Legal Insight
Σεπτέμβριος 2024
Κρύστα Αποστόλου, Ασκούμενη Δικηγόρος
Περίληψη: Μετά την κατάργησή της κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, καθώς και για τα χρέη προς το Δημόσιο, η προσωπική κράτηση συνιστά πλέον εξαιρετικό μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, προβλεπόμενο περιοριστικά σε ορισμένες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατά κύριο λόγο, ζητείται η επιβολή της για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων από αδικοπραξία. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται συνοπτικά οι νόμιμες και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιβολή του εν λόγω μέτρου, καθώς και οι τρόποι άμυνας του οφειλέτη, με αναφορά σε νομολογιακά παραδείγματα.
Αρχικά, ως προς την έννοια του θεσμού, προσωπική κράτηση του οφειλέτη σημαίνει πρακτικά την φυλάκισή του, επομένως πρόκειται για ένα μέτρο καταναγκασμού επί του προσώπου, για στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας. Παρά τις μακροχρόνιες αμφισβητήσεις και επικρίσεις του εν λόγω θεσμού, η επιβολή του κρίνεται πλέον ως μια στέρηση ανεκτή από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, εφόσον τηρούνται οι στενές προϋποθέσεις του νόμου και η αρχή της αναλογικότητας.
Βασικό χαρακτηριστικό του μέτρου της προσωπικής κράτησης για την είσπραξη απαιτήσεων προερχόμενων από αδικοπραξία είναι η καθαρά προαιρετική φύση του, καθώς επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση επιβολής του, κατ’ εκτίμηση των συντρεχουσών στην κάθε υπόθεση περιστάσεων και κριτηρίων που αναφέρουμε στη συνέχεια. Η δυνητικότητα της επιβολής της προσωποκράτησης τονίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, κατά την οποία «η προσωπική κράτηση είναι ρητά δυνητική και όχι υποχρεωτική για το δικαστήριο για απαιτήσεις από αδικοπραξία […]».
Σύμφωνα με το άρθρο 1049 ΚΠολΔ, προκειμένου να διαταχθεί η επιβολή προσωπικής κράτησης στον οφειλέτη, απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που την απαγγέλει. Στην απόφαση ορίζεται και η διάρκεια αυτής, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Για τον προσδιορισμό της διάρκειάς της το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν τα ίδια κριτήρια που εξετάζει και για την επιβολή της, τα οποία εκθέτουμε παρακάτω.
Είναι σημαντικό για τον οφειλέτη που απειλείται με το ενδεχόμενο επιβολής προσωποκράτησης να γνωρίζει ότι, όπως πλέον προβλέπεται ρητώς στον νόμο, ακόμα και αν εκδοθεί απόφαση που διατάζει την προσωπική του κράτηση, αυτή δεν εκτελείται αν ο ίδιος βρίσκεται σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της εκτέλεσης της απόφασης. Εξάλλου, έχει κριθεί νομολογιακά η αντισυνταγματικότητα της επιβολής του εν λόγω μέτρου όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να καταβάλει το χρέος του, καθώς τότε «η στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας παρίσταται ως «ποινή» για τη μη καταβολή του, παρά ως αναγκαίο μέσο για την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή» (ΕφΠατ. 5/1998 ΔΕΕ 1998, 709, παρατ. Περάκη).
Επιπλέον, για την επιβολή της προσωποκράτησης κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση είναι το είδος της χρηματικής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας ζητείται. Όπως ορίζεται στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ, η μόνη κατηγορία απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να επιβληθεί προσωπική κράτηση είναι εκείνες που προκύπτουν από αδικοπραξία. Εδώ εντάσσονται όλες οι απαιτήσεις από ζημιογόνες πράξεις που οφείλονται είτε σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του οφειλέτη είτε εκείνες για τις οποίες καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του. Αποκλείεται, λοιπόν, η επιβολή του εν λόγω μέτρου για απαίτηση προερχόμενη από οποιαδήποτε άλλη αιτία, όπως για παράδειγμα για χρέη από σύμβαση.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως αν η ευθύνη από την αδικοπραξία βαρύνει νομικό πρόσωπο, τότε η προσωπική κράτηση διατάσσεται κατά των φυσικών προσώπων που το εκπροσωπούν. Ωστόσο, ο νόμος ρητά εξαιρεί από τη δυνατότητα επιβολής προσωπικής κράτησης τους εκπροσώπους των ανωνύμων εταιρειών, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, εκτός αν οι ίδιοι ατομικώς (και όχι υπό την εταιρική ιδιότητά τους) τελέσουν αδικοπραξία, οπότε συντρέχει αυτοτελής ατομική ευθύνη πρόσθετα με αυτή του νομικού προσώπου.
Ακόμα, τυπικό κριτήριο, προβλεπόμενο ομοίως στο ως άνω άρθρο, συνιστά και το ύψος της χρηματικής απαίτησης. Συγκεκριμένα, προσωπική κράτηση απαγορεύεται ρητώς να διαταχθεί για απαίτηση μικρότερη από 30.000 ευρώ.
Πέρα από τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, όμως, ποια είναι τα ουσιαστικά κριτήρια που εν τέλει θα καθορίσουν την κρίση του δικαστηρίου για την επιβολή ή μη της προσωπικής κράτησης; Δεδομένου ότι πρόκειται για το έσχατο μέσο καταναγκασμού επί του προσώπου, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάζει τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ουσιαστικά κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά, κατά την κοινή πείρα και λογική. Κρίνεται σκόπιμη σε αυτό το σημείο η παράθεση σύντομων παραδειγμάτων από την πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων μας, για την κατανόηση των κριτηρίων αυτών.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ως ουσιαστικά κριτήρια, από τα οποία συναρτάται και η χρονική διάρκεια της προσωπικής κράτησης, εξετάζονται πρωτίστως το είδος και η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το μέγεθος της ζημίας του παθόντος, η καλή ή κακή πίστη του υποχρέου, η αφερεγγυότητά του, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, η συμπεριφορά του οφειλέτη σε σχέση με την ικανοποίηση του δανείου, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου, αλλά και κάθε άλλο συναφές στοιχείο, όπως η ένταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης. Ο απειλούμενος με προσωπική κράτηση οφειλέτης ,λοιπόν, μπορεί να επικαλεστεί όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που καταδεικνύουν τη σύννομη και καλόπιστη συμπεριφορά του καθώς και κάθε στοιχείο από την κοινωνική, οικονομική και εργασιακή του κατάσταση, προκειμένου να αποτρέψει το δικαστήριο από την επιβολή του εν λόγω μέτρου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το δικαστήριο κρίνει τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια της στάθμισης των συνθηκών έκαστης περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης, ώστε αυτό να επιβάλλεται μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση της απαίτησης, ώστε η αναμενομένη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει.
Εκτός από τη δυνατότητα άμυνας του απειλούμενου με προσωπική κράτηση οφειλέτη με την προβολή ουσιαστικών επιχειρημάτων μέσω της επίκλησης πραγματικών περιστατικών, μπορεί να χρησιμοποιήσει και τα ένδικα βοηθήματα που του παρέχει ο νόμος. Κατά κύριο λόγο, ο οφειλέτης έχει στη διάθεσή του την άσκηση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης (κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ), με επίκληση λόγων που μπορεί να αφορούν είτε το κύρος του εκτελεστού τίτλου είτε την απαίτηση για την οποία διατάχθηκε η προσωποκράτηση αλλά και τις πράξεις της προδικασίας της εκτέλεσης που λαμβάνουν χώρα πριν από τη σύλληψή του, προκειμένου να πλήξει κάποια από τις νόμιμες προϋποθέσεις για την επιβολή της.
Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση επιβολής της, ο προσωποκρατούμενος πλέον οφειλέτης μπορεί να αμυνθεί με τα βοηθήματα του νόμου σε δύο στάδια: αφενός στο χρονικό στάδιο της σύλληψής του και αφετέρου μετά από αυτό, κατά το διάστημα κράτησής του.
• Κατά το στάδιο της σύλληψης αφενός, του παρέχεται δικαίωμα από τον νόμο, κατά το άρθρο 1050 ΚΠολΔ, για άμεση προβολή αντιρρήσεων κατά της προσωπικής κράτησης είτε προφορικά, ως συμβαίνει συνήθως, είτε εγγράφως. Οι αντιρρήσεις που μπορεί να προβάλει δύναται να αφορούν όλες τις διαδικαστικές πράξεις έως τη σύλληψή του αλλά και την ίδια τη σύλληψη. Επί παραδείγματι, ως αντίρρηση μπορεί να προβληθεί η ανυπαρξία εκτελεστού τίτλου, η παράλειψη των απαιτούμενων επιδόσεων, καθώς και οψιγενείς λόγοι απόσβεσης της απαίτησης, η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου υγείας του και, τέλος, η οικονομική αδυναμία του προς εκπλήρωση της οφειλής.
• Κατά το τελικό δε στάδιο της κράτησης, και σε περίπτωση που οι ως άνω αντιρρήσεις απορριφθούν, ο προσωποκρατούμενος μπορεί να αμυνθεί ζητώντας οριστική δικαστική προστασία, με την άσκηση ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 1054 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, είναι δυνατή η προβολή όλων των λόγων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγους της κλασικής ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ ή αντιρρήσεις κατά της συλλήψεως αλλά και λόγοι αναφερόμενοι στη φυλάκιση και στην περαιτέρω κράτηση του οφειλέτη. Κατά κύριο λόγο, όμως, προορίζεται να αντιμετωπίσει διαφορές που ανακύπτουν μετά τη φυλάκισή του οφειλέτη, όπως για παράδειγμα, την κράτησή του στον ίδιο χώρο με ποινικούς κρατούμενους, η οποία απαγορεύεται ρητώς.
Συμπερασματικά, η προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, διατηρεί την εξαιρετική της φύση και προορίζεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων που πηγάζουν από αδικοπραξία. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας παρέχει στον οφειλέτη μια σειρά από δικλίδες ασφαλείας, ώστε να αποφευχθεί η επιβολή του μέτρου αυτού ή να ανατραπεί μεταγενέστερα. Συγχρόνως, τα ουσιαστικά κριτήρια που εξετάζονται από τα δικαστήρια αποτελούν μια σημαντική βοήθεια για τον οφειλέτη, καθώς ο τελευταίος δύναται να επικαλεστεί τις ιδιαίτερες συνθήκες της περίπτωσής του, επιλύοντας τη διαφορά του με ανθρώπινο τρόπο.