Legal Insight
Οκτώβριος 2021
Γιάννης Ψαράκης, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου – ΜΔΕ Φορολογικού Δικαίου – ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου
(αναδημοσίευση από Ot.gr)
Περίληψη: Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες το εμπορικό σήμα θα έχει κατακτήσει τέτοια επίπεδα αναγνωρισιμότητας, ώστε ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι άξιο διευρυμένης προστασίας, σε σύγκριση, πάντα, με ένα «κοινό» σήμα. Αυτό εδράζεται εν πολλοίς στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, στο ότι η άμεση εξοικείωση με συγκεκριμένη ένδειξη μπορεί να τον οδηγήσει στο να προτιμήσει τα προϊόντα τα οποία τη φέρουν (ενν. την ένδειξη) σε βάρος άλλων αλλά και με την επιστημονικά τεκμηριωμένη και αποδεκτή πλέον παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι φύσει μη ορθολογικό ον. Στις περιπτώσεις εκείνες θα κάνουμε λόγο για «σήμα φήμης». Ωστόσο, υπό νομικό πρίσμα, οι περιπτώσεις στις οποίες προσβάλλεται ένα σήμα φήμης, αποτελεί ένα εξόχως τεχνικό ζήτημα, το οποίο προϋποθέτει καλή κατανόηση των εννοιών και συνεχή παρακολούθηση της νομολογίας επί του θέματος. Πράγματι, μόνο με την αντίστοιχη νομική υποστήριξη θα μπορέσει ο δικαιούχος σήματος φήμης να οστεώσει στην πράξη αποτελεσματικά τις όποιες δυνατότητες του παρέχει η νομοθεσία και να επωφεληθεί της προνομιακής μεταχείρισης που απολαμβάνει το σήμα φήμης.
Ι. Οι αριθμοί
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, το εμπορικό σήμα (trademark) αποτελεί σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης για μια επιχείρηση. Παράλληλα, αποτελεί βασικό περιουσιακό στοιχείο με μεγάλη δυναμική. Βάσει δεδομένων και επιστημονικών μελετών, αποφέρει κέρδη. Αυτό άλλωστε το αναγνωρίζει και η ίδια η αγορά: σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), από το 2008 παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των αιτήσεων καταχώρισης σήματος της ΕΕ. Εντός του 2020 κατατέθηκαν 176.992 αιτήσεις, αριθμός υπερδιπλάσιος από εκείνο των 87.498 που καταγράφηκε για το 2008.
Υπό το πρίσμα και των ανωτέρω διαπιστώσεων, παρίσταται δικαιολογημένη η ιδιαίτερη μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι επιχειρήσεις για τη διαφύλαξη των εμπορικών σημάτων τους από ενδεχόμενες προσβολές.
Ο λόγος προσβολής του σήματος που συναντάται συχνότερα στη διοικητική και δικαστηριακή πρακτική είναι ο «κίνδυνος σύγχυσης» (likelihood of confusion), ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης (likelihood of association). Απολύτως χρήσιμη για κάθε επιχειρηματία, η εξοικείωση με τους όρους αυτούς επιχειρήθηκε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιαστεί μια άλλη κομβική έννοια για την προστασία του σήματος, εκείνη του σήματος φήμης. Διότι το «σήμα φήμης» διακρίνεται από το «κοινό σήμα». Είναι «κάτι παραπάνω», όπως και η προστασία του. Κοινό σήμα έχουμε από τη στιγμή της καταχώρισης στο Μητρώο Σημάτων, για την οποία (ενν. καταχώριση) πρέπει να προηγηθεί κατάθεση δήλωσης κατάθεσης σήματος από τον ενδιαφερόμενο. Ένα σήμα φήμης όμως προϋποθέτει και κάτι ακόμα: υψηλή αναγνωρισιμότητα. Συμφέρει τον επιχειρηματία να θεωρηθεί ότι το σήμα του έχει ανέλθει στη βαθμίδα της φήμης: η προστασία εκεί είναι ευρύτερη, συγκριτικά με το κοινό σήμα.
ΙΙ. Τι είναι όμως το σήμα φήμης;
Κάνοντας λόγο για σήμα φήμης, αναφερόμαστε στο σήμα εκείνο το οποίο απολαμβάνει «υψηλής αναγνωρισιμότητας». Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται πολύ πιο άμεσα και εύκολα την ένδειξη, συγκριτικά με ένα απλώς «κοινό» σήμα. Το αίσθημα οικειότητας δημιουργείται σχεδόν αντανακλαστικά. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, το κοινό συνδέει άμεσα το σήμα με την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος που ήδη γνωρίζει. Ακριβώς αυτή η «ακαριαία» σύνδεση, η οποία ακούσια (συνηθέστατα και ασυνείδητα) λαμβάνει χώρα στο μυαλό του καταναλωτή, αποτελεί την βαθύτερη αιτία για την οποία παρέχεται ευρύτερη προστασία στα σήματα φήμης. H νομολογία στοιχίζεται με τα πορίσματα των νευροεπιστημών για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος αλλά και με τα κελεύσματα της επιστήμης του marketing. Λόγω της «υποδόριας» δράσης του σήματος φήμης, παρέχεται, ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις, ενισχυμένη προστασία.
Η ειδική προστασία του σήματος φήμης οφείλεται στην ιδιαίτερη διάδρασή του με τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από βιβλίο του Daniel Goleman (Η συναισθηματική νοημοσύνη, 2011, Κάτοπτρο):
«Αν η αμυγδαλή νιώσει να ξεπροβάλλει ένα αισθητηριακό μοντέλο [δηλαδή γνώριμη κατάσταση του παρελθόντος], οδηγείται σε συμπέρασμα και αντιδρά προτού υπάρξουν όχι απλώς πλήρη στοιχεία, αλλά ούτε ίχνος επιβεβαίωσης».
Αυτό μοιάζει να είναι, εξάλλου, και εύλογο˙ η έντονη αποτύπωση την οποία απολαμβάνει ένα σήμα φήμης στη μνήμη του κοινού, προσδίδει – ακόμα και στη μικρότερη ομοιότητα - πρόσθετη σημασία, άρα και πιθανότητες να «συνδέσει» στο μυαλό του το προγενέστερο σήμα με τη μεταγενέστερη ένδειξη. Η εδραίωση συγκεκριμένης ένδειξης στη μνήμη του καταναλωτικού κοινού αποτελεί ένα πολύ ισχυρό όπλο στη μάχη των αγορών.
Αυτό το αναγνωρίζει και η εμπορική πρακτική. Για παράδειγμα: κατά την ανάπαυλα του τελικού του Superbowl του 2021, διαφημίστηκαν μεταξύ άλλων προϊόντα και υπηρεσίες των Bud, Τ-Mobile, Guiness, Τoyota και Anheuser-Busch. Σκοπός των εταιρειών δεν ήταν να γίνουν γνωστές˙ ήταν ήδη. Ούτε όμως σκοπός τους ήταν να γνωστοποιήσουν την κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος˙ στις συγκεκριμένες διαφημίσεις δεν γνωστοποιούταν τίποτα νέο. Σκοπός τους ήταν με την επένδυση αυτή να ενισχύσουν την υποδόρια δράση του σήματός τους, στόχευση η οποία γνωρίζουν πολύ καλά πόσο σημαντική είναι. Τα αρμόδια τμήματα αυτών των εταιρειών-κολοσσών έκριναν ότι το κέρδος τους θα ήταν μεγαλύτερο από το κόστος του διαφημιστικού τους τρέιλερ διάρκειας ενός λεπτού, το οποίο ανήλθε σε ποσό μεγαλύτερο των 10 εκατομμυρίων δολαρίων.
Φήμη λοιπόν σημαίνει «αναγνωρισιμότητα και μόνο αναγνωρισιμότητα». Παράγοντες – ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, όπως αναφέρονται από την ελληνική νομολογία και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) - όπως μακρά χρήση σήματος, μακροχρόνια διαφήμιση με υψηλές διαφημιστικές δαπάνες κ.ο.κ., αποτελούν χρήσιμους ενδείκτες, αλλά μόνο ενδείκτες. Κρίσιμη είναι η αναγνωρισιμότητα του σήματος˙ αυτό είναι και το μόνο ζητούμενο. Όπως διατυπώθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) Melchior Wathelet στις προτάσεις του επί της υπόθεσης, C 564/16 P (Puma SE): «[…] πρόκειται για πραγματική διαπίστωση: η «φήμη» είναι μια πραγματικότητα».
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι συνήθως αυτό θα συμβαίνει λόγω της συστηματικής διαφήμισης και της αντίστοιχα υψηλής διαφημιστικής δαπάνης. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η ύπαρξη φήμης και χωρίς αυτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εκείνο των super markets Σκλαβενίτης τα οποία έως σχετικά πρόσφατα υστερούσαν σημαντικότατα, συγκριτικά με τα μεγέθη της αγοράς, σε διαφημιστική δαπάνη (αυτό διαπιστώθηκε ρητά και με την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπ’ αριθμ. 637/2017, σε Ολομέλεια)˙ μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που δημοσιεύματα στα media ανέφεραν ότι η εξοικονόμηση χρημάτων από τη διαφήμιση επέτρεπε την καλύτερη αμοιβή των εργαζομένων, καθώς και κοινωνικές δράσεις (κοινωνική εταιρική ευθύνη), δημιουργώντας έτσι περαιτέρω «συμπάθειες» στο κοινό.
Φήμη λοιπόν σημαίνει «υψηλή αναγνωρισιμότητα». Σύμφωνα με τη νομολογία, αυτή πρέπει να συντρέχει «σε σημαντικό μέρος» του κοινού στο οποίο αφορούν τα καλυπτόμενα από το σήμα αγαθά (είτε πρόκειται για το ευρύτερο είτε για ένα πλέον εξειδικευμένο κοινό π.χ. για συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο). Επίσης, αρκεί να υφίσταται σε σημαντικό τμήμα ορισμένης επικράτειας.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, αποτελούν ζητήματα απόδειξης. Ένας γενικός κανόνας είναι ότι όταν εισφέρουμε συγκεκριμένο ισχυρισμό ενώπιον Δικαστηρίου ή εν γένει αρμόδιας Αρχής, οφείλουμε και να τον αποδεικνύουμε. Έτσι, ο σηματούχος ο οποίος θα ισχυριστεί ότι το σήμα του έχει ανέλθει στη βαθμίδα της φήμης, θα προσκομίσει και θα επικαλεστεί διάφορα στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, όπως μερίδια αγοράς, διαφημιστικές δαπάνες, μέχρι και ειδικές έρευνες επί καταναλωτών που έχουν δεχθεί να εκτεθούν σε ορισμένα tests. Η αναζήτηση εξειδικευμένης νομικής συμβουλής είναι αναγκαία, προκειμένου να εισφερθούν εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία σε κάθε περίπτωση θα κρίνονται κατάλληλα, ενόψει και της συνεχώς διαμορφούμενης νομολογίας, ιδίως του ΔΕΕ.
ΙΙΙ. Γιατί λέμε ότι παρέχεται ευρύτερη προστασία;
Στην περίπτωση λοιπόν του σήματος φήμης η προστασία που παρέχεται είναι ευρύτερη, συγκριτικά με ένα «κοινό» σήμα. Το ευρύτερο της προστασίας έγκειται, κυρίως, σε δύο σημεία:
1. Όπως σημειώναμε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ενόσω κατά την προστασία κοινού σήματος απαιτείται, έστω, ελάχιστη ομοιότητα μεταξύ ενδείξεων αλλά και διακρινόμενων από αυτά προϊόντων (κριτήρια on/off), στην περίπτωση της φήμης αρκούμαστε σε, έστω ελάχιστη, ομοιότητα των εκατέρωθεν ενδείξεων (και μόνο). Άρα, στην περίπτωση της φήμης, δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση προστασίας το ομοειδές των προϊόντων, όπως συνέβαινε στον κίνδυνο σύγχυσης και στον κίνδυνο συσχέτισης. Αν βέβαια συντρέχει και αυτή η προϋπόθεση (ενν. το ομοειδές των προϊόντων), οι πιθανότητες παροχής προστασίας θα ενισχύονται ουσιωδώς.
2. Παράλληλα, ενώ στην περίπτωση κοινού σήματος η προστασία προϋποθέτει ομοιότητα η οποία να προκαλεί κίνδυνο σύγχυσης, στο πεδίο της φήμης η ομοιότητα (σημ.: έστω και μόνο στην ένδειξη, κατά τα ανωτέρω), αρκεί να καταφάσκεται σε μικρότερο βαθμό, τέτοιον δηλαδή που να προκαλείται απλά «κίνδυνος σύνδεσης», δηλαδή απλά «κίνδυνος συνειρμικής ανάκλησης». Όπως πρόσφατα έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ’ αριθμ. 1025/2021 απόφασή του επί συναφούς ζητήματος, στην περίπτωση σήματος φήμης: «[…] δεν απαιτείται η ύπαρξη τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του σήματος που χαίρει φήμης και του χρησιμοποιούμενου από τον τρίτο σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερομένου κοινού, αλλά αρκεί και ένας μικρός βαθμός ομοιότητας, εφόσον ο μέσος καταναλωτής, που έχει την συνήθη πληροφόρηση και είναι σε λογικό βαθμό παρατηρητικός και συνετός, ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του το προγενέστερο σήμα, όταν αντικρίζει το μεταγενέστερο σημείο».
Επομένως:
1. Στο σήμα φήμης δεν χρειάζεται τα αγαθά που διακρίνονται από τις εκατέρωθεν ενδείξεις να είναι καν όμοια (προϋπόθεση απαραίτητη επί «κοινού σήματος») – αρκεί μόνη η ομοιότητα των ενδείξεων.
2. Ακόμα όμως και επί της ομοιότητας μόνο επί των ενδείξεων, στο σήμα φήμης αρκεί μικρότερος βαθμός τέτοιας (δηλ. ομοιότητας), συγκριτικά με το κοινό σήμα.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων το Δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή υπολογίζουν την ομοιότητα μεταξύ δύο ενδείξεων διέπονται από μεγάλη περιπτωσιολογία και θα αποτελέσουν ειδικότερο περιεχόμενο μελλοντικής αρθρογραφίας μας. Ορισμένα ζητήματα όμως έχουν θιχθεί και σε όσα ήδη μέχρι σήμερα έχουμε γράψει.
IV. Με ένα παράδειγμα
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, οι βασικότερες περιπτώσεις στις οποίες θα επιδιώκεται προστασία βάσει του σήματος φήμης θα είναι όταν τα διακρινόμενα αγαθά που εμπορεύεται τρίτος υπό μια ένδειξη η οποία ομοιάζει με το σήμα μας, δεν παρουσιάζουν καμία ομοιότητα με τα δικά μας αγαθά (οι παράμετροι βάσει των οποίων εξετάζεται η ομοιότητα των αγαθών αποτελεί μια ολόκληρη θεματική – ξανά, ορισμένες αρχές έχουμε παρουσιάσει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας).
Στην περίπτωση αυτή και εάν μιλάμε για «κοινό σήμα», δεν μπορεί να παρασχεθεί προστασία. Τούτο διότι απαραίτητη προϋπόθεση προστασίας κοινού σήματος είναι η ομοιότητα ενδείξεων και αγαθών. Θα πρέπει να ισχυριστούμε (και να αποδείξουμε) ότι πρόκειται πράγματι για σήμα φήμης, ώστε να αρκεί και μόνη η ομοιότητα των ενδείξεων.
Προχωρώντας σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ας σκεφτούμε τι θα συμβεί εάν κάποιος τρίτος – και όχι η Nike – κυκλοφορήσει στην αγορά αυτοκίνητο με το γνωστό σήμα της “Swoosh” (με την ευκαιρία: αξίας σήμερα παραπάνω από τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια). Ο τρίτος προφανώς εκμεταλλεύεται την υποδόρια δράση του σήματος και αντλεί όφελος από αυτό καθώς ο καταναλωτής αισθάνεται μια άμεση εξοικείωση με τα αγαθά του. Αυτό αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ενδεχομένως μάλιστα αρκετοί να θεωρήσουν ότι η Nike ξεκίνησε να εμπορεύεται αυτοκίνητα – δεν θα ήταν άλλωστε αυτό παράλογο, ούτε αποκλείεται πράγματι να συμβεί στο μέλλον.
Προστασία όμως βάσει των κοινών διατάξεων περί κινδύνου σύγχυσης (ή συσχέτισης) δεν θα μπορεί να παρασχεθεί, εάν θεωρήσουμε δεδομένο ότι η Nike δεν έχει κατοχυρώσει το συγκεκριμένο σήμα της για τέτοια προϊόντα (αυτοκίνητα), καθώς δεν θα εντοπίζεται η απαραίτητη προϋπόθεση της ομοιότητας – έστω μικρή – των αγαθών.
Προστασία τελικά θα παρασχεθεί βάσει των διατάξεων περί προσβολής σήματος φήμης, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο τρίτος αντλεί αθέμιτο όφελος από το γεγονός ότι εμπορεύεται τα προϊόντα του (αυτοκίνητα) υπό το πολύ γνωστό σήμα “Swoosh” της Nike, εκμεταλλευόμενος έτσι ανέξοδα (free riding) την φήμη που η τελευταία έχει μέσα στα χρόνια, μετά κόπου και δαπανών, χτίσει.
V. Περιπτώσεις προσβολής του σήματος φήμης – οι προϋποθέσεις προστασίας
Βέβαια η ομοιότητα – έστω στην ένδειξη - δεν αρκεί από μόνη της για να διαπιστωθεί προσβολή του διακριτικού γνωρίσματος φήμης: χρειάζεται περαιτέρω να αποδεικνύεται ότι με τη χρησιμοποίηση της ένδειξης τρίτου «αυτή θα προσποριστεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή η χρησιμοποίησή της θα είναι βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη» και ειδικότερα – όπως συμπληρώνει η νομολογία – χρειάζεται να αποδειχθεί είτε η ύπαρξη πραγματικής και ενεστώσας προσβολής του σήματος είτε, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατό, η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου επελεύσεως τέτοιας προσβολής στο μέλλον. Εξαιρετικά μόνο, έχει γίνει δεκτό ότι εάν το σήμα χαίρει εξαιρετικά μεγάλης φήμης, είναι δυνατό να είναι τόσο πρόδηλη η πιθανότητα μελλοντικού και μη υποθετικού κινδύνου το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να προκαλέσει βλάβη ή να προσπορίσει αθέμιτο όφελος» ώστε να μην απαιτείται ο σηματούχος να επικαλεστεί ή να αποδείξει προς τούτο κανένα άλλο πραγματικό περιστατικό» . Μάλιστα, στην πραγματικότητα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα πρέπει σωρευτικά να καταφάσκεται εξαιρετικά μεγάλη φήμη (extraordinarily high reputation) και σχεδόν ταυτότητα των ενδείξεων. Έτσι κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) στην υπόθεση T 62/16 (Puma).
Επομένως, δηλαδή, πρέπει, εκτός από την έστω ελάχιστη ομοιότητα και τον κίνδυνο σύνδεσης (συνειρμικής ανάκλησης), να προκύπτει και κάποιος από τους λόγους προσβολής σήματος φήμης, όπως τους κατονομάζει η νομολογία του ΔΕΕ: άντληση αθέμιτου οφέλους (παρασιτισμός-free riding), βλάβη φήμης (tarnishment) και βλάβη διακριτικού χαρακτήρα (blurring-dilution).
Κάθε ειδικότερη περίπτωση προσβολής διέπεται από τις δικές της ιδιαιτερότητες και προϋποθέσεις˙ η καθοδήγηση παρέχεται κατά κύριο λόγο από τη νομολογία του ΔΕΕ.
VI. Με λίγα λόγια
Η επένδυση μιας επιχείρησης επί του σήματός της σε βαθμό ώστε να θεωρηθεί «σήμα φήμης», την ευνοεί διττά: την εξοπλίζει με ένα πολύ ισχυρό όπλο στην πάλη του ανταγωνισμού (επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι το ίδιο προϊόν έχει καλύτερη γεύση εάν φέρει ένα γνωστό σήμα παρά εάν φέρει ένα κοινό σήμα ή είναι ανώνυμο), παράλληλα όμως ενισχύει σημαντικά και την προστασία του σήματος έναντι τρίτων. Εξηγήσαμε τους λόγους για τους οποίους η προστασία επί σήματος φήμης μπορεί να παρασχεθεί i) ακόμα και επί μη ομοειδών προϊόντων αλλά ii) ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η ομοιότητα των εκατέρωθεν ενδείξεων δεν είναι αρκετή ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κίνδυνο σύγχυσης ή συσχέτισης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η οικοδόμηση ενός σήματος φήμης παρέχει ένα ισχυρό πλεονέκτημα στο σηματούχο σε περισσότερα του ενός πεδία.
Έχοντας πει αυτό, για την απόδειξη των προϋποθέσεων της προστασίας σήματος φήμης, απαιτείται, κυρίως, ενδελεχής γνώση της νομολογίας τόσο των ελληνικών δικαστηρίων όσο και του ΔΕΕ˙ καμιά φορά, σε οριακές περιπτώσεις, αποφασιστική αποδεικνύεται και η γνώση αλλοδαπής νομολογίας (για παράδειγμα των ΗΠΑ). Κρίσιμη θα είναι η παράθεση όμοιων παραδειγμάτων επί υποθέσεων που έχουν ήδη κριθεί (προσκόμιση νομολογίας) και η άντληση μεθόδων βάσει των οποίων σε άλλες περιπτώσεις Δικαστήρια ή αρμόδιες Αρχές πείστηκαν για την υψηλή αναγνωρισιμότητα της ένδειξης και για την προσβολή της ή την άντληση αθέμιτου οφέλους από αυτή.