Εξεδόθη πρόσφατα διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών με την οποία τέθηκαν στο αρχείο (απερρίφθησαν) δύο εγκλήσεις κατά εντολέων μας (οι οποίες λόγω συνάφειας είχαν συνενωθεί σε κοινή ποινική δικογραφία). Με αυτές οι εγκαλούντες ζητούσαν την άσκηση ποινικής δίωξης για τα κακουργήματα α) της κατ’ εξακολούθηση παράνομης επέμβασης σε σύστημα αρχειοθέτησης προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν ποινικές καταδίκες με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 € (φερόμενη παραβίαση αρ. 38 παρ. 3 και 4 Ν.4624/2019 σε συνδυασμό με το αρ. 10 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ΕΕ 679/2016 - GDPR) και β) της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω με σκοπούμενη περιουσιακή ωφέλεια άνω των 120.000 € (φερόμενη παραβίαση του αρ. 386 παρ. 1 ΠΚ). Ο εισαγγελέας απέρριψε τις εν λόγω εγκλήσεις ως νομικά αβάσιμες. Ως προς το ζήτημα της παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων διαλαμβάνεται κρίση κατά την οποία α) η τηρούμενη ενώπιον εισαγγελικής ή εν γένει δικαστικής αρχής δικογραφία δε συνιστά σύστημα αρχειοθέτησης κατά την έννοια του ως άνω νόμου και του κανονισμού, και ότι β) σε κάθε περίπτωση, η κατόπιν νομίμου αιτήματος λήψη εγγραφών από σχετική ποινική δικογραφία δε συνιστά παράνομη επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων, ακόμη κι αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν για σκοπό διάφορο από τον αναγραφόμενο στο επίμαχο αίτημα λήψης τους (κάτι που φυσικά δεν συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση καθώς υπήρχε συνάφεια μεταξύ του περιγραφόμενου στην αίτηση σκοπού και χρήσης, ως έγινε δεκτό), καθώς προϋπόθεση αξιοποίνου της μετέπειτα χρήσης συνιστά η παράνομη επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης. Ως προς την κατηγορία της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω κρίθηκε ότι αυτή, επίσης, δεν στοιχειοθετείται νομικά καθώς το ένδικο βοήθημα των φερόμενων ως δραστών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ουδόλως εξετάστηκε στην ουσία του και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεξε, εκ των πραγμάτων, δυνατότητα παραπλάνησης δικαστικών λειτουργών εκ των φερόμενων παραπλανητικών ισχυρισμών.