Legal Insight
Μάιος 2021
Του Γιώργου Ψαράκη, ΜΔΕ, LL.M., PgCert
(αναδημοσίευση από www.agronews.gr)
Περίληψη: Με το παρόν σημείωμα παρέχεται νομική πληροφόρηση για τις τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά στα «κόκκινα» δάνεια της ΑΤΕ ΥΕΕ (Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος υπό Ειδική Εκκαθάριση).
1. Εισαγωγή
Με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος το 2016 (ΕΠΑΘ 182/1/4.4.2016) όλα τα πιστωτικά ιδρύματα υπό ειδική εκκαθάριση –«ΥΕΕ»- πέρασαν στον έλεγχο της ανώνυμης εταιρείας «PQH Ενιαία Ειδική Εκκαθάριση Α.Ε.» η οποία αποτελεί μια κοινοπραξία των εταιρειών PwC Business Solutions Α.Ε., Qualco Α.Ε. και Hoist Kredit Aktiebolag. Μέσα σε αυτά τα ιδρύματα ήταν και η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. υπό ειδική εκκαθάριση. Για τα «κόκκινα» δάνεια της ΑΤΕ έχουν γραφτεί αρκετά και αντίστοιχα αρκετές είναι οι δημοσιευθείσες δικαστικές αποφάσεις. Τα εν λόγω ζητήματα ωστόσο συνεχίζουν να προβληματίζουν τους δανειολήπτες –κυρίως αγροτικές επιχειρήσεις- καθότι ελλείψει μιας ενιαίας, σαφούς και «καθαρής» πολιτικής, οι λύσεις αναγκαστικά μέχρι σήμερα δίνονται εντός των δικαστικών αιθουσών.
2. Υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης με την ΑΤΕ ΥΕΕ;
Ήδη από τις αρχές του 2015 έχει τεθεί σε εφαρμογή ο Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών του Νόμου 4224/2013. Αντικείμενο του Κώδικα είναι η υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων στις μεταξύ της τράπεζας και του δανειολήπτη διαπραγματεύσεις για την διευθέτηση των δανειακών οφειλών. Συγκεκριμένα στις Γενικές Αρχές του Κώδικα προβλέπεται «Με τον κώδικα θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων σε καθυστέρηση με τελικό σκοπό, την επιλογή της καταλληλότερης λύσης, κατόπιν της ανά περίπτωση αξιολόγησης». Με την απόφαση 221/2/17.3.2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος («ΕΠΑΘ») ορίστηκε πλέον ρητώς ότι τα υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, συνεπώς και η ΑΤΕ ΥΕΕ, εφαρμόζουν τον Κώδικα. Ήδη έχει περάσει η σχετική πρόβλεψη και στην ΕΠΑΘ 221/17.3.2017 όπου αναφέρεται: «Ο ειδικός εκκαθαριστής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον οφειλέτη και τους εγγυητές με καλή πίστη και με χρήση του Κώδικα Δεοντολογίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση ΕΠΑΘ 221/2/17.3.2017».
Ειδικότερα, υπάρχει υποχρέωση έναρξης της διαδικασίας με πρωτοβουλία της ΑΤΕ ΥΕΕ μόνο στα δάνεια εκείνα που δεν έχουν καταγγελθεί μέχρι την 1.1.2017, ενώ για τα ήδη καταγγελμένα, μπορεί ο δανειολήπτης να προκαλέσει την εφαρμογή του Κώδικα αποστέλλοντας οικειοθελώς στην ΑΤΕ ΥΕΕ τα προβλεπόμενα οικονομικά του στοιχεία. Η πρακτική σημασία της ως άνω απόφασης, συνίσταται στο γεγονός ότι η ΑΤΕ ΥΕΕ δεν μπορεί πλέον να προχωρήσει σε καταγγελία δανείων, χωρίς προηγουμένως να αποστείλει στον υπερήμερο δανειολήπτη την 1η επιστολή του Κώδικα, με την οποία θα τον ενημερώνει για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και την υποχρέωσή του να υποβάλει μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες τα οικονομικά του στοιχεία. Συνοπτικά η ΑΤΕ ΥΕΕ, θα πρέπει, αφού παραλάβει και αξιολογήσει τα οικονομικά στοιχεία του δανειολήπτη, να καταθέσει γραπτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών, στην οποία ο δανειολήπτης θα έχει δικαίωμα να καταθέσει δική του αντιπρόταση. Στην αντιπρόταση αυτή, η ΑΤΕ ΥΕΕ υποχρεούται να απαντήσει με 2η πρόταση ρύθμισης. Μόνο κατόπιν της διαδικασίας αυτής και της μη ευόδωσης του συμβιβασμού (κατάρτισης συμφωνίας ρύθμισης), δύναται η ΑΤΕ ΥΕΕ να προβεί σε καταγγελία του δανείου και δικαστική διεκδίκηση της απαίτησής της. Τούτο όμως, μόνο εφόσον η άρνηση αποδοχής της αντιπρότασης του δανειολήπτη είναι δικαιολογημένη με βάση τα υποβληθέντα οικονομικά στοιχεία· σε αντίθετη περίπτωση, αναιτιολόγητης δηλ. απόρριψης, τυχόν καταγγελία μπορεί να προσβληθεί ως καταχρηστική.
Για τις δυνατότητες ρύθμισης των απαιτήσεων της ΑΤΕ ΥΕΕ κάνει λόγο η 221/3/17.3.2017 απόφαση της ΕΠΑΘ. Στις συμφωνίες ρύθμισης που μπορεί ο ειδικός εκκαθαριστής (PQH) να συνάψει, περιλαμβάνονται ενδεικτικά η παράταση του χρόνου αποπληρωμής, η χορήγηση περιόδου χάριτος, η συμφωνία περιοδικών πληρωμών, η μεταβολή επιτοκίου και η έκπτωση τόκων και εξόδων απαίτησης από δάνεια σε προσωρινή ή οριστική καθυστέρηση. Για την επιλογή κάθε κατάλληλης λύσης ρύθμισης, ορίζονται ρητώς ορισμένα στοιχεία τα οποία ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να λάβει υπόψη του όταν ενεργεί χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, για ρυθμίσεις δηλαδή οφειλών έως 250.000€. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε τα εξής: η περίοδος χάριτος ως προς την καταβολή κεφαλαίου της οφειλής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 μήνες, ρυθμίσεις που παρέχουν την ευχέρεια μεταφοράς μέρους του οφειλόμενου κεφαλαίου στη χρονική λήξη της σύμβασης (balloon payment) είναι δυνατές μόνο όταν υπάρχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις, η χρονική διάρκεια της ρύθμισης είναι δυνατό να παρατείνεται για διάστημα μέχρι 10 έτη για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και μέχρι 20 έτη για τα στεγαστικά, η μετατροπή αλληλόχρεων λογαριασμών σε δάνεια τακτής λήξης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ρύθμιση σε βάθος το μέγιστο 10 ετών, η απομείωση της συνολικής απαίτησης είναι δυνατή μόνο κατά το μέρος που αφορά σε εξωλογιστικούς τόκους κτλ. Προβλέπεται όμως, ότι με την σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων της Τράπεζας της Ελλάδος είναι δυνατή η σύναψη μιας ρύθμισης όπου οι όροι αυτής αποκλίνουν από τους ως άνω περιορισμούς (π.χ. αποπληρωμή επιχειρηματικού δανείου σε 20 έτη, διαγραφή μέρους του κεφαλαίου κ.ά.), αρκεί να υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση από τον ειδικό εκκαθαριστή ότι η εν λόγω συμφωνία οδηγεί σε επωφελή και βιώσιμα αποτελέσματα.
3. Ειδικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας οφειλετών
Το παραπάνω πλαίσιο ρυθμίσεων και συμβιβασμών δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν υφίσταται ειδικό νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης/διευθέτησης της οφειλής. Αυτό γίνεται λ.χ. στην περίπτωση εφαρμογής του νέου Πτωχευτικού Νόμου (εξωδικαστικός μηχανικός, πτώχευση, εξυγίανση), του ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τα δάνεια εγγύησης Δημοσίου ή ειδικότερων κατηγοριών δανείων που υπάγονται υποχρεωτικώς σε ρύθμιση βάσει κανονιστικών διατάξεων (βλ. λ.χ. ν. 3816/2010 ν. 4224/2013, ν. 4161/2013). Εξάλλου, ήδη για τα δάνεια της ΑΤΕ υπό εκκαθάριση σε αγρότες, βάσει του άρθρου 70 παρ. 2 εδ. γ νόμου 4235/2014 προβλέπονται τα εξής: «Σε κάθε περίπτωση όμως, το ύψος του συνόλου των καταβληθέντων ποσών (όσων έχουν ήδη καταβληθεί και όσων θα καταβληθούν) δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 120% του κεφαλαίου του δανείου, εφόσον το σύνολο των ως άνω πάσης φύσεως απαιτήσεων της Τράπεζας, οι οποίες απορρέουν από το δάνειο, δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, ενώ περιορίζεται στο διπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου του δανείου, αν το σύνολο αυτών είναι ανώτερο του διπλάσιου, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου». Επομένως, το ύψος των συνολικώς καταβληθέντων από τον δανειολήπτη αγρότη (και όσων έχουν ήδη αλλά και όσων θα καταβληθούν) δεν μπορεί να ξεπεράσει τις περισσότερες φορές το 120% των χορηγήσεων, στο πλαίσιο της εκάστοτε σύμβασης. Πρόσφατα ωστόσο εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 2232/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία και απέρριψε σχετικό ισχυρισμό με την ιδιαίτερη προβληματική αιτιολογία ότι ο εν λόγω νόμος αφορά μόνο δάνεια και όχι πιστώσεις μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού. Σε κάθε περίπτωση έγινε αποδεκτή εμμέσως η εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση των τοκοχρεωλυτικών δανείων.
4. Ποιες οι δυνατότητες δικαστικής αμφισβήτησης της οφειλής;
Δεν είναι λίγες οι φορές, ωστόσο, που οι δανειακές συμβάσεις βάσει των οποίων η ATE ΥΕΕ διεκδικεί τις απαιτήσεις της, βρίθουν πλημμελειών και καταχρηστικών - άκυρων όρων. Επίσης, αρκετές φορές θα τίθεται και ζήτημα εφαρμογής του ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τα «πανωτόκια». Τέλος, υπάρχουν και πολλά άλλα νομοθετήματα τα οποία προστατεύουν τους τραπεζικούς οφειλέτες και τα οποία εφαρμόζονται και όσον αφορά στα δάνεια των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ΥΕΕ. Ειδικότερα:
Α. Πλημμέλειες στην Δανειακή Σύμβαση– Καταχρηστικοί Όροι – Άκυροι όροι
Οι νομικές πλημμέλειες και καταχρηστικοί όροι που μπορούν να εντοπιστούν σε μια δανειακή σύμβαση είναι αρκετές και οφείλονται είτε σε εκούσια επιλογή του πιστωτικού ιδρύματος, είτε σε αμέλεια των υπαλλήλων του. Για παράδειγμα έχει τύχει υπόθεση όπου ελλείψει συμφωνίας σε ουσιώδες στοιχείο αυτής και δη στο ύψος του επιτοκίου φέρεται αυτή να μην είναι καταρτισμένη. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο αρμόδιος υπάλληλος της ΑΤΕ δεν είχε μεριμνήσει να εγγραφεί στην δανειακή σύμβαση το ποσοστό του επιτοκίου (βάσης και διαφοράς). Στην περίπτωση αυτή, όχι μόνο δεν είναι δυνατή η δικαστική διεκδίκηση οιασδήποτε φερόμενης οφειλής με την διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει καν συμφωνία λόγω έλλειψης σύμπτωσης των δηλώσεων βουλήσεως σε ουσιώδες στοιχείο.
Επίσης, έχουμε τονίσει και σε παλαιότερο ενημερωτικό μας σημείωμα ότι όρος που επιτρέπει την αναπροσαρμογή του επιτοκίου με βάση «την μεταβολή των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών» ή «του κόστους του χρήματος» δεν είναι σαφής και διαφανής. Το ίδιο ισχύει για διατυπώσεις που εξαρτούν την αναπροσαρμογή από «τις μεταβολές του επιτοκίου αναφοράς» ή από «τις μεταβολές του κόστους χρήματος» ή «της γενικότερης επιτοκιακής στάθμης». Εξάλλου, με την Πράξη Διοικητού Τραπέζης Ελλάδος 2501/2002 περί «ενημέρωσης συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» προβλέφθηκε ότι η ελάχιστη εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων υποχρέωση για συναλλαγές χορηγήσεων αφορά και «….σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως λ.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)».
Έχει παρατηρηθεί ότι η ΑΤΕ, λίγα μόλις χρόνια πριν την περιέλευσή της σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και τη διατήρηση μόνο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιό της, εφάρμοσε κατά κόρον καταχρηστικούς όρους στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η αλλαγή του όρου αναπροσαρμογής παρατίθεται σχετικό παράδειγμα από δανειακή σύμβαση της ΑΤΕ πριν και μετά την τροποποίηση:
Πριν την τροποποίηση
«Το δάνειο συνομολογείται έντοκο με κυμαινόμενο επιτόκιο (συνολικό ή συμβατικό επιτόκιο), ίσο με 5.61% (που αποτελείται από άθροισμα του Επιτοκίου Αναφοράς που σήμερα ανέρχεται σε 0,71% και προσαύξησης περιθωρίου 4,90%) πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75, που σήμερα ανέρχεται σε 0,60%. Το Επιτόκιο Αναφοράς, το οποίο συμφωνείται ότι θα εφαρμόζεται στην παρούσα, και του οποίου ο ορισμός παρατίθεται κατωτέρω, είναι το Επιτόκιο Euribor περιόδου επιτοκίου».
Μετά την τροποποίηση
«Το δάνειο επιβαρύνεται από την υπογραφή της παρούσας με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο 6,55%, πλέον των τυχόν επιβαλλόμενων εκάστοτε εκ του Νόμου ισχυουσών εισφορών (σήμερα εισφορά του Ν. 128/75, που ανέρχεται σε ποσοστό 0,60%). Το συνολικό ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο αποτελείται από το βασικό επιτόκιο, που ισχύει για την συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοδότησης, 6.55% και το περιθώριο προσαύξησης. […] Η Τράπεζα, αφού αξιολογήσει εκ νέου τα παραπάνω στοιχεία, δικαιούται να αυξήσει ή να μειώσει μονομερώς το περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου. […] Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα περιοδικής αναπροσαρμογής του βασικού επιτοκίου χωρίς τη σύμπραξη του Πιστούχου. Η αναπροσαρμογή του επιτοκίου θα γίνεται κάθε φορά από την Τράπεζα, αφού λάβει υπόψη της και σταθμίσει το κόστος του χρήματος…».
Κατά αυτό τον τρόπο, η εν λόγω τράπεζα είχε την ευχέρεια επιβολής ιδιαιτέρως αυξημένων επιτοκίων, σε μια προσπάθεια, ως φαίνεται, μεγιστοποίησης των εσόδων της λίγους μήνες πριν την θέση της σε ειδική εκκαθάριση. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε δάνειο όπου αναφερόμενο στη σύμβαση ήταν ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο ύψους 8%, έφτασε να εφαρμόζεται, ύστερα από μονομερείς αναπροσαρμογές βάσει του ως άνω καταχρηστικού όρου, που ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ο δανειολήπτης, επιτόκιο 15% και 16%. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε περίπτωση υπερημερίας του δανειολήπτη, στο συμβατικό επιτόκιο προστίθεται το επιτόκιο υπερημερίας 2,5% (το οποίο είναι το μέγιστο που μπορεί να εφαρμόσει το πιστωτικό ίδρυμα και αυτό που στην πράξη πάντα εφαρμόζει - ΠΔ/ΤΕ 2393/1996), γίνεται αντιληπτό ότι η οφειλή δύναται να αγγίξει σε σύντομο χρονικό διάστημα δυσθεώρητα μεγέθη. Πρόσφατα λ.χ. κρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3312/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για δάνειο της ΑΤΕ ΥΕΕ που χειριστήκαμε, ότι ένας αντίστοιχος όρος καθορισμού επιτοκίου είναι καταχρηστικός και άρα άκυρος: "Ο όρος αυτός κρίνεται άκυρος ως καταχρηστικός, αφενός κατά το μέρος της πρόβλεψης μη εύλογων κριτηρίων για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος επιτοκίου, καθόσον από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι αρκεί η απόφαση της Τράπεζας, προς τούτο, λαμβανόμενη χωρίς την επίδραση εκ των προτέρων προβλεπόμενων εύλογων κριτηρίων μεταβολής του συμβατικού επιτοκίου, όπως ο "κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου", "γενικότερος προϊοντικός κίνδυνος", "συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού", συνδυαζόμενων πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ως έδει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη Ι6)".
Β. Ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για τα «πανωτόκια»
Παράλληλα, λόγω της, συνήθως, παλαιότητας των εν λόγω πιστωτικών συμβάσεων, πολλές φορές τίθενται ζητήματα επαναϋπολογισμού της οφειλής βάσει των νομοθετικών διατάξεων για τα «πανωτόκια». Βάσει του ισχύοντος άρθρου 39 παρ. 5 Νόμου 3259/2004, το συνολικό ύψος της οφειλής δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου. Οι ρυθμίσεις του νόμου 3259/2004 «συνίστανται σε γενικές γραμμές στον περιορισμό της συνολικής οφειλής στο διπλάσιο ή τριπλάσιο (για αγρότες) του καταβληθέντος κεφαλαίου και την αφαίρεση από το ποσό αυτό των καταβολών που έχουν ήδη γίνει» και «…ο περιορισμός της συνολικής οφειλής … καταλαμβάνει όχι μόνο ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές, αλλά και οφειλές από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων οι οποίες συνάπτονται μετά την ισχύ του πιο πάνω άρθρου 39…». Για όλα, δηλαδή, τα δάνεια, ανεξαρτήτως του χρόνου συνομολόγησης αυτών, θεσπίστηκε ανώτατο όριο της συνολικής ληξιπρόθεσμης οφειλής, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο, ή κατά περίπτωση διπλάσιο, του χορηγηθέντος κεφαλαίου, από το οποίο, στη συνέχεια, αφαιρούνται όλες οι καταβολές, όχι μόνο αυτές που έγιναν μέχρι τις 4.8.2004, αλλά και οι μετέπειτα. Κατά δε το ποσό που η οφειλή υπερβαίνει τα πολλαπλάσια αυτά, θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα.
Σκοπός της διάταξης του άρθρου 39 του νόμου 3259/2004 αποτελεί η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος που είχε ανακύψει λόγω της υπέρμετρης επιβάρυνσης των οφειλετών από πολλαπλάσια χρέη σε σχέση με την αρχική τους οφειλή, εξαιτίας του συνδυασμού υψηλών επιτοκίων και συχνότητας ανατοκισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Άρα η οφειλή ενός αγρότη ή μιας αγροτικής επιχείρησης (ως αγρότες δε, θεωρούνται όχι μόνο τα φυσικά πρόσωπα αλλά και τα νομικά πρόσωπα, που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, άρα τόσο οι προσωπικές, όσο και οι κεφαλαιουχικές εταιρείες ή οι αγροτικοί συνεταιρισμοί κλπ. - Ολομέλεια Άρειου Πάγου 4/2014) δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του καταβληθέντος κεφαλαίου με την αφαίρεση από το ποσό αυτό των καταβολών που έχουν ήδη γίνει.
Ειδικότερη δε αναφορά πρέπει να γίνει στους ισχυρισμούς που συνήθως προβάλλονται από την ΑΤΕ ΥΕΕ ότι δηλ. οι συμβάσεις πίστωσης είχαν την μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι δανειακής σύμβασης. Τούτο εντόνως προσπαθεί να υποστηρίξει η ΑΤΕ εντός δικαστικών αιθουσών με σκοπό να επηρεάσει τον καθορισμό του ανώτατου ποσού βάσει του νόμου του 2004: το διπλάσιο σε περίπτωση απλής δανειακής σύμβασης υπολογίζεται επί των καταβληθέντων ποσών από την ΑΤΕ, ενώ στην περίπτωση της πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού επί του ποσού που οφειλόταν κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης∙ η διαφορά μπορεί να είναι ως εκ τούτου αρκετά μεγάλη μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Ήδη πλήθος δικαστικών αποφάσεων δικαστηρίων μας έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες συμβάσεις της ΑΤΕ τις περισσότερες φορές δεν αποτελούν συμβάσεις πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά απλές δανειακές συμβάσεις. (ειδικότερα, λ.χ. η υπ’ αριθμ. 2632/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι «οι σχετικές συμβάσεις πίστωσης αποτελούσαν δανειακές συμβάσεις και όχι συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχε δοθεί σε αυτές από τα συμβαλλόμενα μέρη, καθόσον, δεν προβλέπεται ότι οι σχετικές χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλεια τους και η αξίωση της εναγόμενης τράπεζας θα γεννάται από το προκύπτον κατάλοιπο, ο δε αναφερόμενος σε αυτές ανοικτός τρεχούμενος λογαριασμός για την παρακολούθηση των δανείων σε υπομερίδα του οφειλέτη έχει την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, αφού η τήρηση λογαριασμού που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες, οι παροχές του ενός μέρους αποτελούν καταβολές απέναντι στις εκ των παροχών του άλλου απαιτήσεις, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, δεν αποτελεί αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά έχει χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού»∙ τα ως άνω επαναλαμβάνει και η υπ’ αριθμ. 10/2019 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως και πολλές άλλες αποφάσεις. Μόλις πρόσφατα, δε, ο Άρειος Πάγος, στην υπ’ αριθμ. 97/2020 απόφασή του επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 4839/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που είχε κρίνει τα ως άνω επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμβάσεων ως δανειακών).
Σε όσα, δε, ισχυρίζεται συνήθως η ΑΤΕ ΥΕΕ ότι δήθεν όφειλαν οι δανειολήπτες να υποβάλλουν αίτηση για να εφαρμοστεί ο νόμος 3259/2004, θα πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή του εν λόγω νόμου λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως αίτησης του δανειολήπτη (βλ. σχετική απόφαση Αρείου Πάγου: «Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα»). Η διαγραφή των ποσών δηλ. είναι αυτόματη και επέρχεται εφόσον η οφειλή ξεπεράσει το εκάστοτε όριο.
Γ. Ζητήματα Παραγραφής
Συμβαίνει αρκετά συχνά στην περίπτωση των δανείων της ΑΤΕ ΥΕΕ, να τίθενται ζητήματα παραγραφής. Τούτο διότι οι παλαιότερες ιδίως ρυθμίσεις γινόντουσαν υπό τη μορφή τοκοχρεωλυτικών δανείων (συγκέντρωνε η ΑΤΕ όλες τις παλαιότερες οφειλές και υπέγραφε μια σύμβαση «ρύθμισης» με τον δανειολήπτη, βάσει της οποίας η οφειλή συμφωνούνταν να εξοφληθεί σε επιμέρους – ετήσιες ή μηνιαίες- τοκοχρεωλυτικές δόσεις). Η παραγραφή όμως της κάθε δόσης του τοκοχρεωλυτικού δανείου δεν είναι 20ετής, όπως συμβαίνει με την παραγραφή γενικά της απαίτησης εκ του δανείου, αλλά 5ετής. Μόνο μετά την καταγγελία του δανείου η παραγραφή καθίσταται 20ετής. Συμβαίνει όμως το εξής παράδοξο με τα δάνεια της ΑΤΕ: ενίοτε λόγω του φόρτου εργασίας του πιστωτικού ιδρύματος ΥΕΕ δεν ασκείται έγκαιρα το εν λόγω δικαίωμα καταγγελίας και ενίοτε οι σχετικές συμβάσεις δεν έχουν καν ρήτρα που να αναγνωρίζει το δικαίωμα στην τράπεζα να καταγγείλει. Μια τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, που δεν είχε προβλεφθεί αντίστοιχη ρήτρα καταγγελίας εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, ήταν και αυτή των ρυθμίσεων πραγματοποιήθηκαν επί τη βάσει των προϋποθέσεων που έθετε η υπ’ αριθμ. 4216/Β/269/07.02.2001 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών περί ρύθμισης οφειλών κτηνοτροφικών - πτηνοτροφικών επιχειρήσεων για την εξυγίανσή τους. Στις συμβάσεις αυτές δεν υπήρχε κάποια πρόβλεψη για καταγγελία του δανείου παρά μόνο για υποχρέωση καταβολής των επιμέρους ετήσιων τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Η δε ρύθμιση παλαιότερου νόμου για επέκταση της παραγραφής όλων των απαιτήσεων της ΑΤΕ στα 20 έτη έχει ήδη κριθεί αντισυνταγματική.
4. Τελικές παρατηρήσεις
Τελικά, επομένως, όσον αφορά στα δάνεια της ΑΤΕ ΥΕΕ ίσως απαιτηθεί η επίλυση της διαφοράς μέσω προσφυγής στη δικαιοσύνη. Τα Πιστωτικά Ιδρύματα ΥΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΕ ΥΕΕ, δυσχερώς θα δεχθούν την ύπαρξη παράνομων χρεώσεων, καταχρηστικών όρων ή ακόμα και την εφαρμογή του ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τα «πανωτόκια», επικαλούμενα λ.χ. την έλλειψη της καταναλωτικής ιδιότητας εκ μέρους του πιστολήπτη, την έλλειψη της αγροτικής ιδιότητας όσον αφορά την ως άνω εφαρμογή του νόμου 4235/2014 κτλ.. Μάλιστα η διακριτική ευχέρεια του ειδικού διαχειριστή (PQH) για την κατάρτιση συμβιβασμών, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι περιορισμένη σε σχέση με τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων εν λειτουργία, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμα πιο δυσχερής ένας επωφελής συμβιβασμός μεταξύ δανειολήπτη, που εγείρει βάσιμες ενστάσεις περί της οφειλής, και πιστωτικού ιδρύματος.