Μάιος 2019
Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert
Αναδημοσίευση από Euro2day
Περίληψη: Είναι γεγονός ότι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν αρκετά τους Έλληνες πολίτες την τρέχουσα περίοδο είναι τα «κόκκινα» δάνεια και ειδικότερα η μετάβαση στην νέα πραγματικότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Στο παρόν σημείωμα γίνεται αναφορά σε δύο σημαντικές δικονομικές παραμέτρους της δικαστικής διαμάχης μεταξύ Εταιρειών Διαχείρισης και Δανειοληπτών.
Είναι γεγονός ότι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν αρκετά τους Έλληνες πολίτες την τρέχουσα περίοδο είναι τα «κόκκινα» δάνεια και ειδικότερα η μετάβαση στην νέα πραγματικότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Οι εταιρείες αυτές αποτελούν πλέον τους νέους διαχειριστές των «κόκκινων» δανείων και στο πλαίσιο των εξουσιών που έχουν αποκτήσει, έχουν ξεκινήσει είτε την δικαστική διεκδίκηση, είτε τις επαφές με τον οφειλέτη ώστε να εντοπίσουν τυχόν έδαφος συνεννόησης. Η ανάθεση της διαχείρισης επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους του νόμου (συγκεκριμένα του νόμου 4354/2015). Στην ανάθεση αυτή, η τράπεζα παραμένει κατ' όνομα δικαιούχος των δανείων (απαιτήσεων), όμως η εταιρεία διαχείρισης κατά κύριο λόγο τα διαχειρίζεται.
Στο πλαίσιο της δικαστικής διεκδίκησης δύο είναι τα θέματα που μέχρι σήμερα, συνήθως, τίθενται εντός των δικαστικών αιθουσών:
Α. Το πρώτο ζήτημα αφορά στην δυνατότητα που έχουν οι εταιρείες αυτές διαχείρισης να παρασταθούν σε δίκη που έχει ξεκινήσει ο δανειολήπτης, αμφισβητώντας π.χ. την εγκυρότητα του δανείου ή την εγκυρότητα της εγγύησης ή την εγκυρότητα ενός επιμέρους δανειακού όρου (που είναι πιθανόν καταχρηστικός βάσει νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτή) κοκ. Οι δίκες αυτές έχουν την ιδιαιτερότητα ότι ξεκινούν με πρωτοβουλία του δανειολήπτη και όχι της τράπεζας η οποία είναι αμυνόμενη. Στις περιπτώσεις αυτές λοιπόν, οι εταιρείες διαχείρισης που έχουν, στο μεταξύ, αναλάβει τα δάνεια έρχονται να υπερασπίσουν την θέση των τραπεζών, και να επιχειρηματολογήσουν περί της εγκυρότητας του δανειακού όρου ή της εγκυρότητας των χρεώσεων, της σύμβασης εγγύησης κοκ. Ωστόσο ο νόμος για τις εταιρείες διαχείρισης δεν έχει δώσει σε αυτές την δυνατότητα να παρίστανται στο δικαστήριο ως αμυνόμενες σε αυτού του είδους τις υποθέσεις. Αποτέλεσμα λοιπόν είναι αν αποπειραθούν να παρασταθούν αυτές στο δικαστήριο αντί της τράπεζας, το τελευταίο να θεωρήσει την παράσταση ως απαράδεκτη και άρα αυτομάτως να δεχτεί τους ισχυρισμούς του δανειολήπτη (με νομικούς όρους, αποτέλεσμα είναι να «ερημοδικαστεί» η τράπεζα). Αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει η αδημοσίευτη μέχρι σήμερα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπ’ αριθμ. 1596/2019 η οποία και απεφάνθη, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του αρ. 2 Ν4354/2015, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος να εγείρει κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνει σε κάθε άλλη διαδικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινεί παρίσταται ή συμμετέχει σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 ν. 4307/2014. Η νομιμοποίηση αυτή βάσει του Ν. 4354/2015 είναι περιορισμένη, υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει το σύνολο των δικών, αλλά περιορίζεται στις αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις. […] Συνεπώς όλες οι πράξεις που διενεργήθηκαν από την διαχειρίστρια εταιρεία …. είναι απαράδεκτες».
Στην επίμαχη υπόθεση ο εγγυητής σε σύμβαση δανείου άσκησε αγωγή κατά της τράπεζας, σε χρόνο προγενέστερο της ανάθεσης διαχείρισης του δανείου σε τρίτη εταιρεία, με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβαση εγγύησης που είχε παράσχει. Στο μεταξύ όμως, και μετά την άσκηση της αγωγής, η διαχείριση του επίμαχου δανείου ανατέθηκε σε εταιρεία του νόμου 4354/2015 και η τελευταία ήταν που παραστάθηκε στην θέση της τράπεζας ενώπιον του δικαστηρίου. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απεφάνθη ότι τέτοια παράσταση δεν είναι νόμιμη καθότι αν και η διαχείριση του επίμαχου δανείου ανατέθηκε στην εν λόγω εταιρεία, για την συγκεκριμένη υπόθεση έπρεπε να παρασταθεί η ίδια η τράπεζα και όχι η εταιρεία διαχείρισης. Τούτο κυρίως καθότι η τράπεζα ήταν αμυνόμενη και όχι επιτιθέμενη. Επομένως έκρινε κατά τούτο βάσιμη την αγωγή του εγγυητή και την σύμβαση εγγύησης άκυρη λόγω μη νομότυπης παράστασης της αντίδικης πλευράς, δηλ. εν προκειμένω της τράπεζας.
B. Ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται αρκετές φορές, είναι η δυνατότητα της τράπεζας, η οποία έχει ήδη αναθέσει την διαχείριση του δανείου σε εταιρεία διαχείρισης, να ασκεί και η ίδια ένδικα βοηθήματα (αγωγές κτλ.) κατά του δανειολήπτη. Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι το εξής: όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει αναθέσει την διαχείριση του δανείου σε μια εταιρεία διαχείρισης, διατηρεί παράλληλα το δικαίωμα να ασκεί το ίδιο αγωγές ή το χάνει τελείως χάριν της εταιρείας διαχείρισης η οποία και μόνο αυτή δικαιούται να φέρει τον δανειολήπτη εντός των δικαστικών αιθουσών. Στην περίπτωση αυτή, σε αντίθετη με την παραπάνω Α. περίπτωση, η τράπεζα είναι επιτιθέμενη και όχι αμυνόμενη. Το ερώτημα έχει ανακύψει στην πράξη καθότι την περίοδο αυτή που έχει «περάσει» μεγάλος όγκος δανείων σε εταιρείες διαχείρισης, τα πιστωτικά ιδρύματα σε ορισμένες περιπτώσεις θέλοντας λ.χ. να προλάβουν προθεσμίες, βιάστηκαν να ασκήσουν τα ίδια αγωγές (λ.χ. διάρρηξης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων κοκ). Για παράδειγμα: ενώ τον Οκτώβριο του 2018 αποστέλλεται σε δανειολήπτη επιστολή ενημέρωσης ανάθεσης διαχείρισης του δανείου του σε εταιρεία διαχείρισης, τον Δεκέμβριο του 2018 το πιστωτικό ίδρυμα, και όχι η εταιρεία διαχείρισης, ασκεί αγωγή διάρρηξης ισχυριζόμενο ότι ο οφειλέτης του μεταβίβασε καταδολιευτικά ακίνητό του σε τέκνο του. Το ερώτημα που ζητείται να απαντήσει το δικαστήριο είναι το εξής: συνεχίζει το πιστωτικό ίδρυμα να δικαιούται να ασκήσει την αγωγή ή μόνο η εταιρεία διαχείρισης πλέον έχει αυτή τη δυνατότητα; (με νομικούς όρους, η νομιμοποίηση του μη υπόχρεου δικαιούχου είναι αποκλειστική ή συντρέχουσα;). Εφόσον γίνει δεκτό ότι μόνο η εταιρεία διαχείρισης δικαιούται να ασκήσει την αγωγή, τότε η ασκηθείσα από την τράπεζα αγωγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και άρα σε περίπτωση π.χ. παρέλευσης τυχόν προθεσμιών, το δικαίωμα της τράπεζας θα έχει στο μεταξύ χαθεί («παραγραφεί») χωρίς δυνατότητα επανάσκησης.
Καταλήγοντας, πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλά είναι τα ζητήματα που θα τεθούν ενώπιον των δικαστηρίων μας σε σχέση με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, οι απαντήσεις όμως θα αργήσουν να παγιωθούν. Γι΄αυτό τον λόγο θα πρέπει και οι δύο πλευρές, δανειολήπτες και δανειστές, να προχωρούν προσεκτικά υπολογίζοντας και τον αστάθμητο παράγοντα της δικαστικής απόφασης, ο οποίος ενίοτε βοηθάει στην συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.