Εκδόθηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 150/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτελεστότητας Διαταγής Πληρωμής, ύψους περίπου 130.000 ευρώ, εκδοθείσας κατόπιν σχετικής αίτησης πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση. Το δικαστήριο πιθανολόγησε την ευδοκίμηση λόγου ανακοπής που αφορούσε την αδιάφανεια συμβατικού όρου, περιεχόμενου στην πιστωτική σύμβαση που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης της επίμαχης διαταγής πληρωμής, που προέβλεπε τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών. Κατά τις κρίσιμες σκέψεις της εν λόγω απόφασης, «…ο όρος της σύμβασης που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή […]. Περαιτέρω, … ο όρος περί υπολογισμού τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι των 365, αντίκειται στην Κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ Ζ1-178/13.2.2001, κατά το ρητό περιεχόμενό της, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, καθώς ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται με βάση την ως άνω διάταξη…». Μάλιστα, αναφορικά με τις συνέπειες της αναγνώρισης της ακυρότητας του σχετικού συμβατικού όρου για το κύρος της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο έκρινε ότι «… δεν υπάρχει μερική ακυρότητα στην προκειμένη περίπτωση της διαταγής πληρωμής που αφορά μόνο στους υπολογισθέντες τόκους με βάση το έτος των 360 ημερών, όπως ισχυρίζεται, αβασίμως, η καθ’ ης με τους περί του αντιθέτου λόγους, τους οποίους αναπτύσσει στο σημείωμά της, αλλά πλήττεται συνολικά το κύρος αυτής, αφού δεν είναι εφικτός, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα δυνάμει των οποίων εκδόθηκε, ο διαχωρισμός των ποσών αυτών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ούτε καν με βάση απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, ώστε να προκύπτει από αυτά το ακριβές ποσό της απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής». Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο ανέστειλε την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής κατά αυτής, διατάσσοντας, παράλληλα, τη μη εμφάνισή της σε αρχεία δεδομένων που διατηρούν πιστωτικά ιδρύματα (ή λειτουργούν χάριν αυτών).