1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Αναγωγικά Δικαιώματα Εγγυητή που Εξόφλησε την Οφειλή κατά του Πρωτοφειλέτη


anagwgika-dikaiwmata-eggyhth

Legal Insight

Ιανουάριος 2022

Άντα Τσόγια, ΜΔΕ (mult.)

Περίληψη: Συχνά στη συναλλακτική πρακτική, ο δανειστής προκειμένου να προβεί στην αιτούμενη χρηματοδότηση, απαιτεί όπως ένα τρίτο πρόσωπο χορηγήσει υπέρ αυτού σχετική εγγύηση, δηλαδή να αναλάβει έναντι του δανειστή την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή του ίδιου (του πρωτοφειλέτη) στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν το κάνει∙ λ.χ. προκειμένου η τράπεζα (δανειστής) να χορηγήσει δάνειο σε ένα πρόσωπο (δανειολήπτης - οφειλέτης), συνήθως, ζητά την παροχή εγγύησης υπέρ του δανειολήπτη από ένα τρίτο φερέγγυο πρόσωπο (εγγυητής), με σκοπό να εξασφαλίσει ότι ο δανειολήπτης θα αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε. Ο εγγυητής, στην περίπτωση που κληθεί και πράγματι εκπληρώσει την υποχρέωση του πρωτοφειλέτη απέναντι στο δανειστή του, δικαιούται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να στραφεί αναγωγικά (αναγωγικό δικαίωμα), εναντίον του πρωτοφειλέτη και υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα του δανειστή, στο μέτρο που ικανοποίησε τον τελευταίο (άρθ. 858 ΑΚ)

1. Εισαγωγικά:

Η εγγύηση αποτελεί τριπρόσωπη σχέση ανάμεσα στον δανειστή, τον πρωτοφειλέτη και τον εγγυητή. Αντικείμενο της εγγύησης είναι η υποχρέωση που αναλαμβάνει ο εγγυητής να εκπληρώσει μέσω της δικής του περιουσίας την παροχή του πρωτοφειλέτη προς το δανειστή, σε περίπτωση που ο τελευταίος την παραλείψει. Παρατηρούμε, λοιπόν, την ύπαρξη και λειτουργία τριών ξεχωριστών εννόμων σχέσεων μεταξύ των ανωτέρω προσώπων: α) τη σύμβαση μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη, β) τη σύμβαση εγγύησης, που συμφωνείται αποκλειστικά μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή (δεν απαιτείται καν να γνωρίζει την ύπαρξη σύμβασης εγγύησης ο οφειλέτης) και γ) τη μεταξύ εγγυητή και πρωτοφειλέτη εσωτερική έννομη σχέση, η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα τόσο από τη σύμβαση εγγύησης όσο και από τη συναφθείσα μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή σύμβαση. Πολλές φορές, δεδομένης της αφερεγγυότητας του κυρίως υπόχρεου προσώπου (οφειλέτη) καλείται το τρίτο πρόσωπο της σχέσης, ο εγγυητής, να καταβάλει στο δανειστή μέρος ή και το σύνολο της οφειλής. Ακολούθως, αναφέρονται συνοπτικά αλλά με σαφήνεια οι προϋποθέσεις γέννησης και η, μέσω νομολογιακών παραδειγμάτων, λειτουργία του δικαιώματος του εγγυητή που πράγματι αποπλήρωσε την οφειλή να στραφεί κατά του οφειλέτη, προκειμένου να λάβει από τον τελευταίο όσα κατέβαλε. 

2. Προϋποθέσεις υποκατάστασης του εγγυητή στα δικαιώματα του δανειστή:

α) Ο εγγυητής, προηγουμένως, να έχει ικανοποιήσει το δανειστή: Η ικανοποίηση πρέπει να είναι οριστική και πραγματική (δεν αρκεί απλή απαλλαγή του εγγυητή με άφεση χρέους), μπορεί να είναι μερική ή ολική, ενώ μπορεί να πραγματοποιηθεί με καταβολή ή άλλο υποκατάστατο τρόπο (συμψηφισμό με ανταπαίτηση του εγγυητή, δημόσια κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κ.λπ.), όπως, επίσης, και κατόπιν επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από πλευράς του δανειστή (λ.χ. ο εγγυητής να καταβάλει εκουσίως ή κατόπιν κατάσχεσης/πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του από την τράπεζα - δανείστρια, το σύνολο ή μέρος των οφειλόμενων από το δανειολήπτη δόσεων στην τελευταία). Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση μερικής ικανοποίησης, ο εγγυητής υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή στο μέτρο και την έκταση που ικανοποίησε τον τελευταίο. 

β) Ο εγγυητής να έχει αναγωγικό δικαίωμα κατά του πρωτοφειλέτη: Ο εγγυητής, αφού ικανοποιήσει, κατά τα ανωτέρω (βλ. παρ. 2 περ. α), το δανειστή, για να υπεισέλθει στη θέση του τελευταίου έναντι του πρωτοφειλέτη θα πρέπει να δικαιολογείται αυτό από την εσωτερική έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πρωτοφειλέτη. Δηλαδή, το εάν ο εγγυητής θα έχει το δικαίωμα να στραφεί με τη σειρά του κατά του πρωτοφειλέτη και να αναζητήσει από τον τελευταίο όσα κατέβαλε στο δανειστή, εξαρτάται από την εσωτερική σχέση που κάθε φορά συνδέει τον πρωτοφειλέτη με τον εγγυητή, η φύση της οποίας κρίνεται κάθε φορά ανάλογα με τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά. Μόνο όταν η μεταξύ των τελευταίων σχέση μπορεί να δικαιολογήσει την ικανοποίηση του δανειστή από τον εγγυητή θα υπάρχει αναγωγικό δικαίωμα του εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη (λ.χ. όταν ο εγγυητής ανέλαβε έναντι του οφειλέτη την εγγύηση στο πλαίσιο εντολής που ο τελευταίος του έδωσε, ή δυνάμει σύμβασης έργου μεταξύ τους). Αντίθετα, ο εγγυητής δεν θα έχει αναγωγικό δικαίωμα και επομένως δεν θα δικαιούται να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη, στις περιπτώσεις που η μεταξύ του εγγυητή και πρωτοφειλέτη έννομη σχέση είναι τέτοιας φύσης, που δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του (λ.χ. όταν ο εγγυητής ανέλαβε έναντι του οφειλέτη την εγγύηση χαριστικά, στο πλαίσιο δωρεάς). Την ύπαρξη του αναγωγικού δικαιώματος, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εγγυητής (ΑΠ 1614/19999, ΕλλΔνη 2000, 382). Σε περίπτωση, δε, ο που πρωτοφειλέτης αμφισβητεί την ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής, ο εγγυητής δικαιούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή σε βάρος του πρωτοφειλέτη με αίτημα την αναγνώριση της συνδρομής δικαιώματος αναγωγής, εφόσον καταβάλει στον δανειστή (ΑΠ 1065/1990 ΕΕΝ 1991,424). Στην εν λόγω αγωγή θα/ πρέπει να εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα το δικαίωμα αναγωγής του εγγυητή, άλλως θα πάσχει αοριστίας, η οποία δεν δύναται να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή σε έγγραφα (ΑΠ 784/75 ΑρχΝ 26.235)

3. Περιπτωσιολογία βασικότερων εσωτερικών σχέσεων, που δικαιολογούν ή δεν δικαιολογούν  τη γέννηση αναγωγικού δικαιώματος του εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη.

Α. Περιπτώσεις που δικαιολογείται η γέννηση αναγωγικού δικαιώματος:

i) Σύμβαση εντολής: Η σύμβαση εντολής (άρθ. 713 επ. ΑΚ) αποτελεί σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων (εν προκειμένω πρωτοφειλέτη – εγγυητή), με προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα, κατά την οποία ο εντολέας (πρωτοφειλέτης) αναθέτει στον εντολοδόχο (εγγυητή), χωρίς αμοιβή, τη διεξαγωγή μίας υπόθεσης. Η σύμβαση εντολής μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα μεταξύ των μερών, ρητά ή και σιωπηρά, πάντοτε όμως θα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια. Από τη σύμβαση εντολής ουσιαστικά παρέχεται στον εντολοδόχο το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα την απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε, κατά την κανονική εκτέλεση της εντολής (713 και 722 ΑΚ). Κατωτέρω παρατίθενται παραδείγματα αποφάσεων της Νομολογίας, στα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής του εγγυητή, στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση πρωτοφειλέτη εγγυητή ήταν αυτή της εντολής:

• Μέλη Διοικητού Συμβουλίου (Δ.Σ.) Ανώνυμης Εταιρείας (Α.Ε.) συμβλήθηκαν ως εγγυητές σε σύμβαση τραπεζικού δανείου της Α.Ε., σε εκτέλεση σύμβασης εντολής της Α.Ε.. Λόγω μη τηρήσεως των όρων της σύμβασης η τράπεζα κατήγγειλε το δάνειο και εξέδωσε διαταγή πληρωμής την οποία κοινοποίησε σε πρωτοφειλέτιδα και εγγυητές, με την οποία οι καθ΄ου επιτάσσονταν να καταβάλουν ποσό ύψους 90.899,57 ευρώ. Ένας εκ των εγγυητών, γνωρίζοντας ότι η περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας δεν επαρκούσε πλέον για την αποπληρωμή της οφειλής, έχοντας ασκήσει μεν ανακοπή, φοβούμενος, όμως, για την επικείμενη κατάσχεση στη δική του ακίνητη περιουσία (καθώς η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είχε ανασταλεί κατά το τότε ισχύον άρθ. 938 ΚΠολΔ) και προκειμένου να την αποτρέψει προέβη καταβολή του συνολικώς οφειλόμενου ποσού και έπειτα στράφηκε αναγωγικά κατά της εταιρείας και των συνεγγυητών. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του (ΜΠρΛαμ 16/2021).

• Συνήφθη δάνειο μεταξύ ιδιώτη (οφειλέτης) και τράπεζας (δανειστής), στο πλαίσιο του οποίου τρίτο πρόσωπο (εγγυητής) παρείχε εγγύηση δυνάμει σύμβασης εντολής μεταξύ οφειλέτη και εγγυητή. Ο οφειλέτης έπεισε τον εγγυητή να δώσει την εγγύηση παριστάνοντάς του ψευδώς ότι η προσωπική του περιουσία επαρκούσε για την κάλυψη του δανείου, ενώ στην πραγματικότητα δεν διέθετε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Κατά συνέπεια προκειμένου ο εγγυητής να αποτρέψει την αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του από την τράπεζα αναγκάστηκε να καταβάλει το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ποσό του δανείου ύψους 18.529,98 ευρώ, ζημιούμενος ο ίδιος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του εγγυητή διατάσσοντας την, δυνάμει της υποκατάστασης του εγγυητή στα δικαιώματα της τράπεζας, καταβολή του ως άνω ποσού στον εγγυητή – ενάγοντα (ΜονΠρωτΠατρ 473/2015), το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την ως άνω κρίση (ΜονΕφΠατρ 307/2020).

ii) Διοίκηση αλλοτρίων: Η διοίκηση αλλοτρίων (άρθ. 730-740 ΑΚ) αποτελεί μία πραγματική κατάσταση μεταξύ του διοικητή (εγγυητή) και του κυρίου της υπόθεσης (πρωτοφειλέτη), η οποία αναγνωρίζεται ως υφιστάμενη από το νόμο εκ μόνου του γεγονότος ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Εν προκειμένω, αν ο εγγυητής, ως διοικητής αλλοτρίων, αναλαμβάνει τον (χειρισμό) της ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση κυρίου (πρωτοφειλέτη), έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών (άρθ. 713 επ., 730και 736 ΑΚ). Αν, όμως, δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ήτοι α) η διεξαγωγή υπόθεσης, β) η φύση της υπόθεσης ως «ξένης» και γ) να μην πρόκειται για σύμβαση εντολής, ο διοικητής θα δικαιούται να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 737 ΑΚ, 904 επ. ΑΚ). Σημειώνεται ότι ο χαρακτήρας της υπόθεσης ως «ξένης» κρίνεται ανάλογα με τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά (λ.χ. σε περιπτώσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών κλειστούν τύπου (συχνά οικογενειακού χαρακτήρα), όπου οι μετοχές/μερίδια ανήκουν σε περιορισμένο αριθμό προσώπων, τα οποία συνήθως ασκούν και διοικητικά – διαχειριστικά καθήκοντα (ουσιαστικοί κύριοι) και εγγυώνται προσωπικά για τα χρέη του νομικού προσώπου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αυτοτελή νομικά πρόσωπα, εντούτοις ενδέχεται η πράξη του εγγυητή – μετόχου – διαχειριστή να εγγυηθεί υπέρ της εταιρείας να μην έχει το χαρακτήρα ξένης έναντι αυτού υπόθεσης, αλλά ίδιας). Ακολουθεί παράδειγμα από τη νομολογία, στο οποίο αναγνωρίστηκε η ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής του εγγυητή, στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση πρωτοφειλέτη εγγυητή ήταν αυτή της θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων:

• Α.Ε. λήψης και διαβίβασης χρηματιστηριακών εντολών συνήψε με έτερη Α.Ε. σύμβαση συνεργασίας με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να διαβιβάζει προς την τελευταία, έναντι προμήθειας καταβαλλόμενης από την ως άνω χρηματιστηριακή εταιρεία, εντολές τρίτων για την αγορά και πώληση μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με ειδικό όρο της εν λόγω σύμβασης εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτρια για τις οφειλές των τρίτων προς την εταιρεία από την εκτέλεση των σχετικών ως άνω εντολών, οι οποίες μέσω της πρώτης θα διαβιβάζονταν στην τελευταία. Επενδυτής, ο οποίος είχε καταρτίσει σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την πρώτη ως άνω Α.Ε., την εξουσιοδότησε να διαβιβάζει τις εντολές του κατά τα ανωτέρω. Από μετοχές που η ως άνω εταιρεία είχε αγοράσει εν ονόματι και για λογαριασμό του επενδυτή ο τελευταίος όφειλε στην πρώτη Α.Ε. ποσό ύψους 7.303.257 δραχμών, το οποίο λόγω της άρνησής του η χρηματιστηριακή εταιρεία υποχρεώθηκε να καταβάλει, ώστε να αποφύγει την άσκηση κατά αυτής αγωγής επί τη βάσει στης εγγύησης που είχε παράσχει. Η εγγυήτρια αφού κατέβαλε την οφειλή στράφηκε αναγωγικά κατά του οφειλέτη. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εγγυήτρια έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη, λόγω υφιστάμενης μεταξύ τους έννομης σχέσης με τη μορφή της μη γνήσιας ή νόθου διοίκησης αλλοτρίων (διαχειρίστηκε εν γνώση της ξένη υπόθεση σαν δική της προς το συμφέρον της, για να λάβει προμήθεια από τη δανείστρια) (ΑΠ 668/2007). 

Β. Περιπτώσεις που δεν δικαιολογείται η γέννηση αναγωγικού δικαιώματος: 

i) Καταβολή από ελευθεριότητα - χαριστικώς (λ.χ. δωρεά): Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν υφίσταται δικαίωμα αναγωγής, εφόσον αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εσωτερική σχέση (πρωτοφειλέτη – εγγυητή). Αυτό συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η έννομη σχέση εγγυητή και πρωτοφειλέτη είναι χαριστική, όπως λ.χ. όταν η αιτία της ανάληψης της εγγύησης ήταν η δωρεά του εγγυητή προς τον πρωτοφειλέτη. Ακολούθως, παρατίθενται σχετικές δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες καταλήγουν στην παραδοχή ότι δεν υφίσταται δικαίωμα αναγωγής του εγγυητή (και ως εκ τούτου υποκατάστασή του στα δικαιώματα του δανειστή), στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση πρωτοφειλέτη εγγυητή ήταν χαριστική:

• Οικογενειακή Ο.Ε. που μετατράπηκε σε Α.Ε., η οποία διατήρησε τον οικογενειακό της χαρακτήρα. Οι αρχικοί εταίροι είχαν εγγυηθεί για την σύναψη δανειακών συμβάσεων της εταιρείας τους. Πούλησαν την ατομική τους περιουσία για να εξοφλήσουν, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας εκείνη την περίοδο. Πωλήθηκε ποσοστό του 51% των μετοχών που ανήκαν στον ένα εκ των εταίρων, αναφερομένων στη σύμβαση μεταβίβασης όλων των υποχρεώσεων της εταιρείας, όχι όμως των ανωτέρω καταβολών που έγιναν από τους εγγυητές. Ακολούθησε ο θάνατος της μίας εταίρου. Στην διαθήκη της δεν αναφερόταν καμία αξίωσή της από την άνω καταβολή που είχε πραγματοποιήσει. Η κληρονόμος της στράφηκε αναγωγικά κατά της πρωτοφειλέτριας. Κρίθηκε ότι οι οι ως άνω καταβολές των εγγυητών για την εξόφληση των χρεών της εταιρείας έγιναν από ελευθεριότητα. Απορρίφθηκε η αγωγή κατά της Α.Ε. για απόδοση των καταβληθέντων, καθώς δεν θεωρήθηκε ότι συντρέχει περίπτωση σύμβαση εντολής, διοίκησης αλλοτρίων ή αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ειδικότερα, η απόφαση καταλήγει αναφέροντας τα εξής: «Εκ των ανωτέρω, όμως, δεν αποδεικνύεται σύμβαση εντολής, ούτε διαχείριση ξένης υπόθεσης, αλλά αντιθέτους αυτόκλητες και εκ διαθέσεως ελευθεριότητας ενέργειες του […] και της […], εγκριθείσες εν συνεχεία από την εναγομένη εταιρία, οι οποίες έλαβαν χώρα λόγω της ταύτισης των περιουσιών των ανωτέρω με αυτήν της εναγομένης, που αποτελούσε οικογενειακή τους επιχείρηση, μέσω της οποίας εν τέλει βιοπορίζονταν και με την οποία είχαν πλήρη ταύτιση συμφερόντων. Η υπόθεση, δηλαδή, δεν εντάσσετο εν τέλει στην περιουσιακή και προσωπική σφαίρα άλλου προσώπου, ήτοι. της εναγομένης εταιρίας, ούτε και αφορούσε κατά κύριο λόγο στον κύκλο συμφερόντων αυτού του νομικού προσώπου, αλλά στον κύκλο των συμφερόντων του […] και της […], οι οποίοι, όπως προσθέτους απεδείχθη από τα επιμέρους προαναφερθέντα στοιχεία, δεν είχαν και συνείδηση ότι διοικούν ξένη υπόθεση. Η επίκληση αντιθέτως αναγωγικών αξιώσεων επί τη βάσει σύμβασης εντολής ή διοίκησης αλλοτρίων αποτελεί ex post εύρημα και δη μετά την απώλεια ελέγχου της εταιρίας από πλευράς του αρχικού βασικού μετόχου, η οποία και επέφερε έριδες μεταξύ των νέων συνεταίρων. Ελλείψει δε δικαιώματος αναγωγής παρέλκει και η εξέταση του ζητήματος αν οι […] και […] είχαν παραιτηθεί σε κάθε περίπτωση αυτού του δικαιώματος, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη. […] η λόγω υποσχετικής σύμβασης δωρεάς ή εν γένει εξ ελευθεριότητας μονομερής χαριστική επίδοση με πρόθεση νομικής δέσμευσης αποτελούν νόμιμες αιτίες διατήρησης του πλουτισμού εδραζόμενες στο βούληση του δότη και επομένως η με ελεύθερη και νομικά ισχυρή βούληση παροχή εγγυήσεως οδηγεί σε αυτοδέσμευση τους και οι ως άνω δε θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ζητούν την επιστροφή της ωφέλειας, που προσπόρισαν, παραβλέποντας την προηγούμενη οικειοθελή τους πράξη, καθώς και την πίστη, που έδειξε σε αυτήν η πλουτήσασα εναγομένη εταιρία» (ΠΠρΙωανν 116/2010).

4. Αποτελέσματα – Συνέπειες της υποκατάστασης του εγγυητή στα δικαιώματα του δανειστή

Εφόσον συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, τότε, ήδη, από τη χρονική στιγμή που ο εγγυητής ικανοποίησε τον δανειστή υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα του τελευταίου (στην έκταση που τον ικανοποίησε) και δικαιούται να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη, προκειμένου να λάβει ό,τι κατέβαλε. Ειδικότερα, η αξίωση του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη για καταβολή της οφειλής του τελευταίου μεταβιβάζεται εκ του νόμου στον εγγυητή στην έκταση και στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τη στιγμή της ικανοποίησης. Επιπλέον, συμμεταβιβάζονται στον εγγυητή (άρθ. 458 ΑΚ) όλα τα παρεπόμενα της απαίτησης δικαιώματα του δανειστή προς εξασφάλιση της κύριας οφειλής (λ.χ. προσημείωση ή υποθήκη του δανειστή σε ακίνητο του πρωτοφειλέτη ή τρίτου προσώπου, άλλες εγγυήσεις κ.λπ.), καθώς επίσης και τυχόν προνόμια που έχει ο δανειστής σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Όσον αφορά άλλου είδους εξασφαλίσεις, που ο δανειστής έχει τυχόν λάβει προς εξασφάλιση της απαίτησής του κατά του πρωτοφειλέτη (λ.χ. παρακράτηση κυριότητας περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή τρίτου), παρότι δεν μεταβιβάζονται αυτοδικαίως εκ του νόμου στο εγγυητή, εντούτοις, ο δανειστής υποχρεούται να προβεί στις απαραίτητες για τη μεταβίβασή τους ενέργειες. Τέλος, ο εγγυητής υποκαθίσταται στη θέση του δανειστή και στις περιπτώσεις που ο τελευταίος έχει προβεί σε δικαστικές ενέργειες σε βάρος του οφειλέτη

5. Αναγωγή εναντίων λοιπόν συνεγγυητών

Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι εγγυητές στο πλαίσιο της ίδιας οφειλής, εφόσον ένας εξ αυτών ικανοποιήσει το δανειστή (καταβάλει το σύνολο ή μέρος της οφειλής στο δανειστή) και έχει δικαίωμα αναγωγής (βλ. ως άνω παρ. 2), δύναται να στραφεί κατά των λοιπών συνεγγυητών του στην έκταση και για το ποσό που έχει δικαίωμα αναγωγής κατ’ αυτών (άρθ. 860 ΑΚ). Οι περισσότεροι εγγυητές (συνεγγυητές) ευθύνονται έναντι του δανειστή εις ολόκληρον, ακόμη κι αν δεν ανέλαβαν από κοινού την εγγύηση (άρθ. 854, 860 και 487 ΑΚ). Αν δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την εσωτερική σχέση μεταξύ των συνεγγυητών, τότε όλοι ευθύνονται κατά ίσα μέρη (άρθ. 487 παρ. 1 ΑΚ). Επομένως, η υποκατάσταση του συνεγγυητή που κατέβαλε στα δικαιώματα του δανειστή εναντίον των λοιπών συνεγγυητών θα περιοριστεί μόνο στο ποσό της κύριας οφειλής που απομένει μετά την αφαίρεση του μέρους της οφειλής που βαρύνει τον ίδιο σαν συνεγγυητή. Το υπόλοιπο, λοιπόν, επιμερίζεται σε ίσα μέρη στους λοιπούς συνεγγυητές (εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την εσωτερική τους σχέση) και θα μπορεί ο συνεγγυητής που κατέβαλε να το απαιτήσει από τους λοιπούς συνεγγυητές (Βλ. ενδεικτικά ΠΠρΠειρ 1756/2017).

6. Απώλεια του δικαιώματος αναγωγής του εγγυητή

Ο εγγυητής που, σύμφωνα με το σύνολο των ανωτέρω αναφερόμενων, έχει αποπληρώσει μέρος ή το σύνολο της οφειλής και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη (ή των λοιπών συνεγγυητών), ενδέχεται να το χάσει και να μη μπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά των τελευταίων προσώπων διεκδικώντας όσα κατέβαλε. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που, πριν καταβάλει μέρος ή το σύνολο της οφειλής στο δανειστή, παρέλειψε να προβάλλει βάσιμες ενστάσεις, που είχε ο πρωτοφειλέτης (άρθ. 853 ΑΚ), τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (άρθ. 859 ΑΚ) και οι οποίες ήταν αποφασιστικές για την τύχη της κύριας οφειλής. Ο εγγυητής θα πρέπει λόγω αμέλειάς του να παρέλειψε να προβάλει τις εν λόγω ενστάσεις, γεγονός που κρίνεται ανάλογα με τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά, ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν στερείται του δικαιώματος αναγωγής (λ.χ. σε περίπτωση που ο δανειστής στραφεί κατά του εγγυητή και απαιτήσει την καταβολή της οφειλής, ενδέχεται ο εγγυητής να πρέπει, ενεργώντας με επιμέλεια, να ενημερώσει τον πρωτοφειλέτη, έτσι ώστε να μπορέσει να λάβει και ο ίδιος σχετική ενημέρωση αναφορικά με τυχόν ενστάσεις του τελευταίου και να τις προβάλει εγκαίρως στο δανειστή). Σημειώνεται ότι ο πρωτοφειλέτης θα πρέπει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις και ως εκ τούτου ο εγγυητής έχει απολέσει το αναγωγικό του δικαίωμα, ο δε εγγυητής μπορεί κατ’ ένσταση να ισχυριστεί ότι δικαιολογημένα δεν γνώριζε την ύπαρξη των συγκεκριμένων ενστάσεων. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που ο εγγυητής στερηθεί το δικαίωμα αναγωγής του γιατί παρέλειψε αμελώς να προβάλει εγκαίρως τις ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, ενδέχεται να έχει κατά του πρωτοφειλέτη (ή των συνεγγυητών) ή του δανειστή αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 ΑΚ).

7. Αντί επιλόγου

Στην περίπτωση που ο εγγυητής, πράγματι καταβάλει στο δανειστή ένα μέρος ή το σύνολο της οφειλής του πρωτοφειλέτη και συντρέχει περίπτωση υποκατάστασης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο πρώτος αποκτά (κατόπιν μεταβίβασης) απευθείας εκ του νόμου την αξίωση του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη (ή των συνεγγυητών) και συνεπώς δικαιούται να διεκδικήσει από τον τελευταίο και να λάβει ό,τι κατέβαλε. Παράλληλα, εξακολουθεί να υφίσταται η αξίωση του εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη από την εσωτερική σχέση που τους συνδέει κάθε φορά (λ.χ. εντολή) και αποτελεί το λόγο για τον οποίο ο εγγυητής εγγυήθηκε υπέρ του πρωτοφειλέτη απέναντι στο δανειστή. Οι δύο αξιώσεις συντρέχουν  παράλληλα και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εγγυητή βάσει ποιας εκ των δύο θα επιδιώξει την ικανοποίηση του δικαιώματός του (305 επ. ΑΚ), προκειμένου να επιτύχει την λήψη από τον πρωτοφειλέτη όσων ο ίδιος κατέβαλε στον δανειστή. 

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top