Κρίσιμα σημεία:
• Η υπόθεση αφορούσε σε ένα πρώτο επίπεδο αντιδικία ανάμεσα σε μία εταιρεία προμήθειας ηλεκτρολογικού υλικού και εξοπλισμού και πελάτισσά της εταιρεία που δραστηριοποιούταν στον χώρο της κατασκευής φωτοβολταϊκών πάρκων. Για την προμήθεια ηλεκτρολογικού υλικού είχαν παραδοθεί στην προμηθεύτρια εταιρεία δύο επιταγές, οι οποίες όταν εμφανίστηκαν για πληρωμή στην τράπεζα, σφραγίστηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων στον λογαριασμό της πελάτισσας. Κατόπιν έκδοσης διαταγής πληρωμής επιβλήθηκε σε βάρος της πελάτισσας εταιρείας κατάσχεση εις χείρας των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, έναντι του οποίου η τελευταία είχε απαίτηση από επιστροφή φόρου.
• Ο ορθός χειρισμός της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα, μετά από αρκετούς δικαστικούς αγώνες, την είσπραξη της απαίτησής της προμηθεύτριας από το Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα από λογαριασμό που διατηρούσε το Δημόσιο σε πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα.
• Το Δημόσιο, αφενός, καθυστέρησε στην άσκηση της ανακοπής του και, αφετέρου, δεν προχώρησε στην υποβολή αίτησης αναστολής της εκτέλεσης, παρά το γεγονός ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα αυτή από τον νόμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένο στην εκτελεστική διαδικασία. Παράλληλα, η άσκηση πίεσης στην τράπεζα για την ταχεία απόδοση των χρημάτων είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της εκτέλεσης πριν το Δημόσιο προχωρήσει και σε άλλες ενέργειες για τη ματαίωσή της.
Ιστορικό
Ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο του ηλεκτρολογικού υλικού και εξοπλισμού προμήθευε πελάτισσά της έτερη ανώνυμη εταιρεία κατασκευής φωτοβολταϊκών πάρκων, η δε τελευταία της παρέδιδε μεταχρονολογημένες επιταγές αντί καταβολής του τιμήματος για την αγορά του εξοπλισμού. Μετά τη σφράγιση μίας επιταγής, η προμηθεύτρια προχώρησε στην έκδοση διαταγής πληρωμής και την επιβολή κατασχέσεων κατά της πελάτισσάς της και εις χείρας τόσο των τραπεζών όσο και του Ελληνικού Δημοσίου. Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. υπέβαλε δήλωση τρίτου, στην οποία ανέφερε ότι η εταιρεία κατασκευής των φωτοβολταϊκών είχε απαίτηση για επιστροφή ποσού ΦΠΑ, αλλά εκκρεμούσε προηγουμένως να διενεργηθεί φορολογικός έλεγχος. Ο αρμόδιος Ειρηνοδίκης πείστηκε ότι η ως άνω δήλωση είχε θετικό περιεχόμενο και προχώρησε στην έκδοση σχετικού απογράφου, δυνάμει του οποίου η προμηθεύτρια εταιρεία μπορούσε να επισπεύσει εκτέλεση κατά του Δημοσίου για την είσπραξη της απαίτησής της. Επιδόθηκαν, στη συνέχεια, κατασχετήρια σε όλες τις συστημικές εμπορικές τράπεζες, καθώς και στην Τράπεζα της Ελλάδος και μία εξ αυτών προέβη σε θετική δήλωση, αναφέροντας ότι υπάρχει κατάθεση του Ελληνικού Δημοσίου εις χείρας της που επαρκεί για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης, εξάρτησε όμως την καταβολή του ποσού από την παροχή σχετικής άδειας από το αρμόδιο Πρωτοδικείο. Κατόπιν, το Δημόσιο άσκησε ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, χωρίς, ωστόσο, να ζητήσει παράλληλα την αναστολή της εκτέλεσης που επισπευδόταν ήδη. Όταν πλέον εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου που επέτρεπε την ανάληψη του κατασχεμένου ποσού από τον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε το Δημόσιο, το τελευταίο άσκησε αίτηση ανάκλησης της απόφασης αυτής με αίτημα προσωρινής διαταγής, το οποίο, ωστόσο, απερρίφθη από το δικαστήριο, με συνέπεια η προμηθεύτρια εταιρεία να μπορέσει να αναλάβει το κατασχεμένο ποσό από την τράπεζα.
Στρατηγική
Τα σημεία κλειδιά για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης ήταν τα ακόλουθα:
• Το γεγονός ότι επιλέχθηκε να επιβληθεί κατάσχεση εις χείρας του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς, όπως προέκυψε, οι λογαριασμοί της πελάτισσας στα πιστωτικά ιδρύματα είχαν μηδενικό υπόλοιπο.
• Το πλέον κομβικό σημείο της υπόθεσης ήταν η απόφαση του αρμόδιου δικαστή ότι η δήλωση που είχε υποβάλει το Δημόσιο ήταν θετική, παρά την επιφύλαξη που είχε διατυπώσει η αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως προς τη διενέργεια μελλοντικού φορολογικού ελέγχου. Έτσι, ο δικαστής προχώρησε στην έκδοση απογράφου και ξεκίνησε η διαδικασία της εκτέλεσης κατά του Δημοσίου.
• Στη συνέχεια, μετά την επιβολή της κατάσχεσης και τη θετική δήλωση μίας εκ των τραπεζών, απαιτήθηκε η παροχή άδειας από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Όπως προβλέπεται, ωστόσο, στη νομολογία η σχετική αίτηση δεν είναι αναγκαίο να στραφεί και κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, εν προκειμένω του Δημοσίου, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να μην εμφανιστεί στη δίκη. Η επιγενόμενη αίτηση ανάκλησης του Δημοσίου δεν αποτελούσε το σωστό ένδικο βοήθημα που έπρεπε να ασκηθεί και απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.
• Το Δημόσιο κωλυσιέργησε και καθυστέρησε σημαντικά να ασκήσει την ανακοπή του κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, ενώ παράλληλα παρέλειψε να υποβάλει αίτηση αναστολής της εκτέλεσης που επισπευδόταν. Από την άλλη πλευρά, η προμηθεύτρια εταιρεία έδρασε άμεσα και κατόρθωσε να της αποδοθεί το κατασχεμένο ποσό.
Αποτέλεσμα
Η προμηθεύτρια εταιρεία, μετά την έκδοση της απόφασης που επέτρεπε την ανάληψη του κατασχεμένου ποσού από τον λογαριασμό που διατηρούσε σε αυτή το Δημόσιο, ήρθε σε επικοινωνία με την τράπεζα για την απόδοση του εν λόγω ποσού. Ωστόσο, η τράπεζα κωλυσιεργούσε με αποτέλεσμα να προλάβει το Δημόσιο να υποβάλει αίτηση ανάκλησης της απόφασης με την οποία παρείχετο η άδεια ανάληψης και στο πλαίσιο αυτής και αίτημα προσωρινής διαταγής. Ωστόσο, το εν λόγω αίτημα του Δημοσίου απορρίφθηκε από το δικαστήριο, καθώς η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορούσε κατά τη νομολογία να ανακληθεί, αλλά έπρεπε να έχει ασκηθεί σε βάρος της σχετικής απόφασης έφεση.
Σε συνέχεια της απόρριψης της προσωρινής διαταγής, η προμηθεύτρια προσπάθησε να επιταχύνει τη διαδικασία απόδοσης του ποσού, την οποία καθυστερούσε η τράπεζα. Έτσι, προετοιμάστηκε αίτηση για την έκδοση απογράφου αυτή τη φορά σε βάρος της τράπεζας, προκειμένου να κινηθεί πλέον διαδικασία εκτέλεσης κατ’ αυτής. Όταν η τράπεζα έλαβε γνώση ότι επίκειτο η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, αποδέσμευσε άμεσα το κατασχεμένο χρηματικό ποσό και το απέδωσε αυθημερόν στην προμηθεύτρια εταιρεία.
Συμπέρασμα
Τα παραδοσιακά αντικείμενα εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι η επιβολή κατάσχεσης είτε σε ακίνητα του οφειλέτη είτε και σε καταθέσεις που διατηρεί σε τραπεζικά ιδρύματα. Ωστόσο, συχνά υπερχρεωμένοι οφειλέτες δεν διαθέτουν τέτοια εμφανή περιουσιακά στοιχεία, με αποτέλεσμα να πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι εκτέλεσης για την ικανοποίηση της απαίτησης. Εν προκειμένω, η ικανοποίηση της απαίτησης της προμηθεύτριας επιτεύχθηκε από την κατάσχεση απαίτησης που διατηρούσε η οφειλέτριά της εταιρεία κατά της Δ.Ο.Υ. ως προς το ποσό της επιστροφής φόρου. Οι δικονομικοί χειρισμοί στην υπόθεση και παράλληλα οι αστοχίες της αντίδικης πλευράς είχαν ως αποτέλεσμα την απόδοση τελικά του κατασχεθέντος ποσού στην προμηθεύτρια εταιρεία.