1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλών με Πιστωτικό Ίδρυμα

Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλών με Πιστωτικό Ίδρυμα

Κρίσιμα σημεία:

Η υπόθεση αφορούσε σε αντιδικία μεταξύ εταιρείας που δραστηριοποιείται στον τεχνολογικό τομέα και πιστωτικού ιδρύματος. Μετά την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης από το πιστωτικό ίδρυμα, ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ εταιρείας και πιστωτικού ιδρύματος με σκοπό τη ρύθμιση της οφειλής. Ωστόσο, ενώ η διαδικασία της διαπραγμάτευσης ήταν ακόμη εν εξελίξει, το πιστωτικό ίδρυμα πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής και προχώρησε σε κατασχέσεις στους λογαριασμούς της εταιρείας και των εγγυητών.

Η ορθή υποστήριξη της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την αποφυγή είσπραξης από την τράπεζα των χρηματικών ποσών που βρίσκονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και των εγγυητών, αφετέρου, την υποχώρηση του πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις απαιτήσεις του και την υπογραφή συμφωνίας ρύθμισης των οφειλών με ευνοϊκούς όρους για την εταιρεία. 

Η αναστολή της εκτέλεσης που επέσπευδε το πιστωτικό ίδρυμα και η πιθανολόγηση ακύρωσης της διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί, σε συνδυασμό με την αναγκαία καθυστέρηση στην είσπραξη των απαιτήσεων του, λόγω της δικαστικής διαμάχης, υποχρέωσαν το πιστωτικό ίδρυμα να δεχθεί μία ευνοϊκή για την πιστολήπτρια εταιρεία ρύθμιση.

Ιστορικό

Εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της πληροφορικής είχε λάβει το 1991 πίστωση από τραπεζικό ίδρυμα στην Ελλάδα. Οι μέτοχοι της εταιρείας και μέλη του Δ.Σ. της παρείχαν την εγγύησή τους για την πλήρη και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των όρων της σύμβασης. Παράλληλα, άλλη εταιρεία του ίδιου ομίλου, δραστηριοποιούμενη στον τομέα των κατασκευών, είχε ομοίως λάβει πίστωση από το ίδιο τραπεζικό ίδρυμα, είχαν δε παράσχει εγγύηση και για την εν λόγω πίστωση τα ίδια ως άνω φυσικά πρόσωπα. Σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης, η δεύτερη από τις ως άνω εταιρείες διέκοψε τη λειτουργία της, ενώ η πρώτη αυτών εξακολούθησε τη λειτουργία της, ωστόσο, ο τζίρος της μειώθηκε σημαντικά λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Αδυνατώντας, πλέον να καταβάλλει τα ποσά των τόκων για την εξυπηρέτηση των πιστώσεων που είχαν λάβει και οι δύο εταιρείες, η εταιρεία άρχισε να μην εκπληρώνει προσηκόντως τις οφειλές της προς την τράπεζα. Η εταιρεία και οι εγγυητές ξεκίνησαν να υποβάλλουν στην τράπεζα αιτήματα ρύθμισης των οφειλών τους, τα οποία, ωστόσο, η τράπεζα απέρριπτε, ζητώντας, αφενός, περαιτέρω ασφάλειες και, αφετέρου, την καταβολή υψηλότερων ποσών από την εταιρεία. Η τράπεζα, τον Απρίλιο του 2018, προχώρησε στην καταγγελία των συμβάσεων των δύο εταιρειών. Σε συνέχεια της καταγγελίας, η εταιρεία και οι εγγυητές επανήλθαν, αιτούμενοι εκ νέου ρύθμιση. Ενώ όμως η τράπεζα είχε ζητήσει τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας προς αξιολόγηση και η εταιρεία είχε συμμορφωθεί προσκομίζοντάς τα, προχώρησε σε υποβολή αιτήσεων για την έκδοση διαταγών πληρωμής αναφορικά και με τις δύο ως άνω συμβάσεις, διότι ανακάλυψε ότι είχε μεσολαβήσει η μεταβίβαση ενός ακινήτου από τον έναν εκ των εγγυητών προς τρίτο πρόσωπο. Πράγματι, εκδόθηκαν δύο διαταγές πληρωμής σε βάρος των δύο εταιρειών και των εγγυητών συνολικού ποσού περίπου 1.000.000 ευρώ. Η τράπεζα, στη συνέχεια, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας του ενός των εγγυητών. Η εταιρεία και οι εγγυητές επιθυμούσαν, αφενός, να προστατευθούν από την επιβληθείσα κατάσχεση και, αφετέρου, να καταφέρουν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους προς την τράπεζα.


Στρατηγική

Τα σημεία κλειδιά για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης ήταν τα ακόλουθα:

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο έπρεπε να ανασταλεί η διαδικασία της κατάσχεσης εις χείρας των τραπεζικών λογαριασμών του εγγυητή. Εντός 8 ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης έρεπε να εκδοθεί προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου που να αναστέλλει την εκτέλεση. 

Για να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ευδοκίμησης του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής, ήταν ενδεδειγμένη η προσφυγή σε περισσότερα δικαστήρια, ώστε να υπάρξουν περισσότερες δικαστικές κρίσεις. 

Δεδομένου ότι είχε ήδη ασκηθεί ανακοπή τόσο κατά της διαταγής πληρωμής όσο και κατά της εκτέλεσης, κρίσιμο ήταν να ενισχυθούν οι ανακοπές με πρόσθετους λόγους, ώστε να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδοθεί προσωρινή διαταγή και να ανασταλεί η διαδικασία της εκτέλεσης.

Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, σημείο κλειδί αποτελούσε η αναζήτηση πρόσθετων λόγων ανακοπής που θα εξασφάλιζαν στην εταιρεία την νίκη στη δίκη της αναστολής αλλά και της ανακοπής, η οποία είχε προσδιοριστεί για ένα έτος αργότερα. Συνεπώς, η νίκη στο δικαστήριο της αναστολής θα εξασφάλιζε στην εταιρεία μία διαπραγματευτικά ισχυρή θέση, ώστε να μπορέσει να έρθει σε συμφωνία με την τράπεζα. 


Αποτέλεσμα

Η εταιρεία έδωσε δύο μάχες σε επίπεδο προσωρινής διαταγής και άλλες δύο σε επίπεδο ασφαλιστικών. Ο πρώτος δικαστής απέρριψε το αίτημα προσωρινής διαταγής με το οποίο η εταιρεία ζητούσε την αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής. Μία ημέρα αργότερα, ωστόσο, χορηγήθηκε από τον δικαστή προσωρινή διαταγή που διέτασσε την αναστολή της εκτέλεσης. Ακολούθησαν οι δίκες επί των αιτήσεων αναστολής, όπου, πιθανολογώντας το δικαστήριο την ευδοκίμηση των ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής και κατά της εκτέλεσης, διέταξε την αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής και την αναστολή της διαδικασίας της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Αμφότερες οι ως άνω αποφάσεις δέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Από όλη την ανωτέρω εξέλιξη κι χρονική αλληλουχία της άνω διαδικασίας πιθανολογείται ότι η καθ’ ης καταχρηστικά προχώρησε στη δεδομένη χρονική στιγμή […] στην άσκηση των αξιώσεών της εκ της ανωτέρω συμβάσεως πιστώσεως με την κατάθεση της ανωτέρω αίτησής της προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Και τούτου, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα, πέραν του ότι δεν τήρησε την άνω διαδικασία του ΚΔΤ και συγκεκριμένα τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων κατά τις διακρίσεις, που ανωτέρω αναφέρθηκαν, στην προκείμενη περίπτωση προχώρησε στην άσκηση των αξιώσεών της εν μέσω διαπραγματεύσεων εν αγνοία των αιτούντων και ενώ είχε δημιουργήσει σε αυτούς την εύλογη πεποίθηση μέχρι τότε ότι θα διευθετηθεί η οφειλή και θα διακανονισθεί εκ νέου δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη αιτούσα υπήρξε συνεπής πελάτης της για χρονικό διάστημα υπέρτερο της εικοσαετίας και τα μέρη πίστευαν ότι βρίσκονταν κοντά στην εξεύρεση λύσης, Μάλιστα, ο χρόνος αναμονής των σχετικών δικαιολογητικών, που ζητούνταν από τους αιτούντες δεν ήταν τέτοιος ώστε να αναιρεί την άσκηση των δικαιωμάτων της καθ’ ης. Η καθ’ ης σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που ισχύουν στις συναλλαγές θα έπρεπε να αναμένει την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας που είχε ξεκινήσει και σε περίπτωση αποτυχίας να γνωστοποιήσει ρητά αυτό στους αιτούντες και όχι να διαπραγματεύεται τη διευθέτηση της οφειλής προς αποφυγή της δικαστικής διεκδίκησης και συγχρόνως, εν μέσω διαπραγματεύσεων προς αποφυγή δικαστικής διεκδίκησης, να προβαίνει σε δικαστική ενέργεια προς άσκηση των αξιώσεών της. Μάλιστα, δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται εντός διμήνου από το χρονικό σημείο της εκδόσεώς της άλλως χάνει αυτοδικαίως την ισχύ της, η όποια διαπραγμάτευση της καθ’ ης με τους αιτούντες κι με χρονικό ορίζοντα επίδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής μέχρι τις […] κρίνεται σε ότι αφορά την καθ’ ης ως διαπραγμάτευση κατ’ επίφαση, δεδομένου ότι οι ενέργειες δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης πιθανολογείται ότι είχαν αποφασισθεί ήδη όταν ξεκίνησε η διαδικασία εξεύρεσης λύσης και η καθ’ ης δημιούργησε εύλογη πεποίθηση ότι θα βρεθεί τέτοια λύση. […] Πιθανολογείται, επομένως, ότι ο σχετικός λόγος των πρόσθετων λόγων ανακοπής (καταχρηστική άσκηση της αξίωσης της καθ’ ης διά της υποβολής αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής), που αφορά ουσιαστικά την απαίτηση θα γίνει δεκτός και θα ακυρωθεί το άνω κατασχετήριο εις χείρας των άνω τραπεζών ως τρίτων και κατά του τρίτου ανακόπτοντος οφειλέτη».  

Η εταιρεία είχε πλέον εξασφαλίσει την προστασία της από κάθε πράξη εκτέλεσης για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο. Η τράπεζα, γνωρίζοντας ότι έπρεπε πλέον να αναμείνει τουλάχιστον ενάμιση χρόνο και ότι είχε ήδη πιθανολογηθεί σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής και της εκτέλεσης, επανήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πεπεισμένη ότι με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θα καθυστερούσε πολλά χρόνια να εισπράξει την απαίτησή της, αποφάσισε να προβεί σε μία γενναία διαγραφή των οφειλών των δύο εταιρειών. Έτσι, ενώ οι οφειλές των δύο εταιρειών ανέρχονταν κατά την τράπεζα μαζί με τους τόκους στο ποσό περίπου των 1.400.000 ευρώ, συμφωνήθηκε η εταιρεία και οι εγγυητές να αποπληρώσουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα το ποσό των 800.000 ευρώ προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε οφειλής τους προς την τράπεζα.

Συμπέρασμα

Η άμεση αντίδραση των οφειλετών στην επιβληθείσα από την τράπεζα κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας του εγγυητή απέβη ιδιαίτερα κρίσιμη για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Το γεγονός ότι η τράπεζα δεν θα μπορούσε να κινήσει άμεσα διαδικασία εκτέλεσης, λόγω της χορηγηθείσας αναστολής, αλλά και η πιθανολόγηση των λόγων ανακοπής στο πλαίσιο των αιτήσεων αναστολής, εξώθησαν την τράπεζα στην σύναψη συμφωνίας ρύθμισης, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που θα συνεπαγόταν ως προς την ικανοποίησή της τυχόν αποδοχή της ανακοπής των οφειλετών.  

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top