Legal Insight
Νοέμβριος 2024
Κατερίνα Ζωγράφου, LL.M.
Περίληψη: Η ποινική διαπραγμάτευση αποτελεί έναν σύγχρονο θεσμό στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, ο οποίος εισάγει ένα καινοτόμο πλαίσιο διευθέτησης ποινικών υποθέσεων. Με τον προσφάτως ψηφισθέντα Ν. 5090/2024 - ο οποίος επιφέρει ριζικές τροποποιήσεις στον ΚΠοινΔ - επέρχονται σημαντικές αλλαγές και στον εν λόγω θεσμό με στόχο την ενθάρρυνση της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται να δοθεί μία σφαιρική εικόνα της διαδικασίας μέσω της ανάλυσης των προϋποθέσεων εφαρμογής της υπό το φως των νέων αλλαγών που επέφερε ο Ν. 5090/2024.
1. Εισαγωγή
Η υπερφόρτωση του συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης που παρατηρείται στις εθνικές έννομες τάξεις, οδήγησε στην ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών διαδικασιών με σκοπό την ελάφρυνση του τεράστιου φόρτου των ποινικών δικαστηρίων. Μία τέτοια εναλλακτική διαδικασία αποτελεί και ο αγγλοσαξονικής προέλευσης θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης (plea ή sentence bargaining), ο οποίος εισήλθε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Νόμο 4620/2019 και αποτυπώθηκε στο α. 303 ΚΠοινΔ.
Η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης αποσκοπεί στην επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ του κατηγορουμένου και του Εισαγγελέα, στα πλαίσια της οποίας ο πρώτος προβαίνει στην ομολογία των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αποδιδόμενη κατηγορία και ο δεύτερος εκκινεί μία διαδικασία διαπραγμάτευσης με αποκλειστικό αντικείμενο την ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, ήτοι την επιβλητέα ποινή (κύρια ή παρεπόμενη). Σε περίπτωση θετικής έκβασης της διαδικασίας, ο κατηγορούμενος εξασφαλίζει μία ποινή αισθητά μικρότερη από αυτήν που πιθανόν θα του επιβαλλόταν σε περίπτωση αντιδικίας, ενώ αποφεύγει την συναισθηματική και οικονομική επιβάρυνση που επιφέρουν η αναμονή έως την εκδίκαση της υπόθεσης και η αβεβαιότητα για την τελική δικαστική κρίση.
Με το άρθρο 94 του Ν. 5090/2024, ο Έλληνας νομοθέτης προέβη σε ορισμένες τροποποιήσεις του θεσμού, οι οποίες ισχύουν από 01.05.2024 και εξετάζονται αναλυτικότερα κατωτέρω.
2. Ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης μετά τις τροποποιήσεις του ν. 5090/2024
Η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης μπορεί να τύχει εφαρμοστής σε όλα τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα (πλημμελήματα ή κακουργήματα) εκτός από τα κακουργήματα α) που απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης (λ.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση, διακίνηση ναρκωτικών), β) που αφορούν σε τρομοκρατικές πράξεις και σε σύσταση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και γ) που περιλαμβάνονται στο 19ο κεφάλαιο του ΠΚ, ήτοι εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (λ.χ. βιασμός, κατάχρηση ανηλίκων, εκδικητική πορνογραφία). Ο νομοθέτης εξαίρεσε τα εν λόγω εγκλήματα από το πεδίο εφαρμογής του α. 303 ΚΠοινΔ λόγω της αυξημένης ηθικοκοινωνικής απαξίας τους.
Πρόσωπα της διαπραγμάτευσης αποτελούν ο κατηγορούμενος (αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου) και ο Εισαγγελέας. Μέχρι πρότινος την πρωτοβουλία για την εκκίνηση της διαδικασίας την είχε ο μόνο ο κατηγορούμενος. Με τον ν. 5090/2024, παρέχεται πλέον η δυνατότητα ενεργοποίησης της διαδικασίας και από τον ίδιο τον Εισαγγελέα, ο οποίος αν κρίνει πως η υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση -λαμβάνοντας υπόψιν τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου- μπορεί να καλέσει τον τελευταίο και να επιχειρήσει να υπάγει την υπόθεση στην εν λόγω διαδικασία. Στα εγκλήματα δε περιουσιακής φύσεως, ο Εισαγγελέας μπορεί να εξαρτήσει την έναρξη της διαδικασίας διαπραγμάτευσης από την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ή από την σοβαρή προσπάθεια του υπαιτίου να αποκαταστήσει την ζημία. Η εν λόγω προσθήκη είναι ικανή να πετύχει το σκοπό του νομοθέτη καθώς δύναται να διευρύνει την εφαρμογή του θεσμού στην πράξη συμβάλλοντας στην οικονομία της δίκης και στην αποσυμφόρηση των πινακίων.
Πριν την ψήφιση του ν. 5090/2024, ο κατηγορούμενος μπορούσε να υποβάλλει αίτημα για υπαγωγή σε διαδικασία ποινικής διαπραγμάτευσης στα ακόλουθα δικονομικά στάδια: α) από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης ή προανάκρισης, β) από την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης έως την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, γ) μετά την απόφαση για παραπομπή έως την επίδοση της κλήσης προς εμφάνιση ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο ή δ) μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο.
Με τον ν. 5090/2024 επιχειρείται μία ακόμα προσπάθεια διεύρυνσης της δυνατότητας εφαρμογής του θεσμού μέσω της δυνατότητας του υπαιτίου να υποβάλλει αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης σε δύο ακόμα στάδια της ποινικής διαδικασίας: α) κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, ήτοι πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, κατά το πρότερο στάδιο της προπαρασκευαστικής εξέτασης ή της αστυνομικής προανάκρισης, όσο δηλαδή, ο υπαίτιος έχει ακόμα την ιδιότητα του “υπόπτου” (α. 83 ν. 5090/2024) και β) μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου (α. 94 παρ. 1 εδ. α’ ν. 5090/2024). Να σημειωθεί στο σημείο αυτό, πως στο νέο άρθρο 303 ΚΠοινΔ ορίζεται πλέον ρητώς, πως η αίτηση του κατηγορουμένου υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά σε κάθε δικονομικό στάδιο. Ως εκ τούτου, αν δεν ευδοκιμήσει μία αίτηση στην προδικασία, μπορεί να υποβληθεί εκ νέου στο ακροατήριο. Εντούτοις, στην οικεία αιτιολογική έκθεση ορίζεται πως υποβολή αιτήματος είναι δυνατή μία (1) μόνο φορά “καθ΄όλα τα δικονομικά στάδια της δίκης, συνεπώς μεταγενέστερα αιτήματα απορρίπτονται ως απαράδεκτα”. Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί σύγχυση, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση επικρατεί η ρύθμιση του γράμματος του νόμου.
Όπως επισημάνθηκε και στην εισαγωγή του παρόντος, αντικείμενο της διαπραγμάτευσης των μερών μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα (κύρια ή παρεπόμενη) ποινή. Τα πλαίσια δε της τελευταίας αυστηροποιούνται αισθητά με τον ν. 5090/2024. Ειδικότερα, οι προτεινόμενες ποινές διαμορφώνονται πλέον ως εξής:
α) από 3 έως 5 έτη φυλάκισης για κακουργήματα που απειλούνται με κάθειρξη έως 10 έτη,
β) από 3 έτη φυλάκισης μέχρι 9 έτη κάθειρξης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη (5 - 20 έτη)
γ) από 3 έτη φυλάκισης έως 10 έτη κάθειρξης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, και
δ) από 10 ημέρες μέχρι 2 έτη στα πλημμελήματα.
Σε κάθε όμως περίπτωση, αξίζει να τονιστεί πως τα ως άνω πλαίσια ποινών που δύνανται να εφαρμοστούν στα πλαίσια της ποινικής διαπραγμάτευσης είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα που προβλέπονται στον ΠΚ σε περίπτωση που το δικαστήριο προβεί σε αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το α. 83 ΠΚ.
Τέλος, με τον ν. 5090/2024 επήλθε μία σημαντική προσθήκη ως προς τον τρόπο έκτισης της ποινής. Συγκεκριμένα, προβλέφθηκε πως στις περιπτώσεις που το αίτημα το κατηγορουμένου υποβάλλεται αμέσως μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, κατά το προδικαστικό δικονομικό στάδιο, υφίσταται και η δυνατότητα υπό όρους απόλυσης του κατηγορουμένου μετά από την συμπλήρωση δύο πέμπτων (⅖) πλασματικής έκτισης και ενός τρίτου (⅓) πραγματικής παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα (εξαιρουμένων των κακουργημάτων του α. 105Β παρ. 6 εδ. β’ ΠΚ).
Αν λοιπόν, επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών ως προς την επιβλητέα ποινή, ο Εισαγγελέας συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο περιλαμβάνεται υποχρεωτικά, πέραν της ως άνω συμφωνίας, η ομολογία του υπαιτίου και ο τρόπος έκτισης της ποινής. Εντός πέντε (5) ημερών από την σύνταξη του ως άνω πρακτικού, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου (επί κακουργημάτων) και του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (επί πλημμελημάτων).
Το δικαστήριο, παρά την ύπαρξη του πρακτικού και προτού αποφανθεί για την επιβληθείσα ποινή, οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την τυχόν συνδρομή λόγων παύσης ή κήρυξης ως απαράδεκτης της ποινικής δίωξης κατ’ α. 368 περ. β’ και γ’ ΚΠοινΔ. Παράλληλα, εξετάζει και την νομική βασιμότητα της κατηγορίας, δεσμευόμενο από το διαγνωστικό του καθήκον. Συνεπώς, κρίνοντας με βάση όλα τα στοιχεία της δικογραφίας (και όχι μόνο από το πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης) το δικαστήριο δύναται να προβεί σε ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, (μόνο όμως, προς όφελος του κατηγορουμένου ΜονΕφΝαυπλ 294/2022), ακόμα και να αθωώσει τον κατηγορούμενο, σε περίπτωση που κρίνει πως η αποδιδόμενη κατηγορία είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Σε αντίθετη περίπτωση, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο, στηριζόμενο στην ομολογία που περιλαμβάνεται στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα, και επιβάλλει ποινή σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες επιμέτρησης της ποινής (α. 79 ΠΚ). Μπορεί συνεπώς, να επιβάλλει και ποινή μικρότερη από την συμφωνηθείσα στο πρακτικό της ποινικής διαπραγμάτευσης, όχι όμως, και μεγαλύτερη από αυτήν. Η απόφαση με την οποία επικυρώνεται το πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης μπορεί να προσβληθεί, τόσο από τον κατηγορούμενο, όσο και από τον Εισαγγελέα, μόνο με την άσκηση αναίρεσης.
Τέλος, σε περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά από το δικονομικό στάδιο που είχε διακοπεί λόγω της υποβολής αιτήματος διαπραγμάτευσης. Η αίτηση του υπαιτίου ή η πρόσκληση του Εισαγγελέα θεωρούνται ως ουδέποτε υποβληθείσες, και καταστρέφεται μαζί με το οικείο υλικό. Τυχόν δε αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.
3. Αντί επιλόγου
Η ποινική διαπραγμάτευση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Μέσω αυτής, ο κατηγορούμενος μπορεί να επιτύχει μειωμένη ποινή, εφόσον αποδεχθεί την ενοχή του και επιδείξει έμπρακτη μεταμέλεια. Με την διαδικασία αυτή πράγματι “απελευθερώνεται” δικαστικός χρόνος, καθώς ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων θα “κλείσει” μέσω της επιβολής ποινών μικρής ή έστω μέσης απαξίας. Με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 5090/2024 στον θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης, γίνεται μία προσπάθεια διεύρυνσης της διαδικασίας, με την δυνατότητα υποβολής αιτήματος υπαγωγής στην διαδικασία ήδη από το προπαρασκευαστικό στάδιο και την παροχή στον Εισαγγελέα της δυνατότητας εκκίνησης της διαδικασίας με δική του πρωτοβουλία. Εντούτοις, η μεγάλη αύξηση των προτεινόμενων ποινών κινδυνεύει να καταστήσει λιγότερο ελκυστική της συγκεκριμένη εναλλακτική διαδικασία και να εκμηδενίσει την πρακτική της εφαρμογή.