Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2159/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή εταιρείας που δραστηριοποιείται στον κλάδο του τουρισμού κατά παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας με αίτημα να υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλει στην πρώτη το ποσό των περίπου 450.000€ σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ένεκα των δήθεν παράνομων και καταχρηστικών προδιατυπωμένων όρων περί αναπροσαρμογών της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας.
Παρατίθενται κατωτέρω αποσπάσματα από τα σημαντικότερα χωρία της υπ’ αρ. 2159/2024 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τα οποία έκαναν δεκτά τους ισχυρισμούς μας:
«Η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, ετέθη ως γενικός όρος της σύμβασης, που καθορίζει την κύρια παροχή του πελάτη (αντίτιμο), ήτοι ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης, ως προς το οποίο πρέπει να έχουν συμφωνήσει τα μέρη για να θεωρηθεί αυτή καταρτισθείσα, καθώς, ο όρος αυτός, οριοθετεί τον τρόπο υπολογισμού του ανταλλάγματος, που πρέπει να καταβάλλει ο πελάτης για την παροχή ενέργειας. {…} Σε κάθε περίπτωση, όμως, ζήτημα αοριστίας αντιπαροχής δεν τίθεται, καθότι οι συμβαλλόμενοι, είχαν από κοινού συμφωνήσει, ότι το ύψος της εκάστοτε αντιπαροχής θα προκύπτει από το εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο του προμηθευτή. Εξάλλου, και αντίθετα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η παροχή στη σύμβαση, του δικαιώματος στον ένα συμβαλλόμενο να προσδιορίζει την αντιπαροχή, ή να μεταβάλλει τους όρους της σύμβασης με μονομερή δήλωση βούλησης, δεν συνιστά αυθαίρετο, αλλά συμφωνημένο τρόπο μεταβολής των συμβατικών όρων. Η δε, συγκατάθεση του μέρους, που δεν συμπράττει, έχει παρασχεθεί κατά την αναγνώριση στο άλλο μέρος του διαπλαστικού δικαιώματος της μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης. Ο δε επίμαχος όρος, που ετέθη ως αποτέλεσμα της άσκησης του εν λόγω διαπλαστικού δικαιώματος, εν προκειμένω, τέθηκε μεν ως γενικός όρος συναλλαγών, πλην, όμως, προηγουμένως κατέστη αντικείμενο συμφωνίας, την οποία, σαφώς, αποδέχθηκε η ενάγουσα, υποκείμενος ως εκ τούτου σε έλεγχο καταχρηστικότητας, υπό την έννοια της τήρησης της αρχής της διαφάνειας, προϋπόθεση, που, κατά ως άνω, πληρούται, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και αυτό, ενόψει του ότι η εναγομένη, κατέστησε σαφές ότι, σε εξαιρετική περίπτωση μεταβολής συνθηκών, όπως τούτη ορίζεται στον υπό στοιχείο 15.3 όρο της επίμαχης σύμβασης, δικαιούται σε μονομερή τροποποίηση τιμολόγησης, υπό την προϋπόθεση γνωστοποίησης αυτής στον πελάτη της. Έτσι, η εναγομένη προέβη, αμελλητί, σε προσήκουσα ενημέρωση της ενάγουσας για την επίμαχη τροποποίηση, συμμορφούμενη, τόσο με τον Κώδικα Προμήθειας ηλεκτρικής Ενέργειας, όσο και με τις επιταγές της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (άρθρα 178, 288 ΑΚ). Εξάλλου, ως ήδη ελέχθη, η ενάγουσα ήταν απόλυτα ελεύθερη να καταγγείλει οποτεδήποτε την σύμβαση, εφόσον το επιθυμούσε, και μάλιστα, χωρίς ουδεμία για αυτήν πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση ή χρονικό περιορισμό και να απευθυνθεί σε πιο συμφέροντα πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που δεν έπραξε. {…} Επιπροσθέτως, σημειωτέον ότι, ο μέσος καταναλωτής, πολλώ δε, μάλλον η ενάγουσα, ως έμπορος με ευρύτατο κύκλο δραστηριότητας, πρέπει να αναμένει ευλόγως αναθεωρήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου το αγαθό αυτό, είναι ευεπίφορο σε αλλαγές τιμών, λόγω απρόβλεπτων γεωπολιτικών εξελίξεων, όπως η αύξηση άλλων ενεργειακών πηγών (πετρέλαιο, φυσικό αέριο)».
Η απόφαση επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα, ενώ απέρριψε και τη σχετική πρόσθετη παρέμβαση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ξ.Ε.Ε.)» υπέρ της ενάγουσας εταιρείας - αντιδίκου.