1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η ακύρωση διαταγής πληρωμής τράπεζας κατόπιν άσκησης ανακοπής από δανειολήπτη


anakoph-kata-diataghs-plhrwmhs

Legal Insight

Οκτώβριος 2021

Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ mult., MSc.

Περίληψη: Η πρώτη ενέργεια ενός πιστωτικού ιδρύματος για την είσπραξη της απαίτησής του κατά του οφειλέτη είναι συνήθως η έκδοση διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας μπορεί στη συνέχεια να ξεκινήσει εκτέλεση με την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Πολύ συχνά, ωστόσο, η εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής περιέχει σφάλματα που μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση αυτής, καθώς και των μετέπειτα πράξεων εκτέλεσης που έλαβαν χώρα βάσει αυτής. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι πλέον σημαντικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής.

1. Εισαγωγή

Οι τράπεζες ή οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (τα περίφημα “funds” ή “servicers”) έχουν δύο επιλογές προκειμένου να διεκδικήσουν τις φερόμενες απαιτήσεις τους από τους οφειλέτες – δανειολήπτες. Η πρώτη επιλογή είναι η άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου και η έκδοση σχετικής απόφασης, δυνάμει της οποίας, εφόσον καταστεί τελεσίδικη (κριθεί δηλαδή σε δεύτερο βαθμό) μπορούν να κινήσουν διαδικασία εκτέλεσης με την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό τυχόν περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η επιλογή αυτή έχει το μειονέκτημα ότι, ιδίως στα μεγάλα πρωτοδικεία της χώρας μας, απαιτείται η παρέλευση αρκετών ετών μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί ασκηθείσας αγωγής. Η δεύτερη επιλογή, στην οποία καταφεύγουν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι τράπεζες, είναι η έκδοση διαταγής πληρωμής. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται μετά από αίτηση του δανειστή, χωρίς να ακουστεί καταρχήν ο οφειλέτης και πρόκειται για μία ταχεία διαδικασία απόκτησης εκτελεστού τίτλου εντός λίγων μόνον μηνών. Ωστόσο, ακριβώς λόγω της ταχύτητας και του αιφνιδιασμού του οφειλέτη, ο οποίος δεν έχει εισφέρει την άμυνά του στην όλη διαδικασία, η έκδοση διαταγής πληρωμής εξαρτάται από πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, η βασικότερη εκ των οποίων συνίσταται στο ότι πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που να έχει αποδεικτική ισχύ κατά τους ορισμούς του νόμου. Συνεπώς, ο οφειλέτης, αμυνόμενος κατά μιας διαταγής πληρωμής, μπορεί, πέραν των ουσιαστικών λόγων αμφισβήτησης της απαίτησης της τράπεζας, να προτείνει και ένα πλήθος τυπικών λόγων που μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε σφάλματα που απαντώνται συχνά σε διαταγές πληρωμής που εκδίδονται από τράπεζες ή εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και, εφόσον προβληθούν από τον οφειλέτη, μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση αυτών. 

2. Λόγοι ακύρωσης διαταγής πληρωμής

A. Μη προσκόμιση πρωτότυπων ή νομίμως επικυρωμένων εγγράφων (συμβάσεων, καταγγελιών, κινήσεων του λογαριασμού, συμβάσεων μεταβίβασης της απαίτησης) προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), διαταγή πληρωμής μπορεί εκδοθεί εφόσον, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ως έγγραφο νοείται καταρχήν από τη διάταξη το πρωτότυπο έγγραφο, ήτοι αυτό που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή (εν προκειμένω) του δανειολήπτη. Σύμφωνα, ωστόσο με τη διάταξη του άρθρου 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ: «Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα». Συνεπώς, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο που προσκομίζεται σε πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο. Σε περίπτωση που ο δανειστής προσκομίσει προς έκδοση της διαταγής πληρωμής κάποιο εκ των εγγράφων (λ.χ. την αρχική σύμβαση δανείου) σε απλό αντίγραφο, τότε η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται κατόπιν ανακοπής λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης. 

B. Ανυπαρξία στη σύμβαση πίστωσης/δανείου δικονομικής συμφωνίας σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των αποσπασμάτων κίνησης του λογαριασμού του δανείου. 

Προς διευκόλυνση της απόδειξης της απαίτησης των τραπεζών, στη συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζικών συμβάσεων υπάρχει όρος σύμφωνα με τον οποίο η απαίτηση της τράπεζας και το ποσό της αποδεικνύεται βάσει του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας που αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού δανείου. Ο όρος αυτός αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία έγκυρη δικονομική σύμβαση. Ο όρος αυτός έχει συνήθως το ακόλουθο περιεχόμενο: «Απόσπασμα που θα έχει εξαχθεί από τα βιβλία της Τράπεζας ή αντίγραφο αυτών και θα εμφανίζει τον ή τους παραπάνω λογαριασμούς και το υπόλοιπο που θα οφείλεται συμφωνείται ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας κατά του Οφειλέτη, επιτρεπομένης όμως της ανταπόδειξης». Σε περίπτωση, ωστόσο, που ο εν λόγω όρος δεν έχει περιληφθεί στη σύμβαση δανείου, και η τράπεζα προς έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίσει απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων με την κίνηση του λογαριασμού, η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν ανακοπής, λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης. Αντίστοιχα, η μη αναφορά στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής της ύπαρξης της ως άνω δικονομικής συμφωνίας, ομοίως οδηγεί σε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, κατόπιν προβολής του οικείου λόγου.

Ενδεικτικά, η υπ’ αριθμ. 2672/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δέχθηκε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα τα ακόλουθα: «Κατά συνέπεια, ως προς την πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχο, τα προσκομισθέντα μηχανικά αποσπάσματα εξαχθέντα από τα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή έχουν μεν αποδεικτική ισχύ κατά τα άρθρα 447, 448§1 ΚΠολΔ, ως προς τις επί μέρους εγγραφές τους, πλην όμως εφόσον αποδεικνύεται ότι ελλείπει η δικονομική συμφωνία περί απόδειξης δια του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή και του προσδιορισθέντος σε αυτά χρεωστικού κατάλοιπου του λογαριασμού δεν μπορούν να θεμελιώσουν την έκδοση διαταγής πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού».

Γ. Προσκόμιση προς απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας μηνιαίων δελτίων ενημέρωσης υπολοίπου αντί αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας. 

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, το απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας μπορεί να συμφωνηθεί ότι παρέχει πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη και το ποσό της απαίτησης. Ο λόγος που τα εμπορικά βιβλία μπορούν με συμφωνία να αναχθούν σε αποδεικτικό μέσο που παρέχει πλήρη απόδειξη, παρά το γεγονός ότι δεν φέρουν την υπογραφή του οφειλέτη, συνίσταται ιδίως στο γεγονός ότι τηρούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Πολλές φορές, ωστόσο, οι τράπεζες προσκομίζουν, αντί για το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, τις μηνιαίες επιστολές που αποστέλλονται στον οφειλέτη προς ενημέρωση του υπολοίπου του δανείου του, στις οποίες, ωστόσο, δεν δύναται να προσδοθεί η ως άνω αναφερόμενη αποδεικτική ισχύς. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν άσκησης ανακοπής. 

Έτσι, η υπ’ αριθμ. 1052/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών έχει κρίνει σχετικά ότι: «…οι προσκομισθέντες μηνιαίοι λογαριασμοί δεν συνιστούν αποσπάσματα εξαχθέντα από εμπορικά βιβλία, προκύπτει εν προκειμένη ότι η επιδικασθείσα με την […] Διαταγή Πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης που πηγάζει από το καταγγελθέν τοκοχρεωλυτικό δάνειο δεν αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα με εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως αποδεικτική δύναμη. Ελλειπούσης επομένως της διαδικαστικής προϋπόθεσης της εγγράφου αποδείξεως, η Διαταγή Πληρωμής είναι ακυρωτέα». 

Δ. Μη προσκόμιση πλήρους αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας.

Πολύ συχνά, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η ως άνω δικονομική συμφωνία και οι τράπεζες προσκομίζουν πράγματι απόσπασμα από τα εμπορικά τους βιβλία, το απόσπασμα αυτό δεν αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού του δανείου από την εκταμίευσή του μέχρι την καταγγελία του. Ωστόσο, βάσει της νομολογίας των δικαστηρίων από το απόσπασμα πρέπει να προκύπτουν όλες οι χρεοπιστώσεις που έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο του δανείου, διαφορετικά η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα. 

Η υπ’ αριθμ. 273/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεχόμενη ότι: «…προκύπτει ότι δεν αποτυπώνεται η πλήρης κίνηση του λογαριασμού από την ημερομηνία κατάρτισης της αρχικής σύμβασης την 18η-3-1999, αλλά οι πρώτες εγγραφές αρχίζουν από την 30η-12-2008 έως την 9η-8-2011 και ακολούθως από την 15η-11-2012 έως την 21η-1-2016. Ως εκ τούτου, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των ανακοπτόντων, η κίνηση του λογαριασμού δεν αποδεικνύεται εγγράφως στο σύνολό της, καθώς είναι προφανές ότι υπάρχουν εγγραφές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν, μολονότι τούτο απαιτείται, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την έκδοση διαταγής πληρωμής. […] Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αναφερομένων, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή».

Ε. Μη απόδειξη της μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα στην εταιρεία ειδικού σκοπού (σε περίπτωση που την έκδοση της διαταγής πληρωμής ζήτησε η εταιρεία διαχείρισης).

Πολύ συχνά την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν υποβάλλει η τράπεζα, αλλά εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, κατόπιν μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η εταιρεία διαχείρισης, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συντελεστεί η μεταβίβαση της απαίτησης προσκομίζει την περίληψη της σύμβασης μεταβίβασης, όπως αυτή καταχωρίζεται στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Πρόκειται για μία σύντομη περίληψη 3-4 σελίδων, όπου αποτυπώνονται ελάχιστοι από τους όρους της μεταβίβασης. 

Η νομολογία των δικαστηρίων μας έχει επανειλημμένως κρίνει ότι για την απόδειξη της μεταβίβασης της απαίτησης από πιστωτικό ίδρυμα σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων δεν αρκεί η προσκόμιση απλώς της περίληψης της οικείας μεταβιβαστικής σύμβασης, δεδομένου ότι από αυτήν ο οφειλέτης δεν μπορεί να αποκτήσει γνώση των όρων της μεταβίβασης και, επομένως, δυσχεραίνεται η άμυνά του. 

Ενδεικτικά, η υπ’ αριθμ. 63/2013 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, έκρινε ως προς το εν λόγω ζήτημα: «Ειδικότερα με την άνω αίτηση η εκεί αιτούσα και ήδη καθής επικαλέστηκε και προσκόμισε ως έγγραφα απόδειξης […] 4) Επικυρωμένο απόσπασμα της από 6.11.2006 σύμβασης εκχώρησης, που καταχωρήθηκε σε περίληψη στον τόμο ... αριθμό ... του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, 5) Το από 14.11.2007 επικυρωμένο αντίγραφο του παραρτήματος των βιβλίων του ν. 2844/2000 του άνω Ενεχυροφυλακείου, που έχει καταχωρηθεί στον τόμο . αριθμό . και 6) Την με αριθμ. πρωτ. 106/6.11.2006 σύμβαση διαχείρισης δανειακών επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της αιτούσας και της άνω Τράπεζας και έχει καταχωρηθεί στον τόμο ... αριθμό ... του άνω Ενεχυροφυλακείου, […] Από τα ανωτέρω όμως έγγραφα δεν αποδεικνύεται εγγράφως η νομιμοποίηση της τότε αιτούσας και ήδη καθής για την υποβολή της ανωτέρω αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης εκχώρησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθής και της ανωτέρω Τράπεζας από το οποίο και θα προέκυπταν οι όροι της ανωτέρω σύμβασης». 

Στ. Μη υπογραφή της καταγγελίας από πρόσωπο που εκπροσωπεί την τράπεζα/εταιρεία διαχείρισης. 

Προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό (αλλά και από τοκοχρεολυτικό δάνειο στις περιπτώσεις που η έκδοση της διαταγής πληρωμής λαμβάνει χώρα πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας του δανείου) είναι η καταγγελία της σύμβασης και η προσκόμιση του εγγράφου της ενώπιον του δικαστή που θα εκδώσει τη διαταγή. Η καταγγελία, ως πράξη του νομικού προσώπου της τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης, πρέπει καταρχήν να προέρχεται από τα πρόσωπα που νομίμως εκπροσωπούν το εν λόγω νομικό πρόσωπο, ήτοι, καταρχήν, από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί σχετικά. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η καταγγελία δεν προέρχεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά από απλούς υπαλλήλους της τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης, χωρίς, ωστόσο, να προσκομίζεται σχετική εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον υπάλληλο η αντίστοιχη εξουσία. 

Μία τέτοια περίπτωση απασχόλησε την απόφαση υπ’ αριθμ. 1990/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι: «Την ανωτέρω από 9.5.2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία δεν προέκυψε ότι υπέγραψαν τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αλλά την υπέγραψαν, οι Σ.Τ. και Α.Ν. […] Κατά τη συζήτηση δε της υπόθεσης και μέχρι το τέλος αυτής η καθ’ ης δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι είχε δοθεί έγκυρα η πληρεξουσιότητα στους ανωτέρω για καταγγελία της σύμβασης δανείου, ή ότι μεταγενέστερα η ίδια η καθ’ ης ενέκρινε, διά των αρμοδίων εκπροσωπευτικών της οργάνων, την καταγγελία, ούτε δήλωσε, παριστάμενη με τον νόμιμο εκπρόσωπό της στο δικαστήριο, την έγκριση της καταγγελίας της σύμβασης δανείου με δήλωσή της καταχωριζόμενη στα πρακτικά […] Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια καθ’ ης το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από την οφειλέτιδα ανακόπτουσα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό». 

Ζ. Εσφαλμένη επίδοση της διαταγής πληρωμής και αυτοδίκαιη απώλεια της ισχύος της μετά την πάροδο 2 μηνών από την έκδοσή της. 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 630Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει». Βάσει του ως άνω άρθρου, εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, η διαταγή πληρωμής πρέπει να επιδοθεί – και μάλιστα εγκύρως – στο πρόσωπο κατά του οποίου απευθύνεται. Σε περίπτωση, λοιπόν, που για οποιονδήποτε λόγο, είτε δεν λάβει χώρα η επίδοση εντός του διμήνου, είτε λάβει μεν χώρα επίδοση, αλλά αυτή δεν είναι έγκυρη, π.χ. επειδή η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε τοποθεσία που αποδείχθηκε ότι δεν αποτελούσε την κατοικία του οφειλέτη, τότε το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης ανακοπής, αναγνωρίζει το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής. 

Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπ’ αριθμ. 5095/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επί παρόμοιου ζητήματος έκρινε τα εξής: «Επιπροσθέτως και αναφορικά με τον τρίτο αιτούντα πιθανολογήθηκε ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε σε αυτόν νομίμως. Ειδικότερα: Ο τρίτος αιτών είναι κάτοικος Παλαιού Φαλήρου Αττικής επί της οδού […] γεγονός το οποίο ουδόλως αμφισβητείται. Από την υπ’ αριθμ. […] έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών […] προκύπτει ότι ο τρίτος αιτών αναζητήθηκε προς επίδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επί της οδού […] στον Νέο Κόσμο Αττικής, όπου βρίσκεται η έδρα της πρώτης αιτούσας και συγχρόνως τόπο εργασίας της συζύγου του και 2ης αιτούσας, η, δε, ανωτέρω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για λογαριασμό του στη δεύτερη αιτούσα σύζυγό του υπό την ιδιότητα αυτής ως συνεργάτιδας (βλ. το κείμενο της άνω εκθέσεως επιδόσεως). Πλην, όμως, ο τρίτος αιτών ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι ήταν κατά τον χρόνο της άνω επιδόσεως εργαζόμενος στην πρώτη αιτούσα εταιρεία και επομένως η έδρα της πρώτης αιτούσας στην προαναφερόμενη οδό δεν συνιστά τη διεύθυνση εργασίας του τρίτου αιτούντος και επομένως ουδέποτε έλαβε χώρα επίδοση προς αυτόν της άνω διαταγής πληρωμής […] η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θεωρείται ότι έχει χάσει αυτοδικαίως την ισχύ της ως προς τον τρίτο αιτούντα κατ’ άρθρο 630 Α ΚΠολΔ». 

Η. Ακυρότητα διαταγής πληρωμής λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της Τράπεζας.

Οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εθνική οικονομία, έχουν και αυξημένα καθήκοντα επιμέλειας έναντι των δανειοληπτών. Ιδίως μετά τη θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (ΚΔΤ), έχει συγκροτηθεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κανόνων που καθορίζει, κατά στάδια, τη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση που εκδηλώνεται δυσκολία του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, αυτές, οι τράπεζες ή οι εταιρείες διαχείρισης, πρέπει να επιδεικνύουν μία υπεύθυνη στάση και, τηρώντας τον ΚΔΤ, να διαπραγματεύονται καλόπιστα με τον δανειολήπτη, προς εξεύρεση μίας λύσης ρύθμισης της οφειλής του, και όχι να προβαίνουν απευθείας σε καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, ιδίως εάν και ο δανειολήπτης δείχνει έμπρακτα τη διάθεσή του να διαπραγματευτεί τον τρόπο εξυπηρέτησης της οφειλής. Υποχρεούνται δε κατά τον ΚΔΤ, κατόπιν αξιολόγησης των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη, να υποβάλλουν πρόταση ρύθμισης της οφειλής του, η οποία δεν πρέπει να είναι προσχηματική, και επί της οποίας ο δανειολήπτης έχει ρητώς δικαίωμα να υποβάλλει δική του αντιπρόταση. Στην περίπτωση δε που, αγνοώντας τις επιταγές του ΚΔΤ, προχωρούν απευθείας στην καταγγελία της σύμβασης και στη λήψη δικαστικών μέτρων, η εν λόγω καταγγελία μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τυχόν εκδιδόμενη κατόπιν διαταγή πληρωμής (για περισσότερα βλ. κι εδώ). 

Θ. Ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικής υποβολής της αίτησης για έκδοσή της. 

Σε αντιστοιχία με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, η υποβολή αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με τον δανειολήπτη μπορεί να κριθεί καταχρηστική και να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που έκρινε η υπ’ αριθμ. 5095/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «Και ενώ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2018 είχε ξεκινήσει μια διαδικασία εξεύρεσης λύσης και διευθέτησης εκ νέου της οφειλής, το αρμόδιο τμήμα της καθ’ ης κατέθεσε στις 9-7-2018 στο Πρωτοδικείο Αθηνών την από 5-7-2018 αίτηση της κατά των νυν αιτούντων προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό των 485.912,89 ευρώ από το κλείσιμο της ανωτέρω σύμβασης πιστώσεως. Δηλαδή, ενώ η καθ’ ης βρισκόταν ήδη από πιο πριν σε διαδικασία για την εξεύρεση λύσης προς διευθέτηση της οφειλής και γνώριζε ότι οι αιτούντες είχαν αναθέσει σχετική εντολή σε οικονομικό σύμβουλο για να τους εκπροσωπεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην όλη διαδικασία, που διεξαγόταν για να αποφευχθεί η δικαστική οδός, κατέθεσε συγχρόνως την ανωτέρω αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που συνιστά επιθετική πράξη και κίνηση δικαστικής διαδικασίας σε βάρος αυτού με τον οποίο βρίσκεται σε διαπραγμάτευση και εν προκειμένω τους αιτούντες, ενώ, περαιτέρω, δύο μέρες μετά την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως και δη στις 11-7-2018 συνέχιζε το αρμόδιο τμήμα της καθ’ ης να αποστέλλει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να ζητάει στοιχεία καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. […] Διαταγής Πληρωμής». 

Ι. Ακυρότητα διαταγής πληρωμής ως προς τον εγγυητή λόγω απαλλαγής του από την εγγύηση κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης δανείου. 

Σε πολλές περιπτώσεις μετά την αρχική σύμβαση πίστωσης/δανείου καταρτίζονται πρόσθετες πράξεις αυτής, με τις οποίες επέρχεται μία πολύ ουσιώδης αλλαγή στους όρους της σύμβασης, όπως λ.χ. όταν μεταβάλλεται το νόμισμα της πίστωσης ή όταν αλλάζει ο τρόπος εξυπηρέτησής της από αλληλόχρεο λογαριασμό σε τοκοχρεολυτικό δάνειο. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι επέρχεται μία τόσο σημαντική αλλοίωση στον ενοχικό δεσμό μεταξύ οφειλέτη και τράπεζας, ώστε πρόκειται στην ουσία για μία νέα σύμβαση. Πρόκειται για περίπτωση ανανέωσης της ενοχής κατά τη διάταξη του άρθρου 436 του Αστικού Κώδικα, οπότε επέρχεται απόσβεση της παλαιάς ενοχής και δημιουργία μίας νέας ενοχής, ενώ παράλληλα η ανανέωση έχει ως συνέπεια και την απόσβεση τυχόν ασφαλειών που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο της αρχικής οφειλής (π.χ. εγγύηση, προσημείωση υποθήκης κλπ). Εάν, λοιπόν, ο εγγυητής δεν υπογράψει την εν λόγω πρόσθετη πράξη, δεν φέρει πλέον ευθύνη, αφού η ευθύνη του από την αρχική σύμβαση έχει πλέον αποσβεσθεί. 

Χαρακτηριστική είναι η απόφαση υπ’ αριθμ. 1008/2016 του Εφετείου Αθηνών (αφορούσε σε αλλαγή του νομίσματος του δανείου κατόπιν υπογραφής πρόσθετης πράξης), η οποία έκρινε: «Η δυνατότητα χορήγησης της πίστωσης και σε συνάλλαγμα προβλέφθηκε για πρώτη φορά με την από 15.3.2001 πρόσθετη πράξη τροποποίησης των όρων πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης, της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας και του ετέρου των συνεγγυητών, και η οποία (πρόσθετη πράξη), δεν φέρει την υπογραφή της ανακόπτουσας και δεν καλύπτεται από τη δοθείσα εγγύηση της ανακόπτουσας. […] Πρέπει να επισημανθεί ότι η σύμβαση, με την οποία δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσει η σύμβαση και σε ξένο νόμισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσθετη σύμβαση, με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, διότι εν προκειμένω δεν αυξάνεται το ποσό της σύμβασης, αλλά επέρχεται άλλου είδους μεταβολή, […], η οποία μάλιστα είναι ουσιώδης, δεδομένου ότι η ισοτιμία των ξένων νομισμάτων δεν είναι σταθερή και είναι δυνατόν να επηρεαστεί από παράγοντες που είναι αστάθμητοι και δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί». 

Εξίσου σημαντική είναι η υπ’ αριθμ. 1695/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (αφορούσε σε μετατροπή αλληλόχρεου λογαριασμού σε τοκοχρεολυτικό δάνειο), η οποία έκρινε: «Από τα ανωτέρω αναφερόμενα συνάγεται ότι μεταξύ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας και της καθ’ ης Τράπεζας […] καταρτίστηκε νέα σύμβαση χρεωλυτικού δανείου, εξοφλητέου σε ισόποσες αυτοτελείς δόσεις, με διαφορετικό (αυξημένο) επιτόκιο, για το οποίο (δάνειο) τηρήθηκε ο δανειακός λογαριασμός με αριθμό 14811999, χωρίς στήλες χρέωσης και πίστωσης, με το προϊόν δε του δανείου που εκταμιεύθηκε πιστώθηκαν αυθημερόν οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί της υφιστάμενης μεταξύ των μερών σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, οι οποίοι μηδενίστηκαν. Η ανωτέρω σύμβαση είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το χρεωλυτικό δάνειο, από τη φύση τους δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού… Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα δεν εγγυήθηκε εγγράφως την αποπληρωμή της σύμβασης της νέας σύμβασης δανείου […] Συνεπώς, εφόσον έπαυσε να ισχύει η αρχική σύμβαση της πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, η ανακόπτουσα απελευθερώθηκε από τη σύμβαση εγγύησης (άρθρο 864 ΑΚ) . Ενόψει όλων αυτών, η έκδοση της υπ’ αριθ. […] διαταγής πληρωμής […] είναι άκυρη». 

ΙΑ. Καταχρηστικοί Γενικοί όροι Συναλλαγών

Στις τραπεζικές συμβάσεις συνήθως τίθενται όροι, οι οποίοι είναι αδιαφανείς και με τη χρήση των οποίων η τράπεζα συνήθως επιβαρύνει τον καταναλωτή – δανειολήπτη με παράνομες χρεώσεις. Οι συνηθέστεροι όροι που εντοπίζονται σε δανειακές συμβάσεις και έχουν οδηγήσει σε ακύρωση της μετέπειτα εκδοθείσας διαταγής πληρωμής είναι οι ακόλουθοι:

- Ο υπολογισμός των τόκων της πίστωσης βάσει έτους 360 αντί 365 ημερών. Ο όρος αυτός συνεπάγεται μία περαιτέρω μικρή επιβάρυνση για τον καταναλωτή. 

- Η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75, ήτοι εισφοράς – φορολογικής επιβάρυνσης η οποία επιβάλλεται το πρώτον στα πιστωτικά ιδρύματα και ιστορικά ο λόγος της επιβολής της συνδέεται με την ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας. 

- Η αναπροσαρμογή του επιτοκίου με βάση αόριστα και αδιαφανή κριτήρια. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 178/2004 Πράξη της Επιτροπής Πιστωτικών και Τραπεζικών Θεμάτων, στην περίπτωση που συμφωνείται κυμαινόμενο επιτόκιο στη σύμβαση, πρέπει η αναπροσαρμογή του να γίνεται βάσει ενός γνωστού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού δείκτη, ενός δείκτη, δηλαδή, που ο καταναλωτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον γνωρίζει. Τέτοιοι δείκτες είναι λ.χ. το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το επιτόκιο Euribor, το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων του Δημοσίου. Ωστόσο, πολύ συχνά οι τράπεζες εξαρτούν την αναπροσαρμογή του επιτοκίου της σύμβασης από αόριστα κριτήρια, όπως λ.χ. «το κόστος του χρήματος» ή «οι συνθήκες της αγοράς», με αποτέλεσμα να μπορεί κατά το δοκούν να αυξάνει το συμβατικό επιτόκιο (για περισσότερα βλ. κι εδώ).

Σημειώνεται ότι συνήθως οι παλαιότερες συμβάσεις και δη όσες έχουν καταρτιστεί πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης εμφανίζουν περισσότερους προβληματικούς όρους. 

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top