Legal Insight
Ιούνιος 2023
Δανάη Στάμαργα, ΜΔΕ
Περίληψη: Σε μια συναλλαγή share-deal (μετοχών κοκ), ο φορέας της επιχείρησης παραμένει ο ίδιος και απλώς αλλάζει ο μέτοχος. Στην περίπτωση όμως του asset-deal έχουμε μεταβίβαση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Εκεί τίθεται το ζήτημα της ευθύνης του αποκτώντος για τα χρέη της επιχείρησης τα περιουσιακά στοιχεία της οποίας μεταβιβάστηκαν. Το παρόν άρθρο απαντάει στο ερώτημα πότε ευθύνεται ο αποκτών μια επιχείρηση μέσω asset-deal για τα χρέη αυτής μέσα από την παράθεση πραγματικών περιπτώσεων που έχουν κριθεί από την ελληνική δικαιοσύνη.
1. Εισαγωγικά – Προϋποθέσεις και συνέπειες εφαρμογής της 479 ΑΚ
Στο άρθρο 479 ΑΚ ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή
επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των
μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην
επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. Αντίθετη
συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη
απέναντι τους». Καθιερώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο εκ του νόμου ευθύνη του
αποκτώντος την επιχείρηση ή την περιουσιακή ομάδα, δίχως ο τελευταίος να
χρειάζεται να συναινέσει ή να έχει συναινέσει στην ανάληψη των χρεών του
μεταβιβάζοντος. Ο σκοπός της ανωτέρω διάταξης δεν είναι άλλος από την προστασία
των δανειστών του μεταβιβάζοντος, έναντι των οποίων ήταν υπέγγυα η
μεταβιβαζόμενη περιουσία, η οποία ως οικονομική ενότητα ενέχει και τη δυναμική
ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας του φορέα της, με αντίστοιχη αύξηση των
οικονομικών δυνατοτήτων του τελευταίου προς αντιμετώπιση των χρεών του. Άλλωστε,
και ο αποκτών στις περιπτώσεις αυτές, δεν αποσκοπεί στην απόκτηση ενός
επιμέρους περιουσιακού στοιχείου, αλλά στην απόκτηση ενός συνόλου στοιχείων,
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα στοιχεία του παθητικού της περιουσίας
ή της επιχείρησης.
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης είναι οι εξής: α) μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης,
όπου ως περιουσία, εν προκειμένω, νοείται το σύνολο των δεκτικών
χρηματικής αποτίμησης δικαιωμάτων (ενεργητικό περιουσίας) και ως επιχείρηση
μία οικονομική ενότητα, οργανωμένη στη βάση περιουσιακών αγαθών (υλικών ή
άυλων, π.χ. εργασία, πελατεία, φήμη κ.λπ.) για την ανάπτυξη δραστηριότητας προς
επίτευξη οικονομικών (κερδοσκοπικών) σκοπών, β) χρέη, τα οποία να
ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση και τα οποία να υπήρχαν ήδη κατά το
χρόνο μεταβίβασης, τουλάχιστον κατά το γενεσιουργό τους λόγο (πχ τόκοι για το
χρόνο μετά τη μεταβίβαση από χρέη που προϋπήρχαν, βλ. και 2545/2003 ΕφΑθ,
736/2002 ΑΠ), γ) γνώση
για μεταβίβαση περιουσιακού συνόλου, ιδίως όταν πρόκειται για
μεταβίβαση μεμονωμένου περιουσιακού στοιχείου το οποίο αποτελεί το μόνο ή το
σημαντικότερο τμήμα της περιουσίας ή της επιχείρησης, ο δανειστής που αξιώνει
την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης οφείλει να αποδείξει τη σχετική γνώση του
αποκτώντος (βλ. υπ’ αρ. 1384/2018 ΜΕφΘεσ
σύμφωνα με την οποία μητέρα τριτεγγυήτρια σε έκδοση συναλλαγματικών μεταβίβασε
στην κόρη της διαμέρισμα, το οποίο συνιστούσε το σημαντικότερο περιουσιακό της
στοιχείο και για το λόγο αυτό η κόρη υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των
συναλλαγματικών στον εκδότη τους).
Συνέπεια των ανωτέρω προϋποθέσεων είναι η παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ
μεταβιβάζοντος και αποκτώντος για τα χρέη της περιουσίας ή της
επιχείρησης, που είχαν δημιουργηθεί έως τη μεταβίβαση. Μάλιστα, ο μεν
μεταβιβάζων συνεχίζει να ευθύνεται απεριορίστως, ο δε αποκτών περιορισμένα
μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Έτσι, ο
δανειστής μπορεί επιλεκτικά να εναγάγει και τους δύο μαζί, συγχρόνως ή
διαδοχικώς, ή όποιον από τους δύο επιλέξει (1384/2018 ΜΕφΘεσ).
2. Νομολογιακοί Ενδείκτες
Στο πλαίσιο της ανωτέρω διάταξης και προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο συντρέχει δυνατότητα εφαρμογή αυτής στην εκάστοτε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης τα ελληνικά δικαστήρια θεωρούν κρίσιμα τα εξής στοιχεία: «1) μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ), 2) μεταβίβαση ή μη άϋλων αγαθών και η αξία τους, 3) απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία, 4) μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών» (56/2022 ΕφΑθ, 1850/2006 ΑΠ κ.ά.). Κατά περίπτωση, δε, τα δικαστήρια της χώρας μας έχουν προχωρήσει περαιτέρω στην παράθεση ορισμένων ειδικότερων ενδεικτών, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης, με αποτέλεσμα την εκ του νόμου συνευθύνη μεταβιβάζοντος και αποκτώντος. Παρακάτω εκτίθενται αναλυτικότερα ορισμένοι από τους εν λόγω ενδείκτες:
- Ο κοινός εταιρικός σκοπός μεταβιβάζουσας και αποκτώσας, η χρήση των ίδιων εγκαταστάσεων, ακόμη και του ίδιου τηλεφωνικού αριθμού, η ένταξη αμφότερων των εταιρειών (μεταβιβάζουσας και αποκτώσας) με το σύστημα της σύμβασης δικαιόχρησης (franchise) στο ίδιο δίκτυο καταστημάτων, η μεταβίβαση από τη μία εταιρεία στην άλλη όλων των εμπορευμάτων και του εξοπλισμού αλλά και των άυλων αγαθών της μεταβιβάζουσας (σήμα, διακριτικά γνωρίσματα, φήμη, τεχνογνωσία, οργάνωση και πελατεία) και η παράλληλη λειτουργία των δύο επιχειρήσεων εντός του ίδιου καταστήματος super market για χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους, αναφέρονται στην υπ’ αρ. 9112/2020 ΜΠρΑθ ως ενδείκτες που οδήγησαν στην κατάφαση ευθύνης της νεοσυσταθείσας (αποκτώσας) εταιρείας για τα χρέη της λυθείσας (μεταβιβάζουσας) βάσει του άρθρου 479 ΑΚ. Παρόμοια κριτήρια για την κατάφαση ευθύνης βάσει του ανωτέρω άρθρου αναφέρονται και στις υπ’ αρ. 711/2011 ΕφΑθ και 1831/2008 ΕφΘεσ.
3. Περιπτώσεις μη εφαρμογής της διάταξης
Τέλος, υποστηρίζεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν στο μεταβιβασθέν ακίνητο, παρά το γεγονός ότι αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της περιουσίας του οφειλέτη, υφίστανται βάρη υπέρτερα της αξίας του. Το ανωτέρω κρίθηκε στην υπ’ αρ. 261/2015 ΕφΠειρ «δεδομένου ότι, ως περιουσία, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοείται μόνο το ενεργητικό της, δηλαδή εκείνο που απομένει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων» (βλ. και 1828/2014 ΑΠ σύμφωνα με την οποία «… τα μεταβιβασθέντα ακίνητα, που είχαν βάρη υπέρτερα της αξίας τους, δεν αποτελούσαν περιουσία κατά την έννοια του άρθρ. 479 ΑΚ και συνεπώς ο αποκτών εναγόμενος δεν ευθύνεται έναντι της ενάγουσας μέχρι της αξίας των ακινήτων που αυτή του μεταβίβασε»). Ομοίως, υποστηρίζεται ότι αν γίνουν μεταβιβάσεις των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων σε διάφορα πρόσωπα και με τις μεταβιβάσεις αυτές εξαντλείται η περιουσία του μεταβιβάζοντος, και πάλι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται, εκτός και αν οι περισσότερες μεταβιβάσεις αποτελούν μεθόδευση, ώστε να καταστρατηγηθεί η ρύθμιση. Το τελευταίο κρίθηκε από την υπ’ αρ. 909/2010 ΑΠ, σύμφωνα με την οποία η ΑΚ 479 δεν εφαρμόζεται «όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι δηλαδή οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν» (έτσι και οι ΑΠ 1228/2014, 1995/2014).