊόντα και εκείνες τις υπηρεσίες, ως προς τα οποία συντρέχει η έλλειψη πρόθεσης ουσιαστικής χρήσης του σήματος.

5. Αντί επιλόγου

Η προηγηθείσα ανάλυση καταδεικνύει ότι η καθιέρωση της κακόπιστης κατάθεσης σήματος ως λόγου απόλυτου απαραδέκτου είναι ζωτικής σημασίας για την πάταξη στρεβλώσεων και φαινομένων καταστρατήγησης του δικαίου των σημάτων προς όφελος των ανταγωνιστών του καταθέτη, αλλά και της εν γένει εύρυθμης λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά. Επίσης, η κακόπιστη κατάθεση έμμεσα επηρεάζει και άλλους θεσμούς του δικαίου των σημάτων, όπως η αποδυνάμωση λόγω ανοχής και η έκπτωση λόγω μη ουσιαστικής χρήσης του σήματος. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4679 που έμμεσα θεσπίζει μια πενταετή αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά του μεταγενέστερου σήματος που προσβάλλει προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα του ουσιαστικού συστήματος, δεν εφαρμόζεται όταν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε αντίθετα προς την καλή πίστη. Περαιτέρω, δεδομένης της πρόβλεψης από τον νόμο πενατετούς περιόδου χάριτος για την έναρξη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος μετά την καταχώρισή του, η επίκληση της κακόπιστης κατάθεσης αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα ακύρωσης και διαγραφής του σήματος πριν την παρέλευση της εν λόγω πενταετίας, όταν ο καταθέτης προέβη στην κατάθεση του σήματος με μοναδικό σκοπό τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών του από τη χρήση ταυτόσημων ή παρεμφερών σημάτων για ταυτόσημα ή συναφή προϊόντα, χωρίς καμία πρόθεση ουσιαστικής χρήσης του σήματος.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top