Legal Insight
Οκτώβριος 2021
Γιάννης Ψαράκης, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου – ΜΔΕ Φορολογικού Δικαίου – ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου
(Αναδημοσίευση από epixeiro.gr)
Εισαγωγικά – λίγα λόγια χάριν κατανόησης
Σε προηγούμενο άρθρο μας (βλ. εδώ) περιγράψαμε την έννοια του κινδύνου σύγχυσης, εκθέσαμε τα βασικά κριτήρια βάσει των οποίων αυτός διαγιγνώσκεται και εξηγήσαμε τους λόγους για τους οποίους είναι πολύ συνηθισμένο κάποιος μη ειδικός να θεωρεί – ειλικρινά και ευλόγως – ότι κίνδυνος σύγχυσης δεν συντρέχει, πλην όμως αυτή του η εντύπωση να είναι εσφαλμένη. Κλείνοντας, αναφέραμε ότι βασική αιτία για την οποία αυτό μπορεί να συμβαίνει είναι ότι στον κίνδυνο σύγχυσης – δηλαδή σε εκείνο που οφείλουν οι τρίτοι να αποφεύγουν – «εμφυτεύεται» νομοθετικά και μια άλλη έννοια η οποία επεκτείνει το προστατευτικό βεληνεκές του σηματούχου: εκείνη του «κινδύνου συσχέτισης».
Με πιο απλά λόγια, εάν επιθυμούμε να κυκλοφορήσουμε ένα προϊόν υπό μια ένδειξη, θα πρέπει να επιδεικνύουμε ιδιαίτερη προσοχή όχι μόνο στο ενδεχόμενο το καταναλωτικό κοινό (τουλάχιστον μη ασήμαντο μέρος του, όπως απαιτεί η νομολογία – ως νομολογία εννοούμε τις αποφάσεις των δικαστηρίων) να θεωρήσει ότι τα διακρινόμενα αγαθά προέρχονται από μια άλλη επιχείρηση με την ένδειξη της οποίας θα ομοιάζει η ένδειξή μας (κίνδυνος σύγχυσης), αλλά ακόμα και στο ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι οι ενδείξεις ανήκουν μεν σε διαφορετικές επιχειρήσεις, πλην όμως οι οποίες τελούν υπό ορισμένο σύνδεσμο (π.χ. οργανωτικό ή οικονομικό – κίνδυνος συσχέτισης).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, λοιπόν, κάνουμε λόγο για κίνδυνο συσχέτισης (likelihood of association), μια – για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό – υποκατηγορία του κινδύνου σύγχυσης. Η νομοθεσία περί του εμπορικού σήματος προστατεύει τον προγενέστερο δικαιούχο και από αυτό το ενδεχόμενο.
Για παράδειγμα, πολύ συχνή μνεία του κινδύνου συσχέτισης συναντούμε στις υποθέσεις αντιδικίας της Polo Ralph Lauren, κυρίως με εισαγωγείς που εμπορεύονται - ιδίως - είδη ένδυσης τα οποία φέρουν ενδείξεις που παραπέμπουν στο άθλημα του polo με άλογα, ή πολλές φορές απεικονίζουν και απλώς άλογα με αναβάτη. Στις περιπτώσεις εκείνες, η κρίση των Δικαστηρίων αλλά και των τμημάτων του EUIPO (European Union Intellectual Property Office - Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι ότι ακόμα και αν ο καταναλωτής δεν θεωρήσει ότι ο εισαγωγέας εμπορεύεται αγαθά που προέρχονται από την Polo Ralph Lauren (άρα δεν θα υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, με την στενή του όρου έννοια), ενδέχεται να θεωρήσει ότι – λόγω ακριβώς αυτής της έστω και νεφελώδους συνάφειας μεταξύ των δύο ενδείξεων – υπάρχει κάποια σχέση συνεργασίας μεταξύ της Polo Ralph Lauren και της επιχείρησης που κατασκευάζει τα συγκεκριμένα αγαθά. Ειδικότερα, η φράση την οποία συναντούμε συχνά στις δικαστικές αποφάσεις αλλά και στις αποφάσεις του EUIPO είναι η εξής: «[…] it is considered that the relevant public might be led to believe that the identical goods come from the same or economically-linked undertakings». Με τον τρόπο αυτό είναι πιο ευχερές να παρασχεθεί προστασία˙ αυτή παρέχεται ακόμα και αν δεν εντοπίζεται κίνδυνος σύγχυσης, αρκεί που εντοπίζεται, απλά, κίνδυνος συσχέτισης.
Μια παρένθεση εδώ είναι αναγκαία: σε περιπτώσεις όπως εκείνη της Polo Ralph Lauren, θα μιλάμε συνήθως για σήματα «φήμης»˙ σε επικείμενη αρθρογραφία μας θα παρουσιάσουμε την κρίσιμη αυτή έννοια. Εκείνο το οποίο προς το παρόν μπορούμε να κρατήσουμε είναι το εξής: στα σήματα φήμης ο χώρος προστασίας διαμορφώνεται ακόμα ευρύτερος. Προκειμένου όμως να παρασχεθεί αυτή η προστασία, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πρόκειται πράγματι για σήμα φήμης. Αυτό βέβαια προϋποθέτει προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, εξέτασή τους και αξιολόγηση από το Δικαστήριο ή την αρμόδια Αρχή (π.χ. το τμήμα ανακοπών του EUIPO). Επειδή λοιπόν η κρίση ότι πρόκειται για σήμα φήμης απαιτεί επιπλέον κόπο και δημιουργεί περαιτέρω λόγους προσφυγής κατά της απόφασης η οποία θα κρίνει βάσει σήματος «φήμης» (π.χ. η άλλη πλευρά θα μπορεί να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για σήμα «φήμης» και άρα δεν δικαιούται της αντίστοιχης ευρύτερης προστασίας), οι κρίνοντες, ακόμα και σε περιπτώσεις σήματος φήμης – εφόσον βεβαίως εντοπίζεται κίνδυνος συσχέτισης - συνηθίζουν να διατυπώνουν ένα σκεπτικό που συνοψίζεται εν πολλοίς στην εξής φράση: «δεν εξετάζω αν είναι σήμα φήμης, επειδή ακόμα κι αν είναι απλώς “κοινό” σήμα, διαπιστώνεται κίνδυνος συσχέτισης και επομένως, όπως και να έχει, παρέχεται η αιτούμενη προστασία». Έτσι εξοικονομείται χρόνος και μειώνονται οι πιθανότητες ανατροπής της απόφασης από ανώτερο όργανο.
Για να είμαστε συνεπείς όμως – και επιστρέφοντας στο θέμα του παρόντος άρθρου - οφείλουμε να σημειώσουμε το εξής: νομικά, όταν κάνουμε λόγο για κίνδυνο σύγχυσης αναφερόμαστε τόσο στον κίνδυνο σύγχυσης όσο και στον κίνδυνο συσχέτισης. Όπως τονίζεται τόσο την Οδηγία 2436/2015 ΕΕ (η Οδηγία της ΕΕ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα εθνικά σήματα, δηλαδή τα σήματα που παρέχουν προστασία μόνο εντός συγκεκριμένου Κράτους-Μέλους) όσο και στον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ (ο Κανονισμός της ΕΕ για το ενωσιακό σήμα, δηλαδή το σήμα που παρέχει προστασία εντός ολόκληρης της ΕΕ) «ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα».
Ωστόσο, το απολύτως λογικό, γλωσσικά, θα ήταν οι έννοιες να διακρίνονται. Ο συγκερασμός των εννοιών, νομικά, υπό την σκέπη του κινδύνου σύγχυσης, έγινε περισσότερο για λόγους ιστορικούς και διπλωματικούς και ανάγονται στις προϋποθέσεις προστασίας που ίσχυαν, από τη μια πλευρά, στις χώρες της Μπενελούξ και και από την άλλη πλευρά στα λοιπά κράτη της ΕΕ. Ήταν, δηλαδή, μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ κάποιων Κρατών – Μελών τα οποία θεωρούσαν ως κρίσιμο μέγεθος τον κίνδυνο συσχέτισης (χώρες της BENELUX) και των υπόλοιπων, τα οποία υιοθετούσαν ως τέτοιο τον κίνδυνο σύγχυσης. Προς αποφυγή, λοιπόν, διαφορετικών κρίσεων, ορίστηκε ότι ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης. Με τον τρόπο αυτό επετεύχθη η επιδιωκόμενη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις προστασία του σήματος εντός της ΕΕ και μεταξύ των Κρατών-Μελών αυτής.
Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η έννοια του κινδύνου συσχέτισης, θα αναφερόμαστε αποκλειστικά σε αυτή.
Η έννοια του κινδύνου συσχέτισης
Κίνδυνος συσχέτισης, σύμφωνα με τη νομολογία, υφίσταται όταν δημιουργείται σε μη αμελητέο τμήμα του εκάστοτε κοινού η εντύπωση ότι μεταξύ των επιχειρήσεων υφίσταται «οικονομικός, οργανωτικός ή ακόμα και οποιοσδήποτε άλλου είδους σύνδεσμος (έτσι ακριβώς έχει, για παράδειγμα, το λεκτικό της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου Αθηνών υπ’ αριθμ. 2757/2020). Γενικά, κρίσιμη είναι η δημιουργία εντύπωσης για σχέση συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων (όπως κρίθηκε από το Εφετείο Θεσσαλονίκης στην επίσης πρόσφατη απόφαση υπ’ αριθμ. 2213/2019). Αντιλαμβανόμαστε, ήδη από αυτή τη διατύπωση, ότι η έννοια του κινδύνου συσχέτισης έχει δυνητικά ευρύ βεληνεκές και μπορεί να καλύψει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Μάλιστα, κίνδυνος συσχέτισης υπάρχει ακόμα και εν αμφιβολία˙ δηλαδή στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο καταναλωτής δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία κάποιας σχέσης συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων. Αναγκαία προϋπόθεση, βέβαια, είναι αυτή η σχέση να μην υπάρχει στην πραγματικότητα. Διότι, αν υπάρχει, δε θα μιλάμε για σύγχυση˙ τουναντίον, θα μιλάμε για αντίληψη της πραγματικότητας. Έτσι κρίθηκε από το ΔΕΕ την 23η Απριλίου του 2020 στην υπόθεση C 736/18 P (Gugler).
Κίνδυνος συσχέτισης θα καταφάσκεται και όταν υπάρχει το ενδεχόμενο (κίνδυνος) μη ασήμαντο μέρος του κοινού να υπολάβει ότι υφίσταται δυνατότητα (άμεσου, έμμεσου ή και κατ’ αποτέλεσμα) ελέγχου (από την προγενέστερη σηματούχο) της ποιότητας των προϊόντων τα οποία εμπορεύεται και στα οποία επιθέτει το σήμα του ο νέος ή ο «επίδοξος» σηματούχος. Αυτό δέχεται παγίως και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με πρόσφατο παράδειγμα την απόφασή του της 20ης Δεκεμβρίου του 2017 επί της C 291/16 (Schweppes). Εάν το κοινό υπολαμβάνει κάτι τέτοιο, διαπιστώνεται κίνδυνος συσχέτισης κι επομένως ενεργοποιείται η προστασία του σηματούχου. Για το σκοπό αυτό απαιτείται εξέταση της κάθε περίπτωσης με ουσιαστικά κριτήρια και όχι φορμαλιστικά.
Τέλος, πρακτικά, ως ενδιάμεση κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την περίπτωση στην οποία λόγω βασικών κοινών στοιχείων μεταξύ των εκατέρωθεν ενδείξεων, προκαλείται η (εσφαλμένη) εντύπωση ότι δικαιούχος αμφοτέρων είναι η ίδια επιχείρηση. Δηλαδή, για παράδειγμα, είτε ότι τα δύο σημεία αποτελούν «σήματα σειράς» (π.χ. McFlurry, McNuggets – σήματα της αλυσίδας εστιατορίων McDonalds) είτε ότι με το μεταγενέστερο σημείο γίνεται εν πάση περιπτώσει παραλλαγμένη χρήση του αρχικού σήματος, από την ίδια, όμως, επιχείρηση. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα ΕφΘεσ 2213/2019 τέτοιος κίνδυνος προκαλείται «όταν η ανωτέρω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης δε υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός».
Συμπέρασμα
Κατόπιν όλων αυτών, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το ευρύ προστατευτικό βεληνεκές επί σημάτων (αλλά και διακριτικών γνωρισμάτων) είναι εκείνο το οποίο καθιστά απαραίτητη τη συνδρομή ειδικού όταν επιλέγεται συγκεκριμένη ένδειξη για δραστηριοποίηση της επιχείρησης στην αγορά. Τούτο διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος – ακόμα μη ηθελημένα – να παραβιαστεί δικαίωμα τρίτου. Ο παραβιάζων μπορεί να έχει, πέρα από αστικές (π.χ. καταβολή αποζημίωσης ή και καταστροφή των προϊόντων που έχουν ήδη παρανόμως σηματοδοτηθεί και κυκλοφορήσει) και ποινικές συνέπειες. Εξίσου σημαντικό είναι όμως και το εξής πραγματικό γεγονός: η όποια οικοδόμηση σε συγκεκριμένη ένδειξη «κατεδαφίζεται» αφού με διάταξη δικαστηρίου πλέον θα απαγορεύεται η χρήση του συγκεκριμένου σημείου. Η οικοδόμηση θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή, σε κάποια νέα ένδειξη η οποία δεν θα προσβάλλει δικαίωμα τρίτου.
Και αντίστροφα όμως, από τα παραπάνω γίνεται κατανοητή η ευεργετική πλευρά και η μεγάλη προστασία που απολαμβάνει ο σηματούχος εφόσον - μετά από σωστή μελέτη - κατοχυρώσει το σήμα του. Τονίζουμε τη σωστή μελέτη, διότι η κατοχύρωση σήματος αν και αποτελεί μια πρώτη διασφάλιση, δεν θέτει τον σηματούχο στο απυρόβλητο: τρίτοι οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν προγενέστερο δικαίωμα το οποίο προσβάλλεται, μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης και φυσικά αγωγή, με τον ισχυρισμό ότι η νεότερη ένδειξη δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης (ή και συσχέτισης) με την ένδειξή τους.
Διότι πράγματι, ακόμα και αν π.χ. η Διεύθυνση Σημάτων έκανε δεκτή συγκεκριμένη δήλωση για καταχώριση σήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι η ένδειξη δεν «ομοιάζει» σε ένδειξη τρίτου η οποία διακρίνει όμοια αγαθά. Μάλιστα, υπό την ισχύ του νέου ν. 4679/2020 (ο οποίος αντικατέστησε τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 4072/2012), η Διεύθυνση Σημάτων δεν εξετάζει, πλέον, αυτεπαγγέλτως ζητήματα κινδύνου σύγχυσης ή και συσχέτισης. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ασκηθεί ανακοπή από τρίτο. Αν όμως δεν ασκηθεί ανακοπή εντός ορισμένου διαστήματος από την υποβολή της δήλωσης (το διάστημα αυτό ανέρχεται στους 3 μήνες από την επομένη της δημοσίευσης στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων της απόφασης που κρίνει ότι δεν συντρέχουν «απόλυτα απαράδεκτα» - τέτοιος δεν είναι ο κίνδυνος σύγχυσης/συσχέτισης) η ένδειξη θα καταχωρισθεί και πλέον θα υπάρχει «σήμα».
Κάπως έτσι, μπορεί κάποιος τρίτος να έχει καταφέρει να καταχωρίσει το σήμα του, αλλά αν δεν έχει γίνει προηγουμένως ο σωστός νομικός έλεγχος, ελλοχεύει ο ορατός κίνδυνος «αυτό να μη λέει και πολλά». Οποιοσδήποτε τρίτος ο οποίος κρίνει ότι έχει προγενέστερο δικαίωμα (ένδειξη) η οποία ομοιάζει σε βαθμό έστω κινδύνου συσχέτισης με το καταχωρισθέν σήμα, μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα του - κατά τα λοιπά - δικαιούχου σήματος. Για το λόγο αυτό, σε όλες τις περιπτώσεις είναι αναγκαίος ένας καλός προέλεγχος ο οποίος θα καταλήξει σε μια ασφαλή νομική συμβουλή.
Εφόσον, δε, καταλήξουμε σε αντιδικία, η στέρεη γνώση κυρίως της νομολογίας του ΔΕΕ και του ΓΔΕΕ και η επίκληση των σωστών και κατάλληλων επιχειρημάτων διασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή έκβαση της υπόθεσης.