Legal Insight
Νοέμβριος 2022
Γιώργος Ζαούρης, Ασκ. Δικηγόρος
Περίληψη: Στο παρόν άρθρο αναλύονται νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου σε ιδιώτες μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (Ε.Α.Τ.).
Α. Τι είναι η ΕΤΕΑΝ Α.Ε. (και νυν Ε.Α.Τ. ΑΕ).
Η ίδρυση του φορέα ανατρέχει στο 2003, όταν αρχικά ιδρύθηκε το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε), μία ανώνυμη εταιρία του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στη χρηματοπιστωτική αγορά, με μετοχικό κεφάλαιο 240.000.000 € συγχρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε./ΕΤΠΑ (67%) και το Ελληνικό Δημόσιο (33%).
Στις 17/2/2011 ψηφίστηκε από τη Βουλή με τον νόμο 3912/2011 (ΦΕΚ Α΄17/17.2.2011) η σύσταση του νέου κρατικού «χρηματοδοτικού φορέα», του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης με τίτλο ΕΤΕΑΝ Α.Ε., με αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ, ως καθολικού διαδόχου της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε..
Στόχος της ίδρυσης του νέου αυτού φορέα ήταν η ενίσχυση και η προώθηση της ανταγωνιστικότητας των νέων, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ΜΜΕ, με σύγχρονα για την εποχή μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής, άμεση απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων και παροχή εγγυήσεων σε δάνεια υπό την αιγίδα του Δημοσίου.
Επίσης, στο πλαίσιο των προγραμμάτων του, παρείχε εγγυοδοτικά προϊόντα, όπως το πρόγραμμα με τίτλο «Εγγύηση χαμηλότοκων δανείων για την κάλυψη δαπανών αγοράς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών». Πρόκειται για ένα προϊόν, το οποίο κάλυπτε μέσω της εγγύησης για το 80% του ποσού του δανείου άμεσες ανάγκες των επιχειρήσεων (δηλαδή την αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών με σκοπό την παραγωγή και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών από την πλευρά των επιχειρήσεων), με τη χρήση δανείων διάρκειας 6 ετών, περίοδο χάριτος 2 ετών και επιτόκιο EURIBOR 6 μηνών συν περιθωρίου 6%. Το πρόγραμμα αυτό απευθυνόταν σε όλες τις επιχειρήσεις και μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες που απασχολούσαν λιγότερους από 50 εργαζομένους και είχαν ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των δέκα εκατομμύριων ευρώ, πλην εκείνων που δραστηριοποιούνταν στους τομείς της αλιείας και της γεωργίας. Η διαδικασία εκκινούσε με αίτηση του ενδιαφερομένου στην Τράπεζα και μετά τη θετική αξιολόγηση της, την αποστολή της στο ΕΤΕΑΝ και την απάντηση επί αυτής σε 10 ημέρες. Μάλιστα, στο πρόγραμμα αυτό (όπως και σε παρόμοια) και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 10 του Προγράμματος ορίζεται ότι: «Η ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε. (η προηγούμενη ονομασία του ΕΤΕΑΝ όπως αναφέρθηκε προηγουμένως) διατηρεί σε κάθε περίπτωση το αναγωγικό δικαίωμα (δηλαδή το δικαίωμα να στραφεί κατά των φυσικών προσώπων, είτε οφειλετών είτε επίσης εγγυητών στο δάνειο, μετά την καταβολή - από το ΕΤΕΑΝ - του ποσού της εγγύησης στην Τράπεζα) σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα».
Με τον νόμο 4608/2019 (ΦΕΚ Α΄ 66/25.4.2019) τροποποιήθηκε ο ιδρυτικός νόμος της ΕΤΕΑΝ ΑΕ (ν. 3912/2011) και μετεξελίχθηκε με τη νέα της επωνυμία, ως Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (Ε.Α.Τ.), με διευρυμένους στόχους και αρμοδιότητες.
Β. Εγγυητική ευθύνη φυσικών προσώπων – Αναγωγική ευθύνη
Επεκτείνοντας τη μελέτη σκόπιμο είναι να εξετάσουμε τη συμβαίνει στην περίπτωση που κληθεί η Ε.Α.Τ. να καταβάλλει το ποσό της εγγύησης ενός εκ των δανείων στα οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής.
1. Τι είναι, όμως, καταρχήν, η σύμβαση εγγύησης;
Σύμφωνα με το άρθρο 847 του Αστικού Κώδικα «Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή».
Η εγγύηση είναι μία ετεροβαρής και αιτιώδης σύμβαση, αφού αφενός την κύρια παροχή προς εκπλήρωση αναλαμβάνει μόνο ο εγγυητής, αφετέρου μέσω αυτής επιδιώκεται η εξασφάλιση του δανειστή για ξένο χρέος. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι και παρεπόμενη σύμβαση (σε αντιδιαστολή με την κύρια σύμβαση, αυτή του δανείου), εφόσον δυνάμει του άρθρου 850 του Αστικού Κώδικα «η εγγύηση προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή», ενώ βάσει του άρθρου 851 του Αστικού Κώδικα «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη». Κρίσιμος χρόνος για την εξέταση της εγκυρότητας της κύριας οφειλής είναι ο χρόνος εκπλήρωσης της υποχρέωσης του εγγυητή και όχι ο χρόνος παροχής της εγγύησης.
2. Ποια διαδικασία ακολουθείται και πώς ενέχονται οι οφειλέτες και οι εγγυητές του δανείου;
Εφόσον ο δανειολήπτης δεν είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του και δεν έχει αποπληρώσει συγκεκριμένο αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου, για το διάστημα των 90 ημερολογιακών ημερών βάσει του εν λόγω προγράμματος, η Τράπεζα, εφόσον τήρησε τα όσα προβλέπει ο Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ο οποίος εφαρμόζεται ρητά σε δάνεια με την εγγύηση του Δημοσίου (Κεφάλαιο Πρώτο υπό Α.1. εδάφιο 2ο του Κώδικα) μπορεί εγκύρως να προβεί στην καταγγελία του δανείου και, έπειτα, να υποβάλει αίτημα «κατάπτωσης» της εγγύησης της ΕΤΕΑΝ Α.Ε., και νυν Ε.Α.Τ., στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), ώστε να αποπληρωθεί το ποσό για το οποίο εγγυήθηκε η τελευταία. Μάλιστα, η τήρηση των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας είναι απαραίτητη, διότι, σε περίπτωση παράλειψης της διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τον δανειολήπτη, η καταγγελία είναι άκυρη, αφενός ως αντιβαίνουσα σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αφετέρου ως καταχρηστική βάσει του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Επιπλέον, σύμφωνα με ατομική απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδος, η έναρξη της διαδικασίας του Κώδικα Δεοντολογίας θα πρέπει να γνωστοποιείται και στον εγγυητή ώστε να διασφαλίζεται η συνεργασία και συναίνεσή του όπου αυτή απαιτείται.
Η Τράπεζα χρειάζεται με το αίτημα της «κατάπτωσης» της εγγύησης να προσκομίσει μεταξύ άλλων αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού, της δανειακής σύμβασης, των νόμιμων παραστατικών που έχουν εκδοθεί προκειμένου να προχωρήσουν οι διαδικασίες έγκρισης του αιτήματός της και καταβολής του ποσού της εγγύησης. Διαφορετικά, η Ε.Α.Τ. δύναται να υπαναχωρήσει και να μην ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Εξάλλου, δυνάμει και του άρθρου 859 του Αστικού Κώδικα η ΕΑΤ χρειάζεται ως εγγυητής να αντιτάξει οποιαδήποτε βάσιμη ένσταση του δανειολήπτη έναντι της Τράπεζας προτού καταβάλλει το ποσό της εγγύησης, ειδάλλως δεν θα μπορεί στη συνέχεια να στραφεί είτε κατά του ίδιου είτε κατά λοιπών εγγυητών και συνυπόχρεων για το εν λόγω ποσό. Για παράδειγμα, αν π.χ. το πιστωτικό ίδρυμα καταχρηστικά προέβη σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης, χωρίς να τηρήσει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως ανωτέρω τονίσαμε και η Ε.Α.Τ. δεν προβάλλει τη σχετική ένσταση, εφόσον είχε λάβει γνώση από τον δανειολήπτη είτε με όχληση είτε με γνωστοποίηση αγωγής του τελευταίου κατά του πιστωτικού ιδρύματος, τότε η Ε.Α.Τ. χάνει το αναγωγικό της δικαίωμα κατά του δανειολήπτη.
Σημειώνεται, επίσης, πως δυνάμει των όσων ορίζει ο οδηγός του προγράμματος το ποσό επί του οποίου εφαρμόζεται το 80% της εγγύησης της Ε.Α.Τ. αφορά το υπόλοιπο του κεφαλαίου/χρεολυσίου κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης από την τράπεζα.
Μετά, λοιπόν, την ταμειακή βεβαίωση της οφειλής στο όνομα του πρωτοφειλέτη από τη φορολογική διοίκηση, τη σχετική εντολή από το Δ.Σ. της Ε.Α.Τ. και την καταβολή του ποσού της εγγύησης, η Ε.Α.Τ., εφόσον ρητά εφαρμόζεται ο Αστικός Κώδικας, υποκαθίσταται πλέον (βάσει ά. 858 του Αστικού Κώδικα) στα δικαιώματα του δανειστή για το ποσοστό του δανείου που ικανοποίησε και μπορεί να στραφεί για την είσπραξη του είτε κατά του πρωτοφειλέτη (ά. 858 του Αστικού Κώδικα), είτε και κατά του ή των εγγυητών (ά. 860 του Αστικού Κώδικα), εφόσον υπάρχουν, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον. Πρόκειται, δηλαδή, για εκ του νόμου εκχώρηση στον εγγυητή όλων των δικαιωμάτων του αρχικού δανειστή έναντι του πρωτοφειλέτη. Από την άλλη, οφειλή εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 του Αστικού Κώδικα υφίσταται όταν περισσότεροι οφειλέτες οφείλουν την ίδια παροχή, ώστε ο καθένας από αυτούς να οφείλει την καταβολή ολόκληρης, ο δανειστής όμως να δικαιούται να απαιτήσει αυτή μία φορά από τον συνοφειλέτη που θα επιλέξει ελεύθερα. Εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, η οφειλή κατανέμεται σε ίσα μέρη, οπότε μετά την καταβολή του ποσού αναζητάται μόνο το μερίδιο που θα όφειλε ο συνοφειλέτης/συνεγγυητής. Άρα, αν π.χ. υπάρχουν άλλοι δύο συνεγγυητές και καταβάλλει ο ένας όλο το ποσό, τότε μπορεί να στραφεί κατά του άλλου συνεγγυητή και του πρωτοφειλέτη ζητώντας από τον καθένα το 1/3 του ποσού που κατέβαλε (εφόσον στην πράξη οι εγγυητές παραιτούνται δυνάμει των δανειακών συμβάσεων από την ένσταση διζήσεως και ευθύνονται και αυτοί ως πρωτοφειλέτες).
Σύμφωνα και με το άρθρο 22 παράγραφος 7 του νόμου 3775/2009 για τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου όπως ισχύει σήμερα: «[…] οι σχετικές απαιτήσεις της Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. κατά των πρωτοφειλετών επιχειρήσεων υπέρ των οποίων εγγυήθηκε και κατέπεσε η εγγύησή της, καθώς και κατά των τυχόν συνεγγυητών και λοιπών συνυποχρέων, καθίστανται απαιτήσεις του Δημοσίου. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος που χορήγησε το δάνειο, την εγγυητική επιστολή ή την πίστωση γενικά, τόσο κατά των πρωτοφειλετών όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων».
Δυνάμει του ιδρυτικού νόμου του ΕΤΕΑΝ, ήτοι του νόμου 3912/2011, η Ε.Α.Τ. προβαίνει βάσει του άρθρου 9 του νόμου στην είσπραξη του ποσού, το οποίο, μάλιστα, λογίζεται ως δημόσιο έσοδο, βάσει των διατάξεων του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). Αυτό αυτομάτως συνεπάγεται ότι η Ε.Α.Τ. προβαίνοντας στις απαραίτητες διαδικασίες για την είσπραξη του ποσού από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή οποιονδήποτε άλλο συνυπόχρεο θα έχει στη διάθεση της όλα τα προνόμια που καθιερώνει ο ΚΕΔΕ υπέρ του Δημοσίου.
Άρα, π.χ. στο εν λόγω πρόγραμμα με τίτλο «Εγγύηση χαμηλότοκων δανείων για την κάλυψη δαπανών αγοράς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών» κατά το ποσοστό της εγγύησης της ΕΤΕΑΝ Α.Ε. (80%), μετά την κατάπτωση της εγγύησης και τη βεβαίωση της οφειλής στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, θα υποκατασταθεί το Δημόσιο στη θέση της τράπεζας τόσο έναντι της πρωτοφειλέτιδας όσο και έναντι των όποιων εγγυητών υπάρχουν.
Επομένως, μετά την κατάπτωση της εγγύησης και τη βεβαίωση της οφειλής από το Δημόσιο, η πρωτοφειλέτιδα και οι εγγυητές ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του Δημοσίου για το ποσό του δανείου που καταβλήθηκε από την ΕΤΕΑΝ Α.Ε., ήτοι για το 80% του συνολικού ποσού στην περίπτωση που εξετάσαμε. Μη καταβολή του ποσού αυτού, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000€), στοιχειοθετεί το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός έτους (και με ποινή φυλάκισης τριών ετών αν το συνολικό χρέος υπερβαίνει τα διακόσες χιλιάδες ευρώ - άρθρο 25 ν. 1882/1990). Το υπόλοιπο ποσό του δανείου εξακολουθεί να οφείλεται από πρωτοφειλέτες (και εγγυητές) και να είναι διεκδικήσιμο από την Τράπεζα, η οποία μπορεί να εκδώσει για την είσπραξή του διαταγή πληρωμής ή να ασκήσει αγωγή.
3. Ζητήματα παραγραφής
Το άρθρο 140 του νόμου 4270/2014 ορίζει ότι «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170), παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής». Δυνάμει και του ότι «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της» (άρθρο 251 του Αστικού Κώδικα) γίνεται αντιληπτό πως η πενταετής παραγραφή της αξίωσης της Τράπεζας κατά της ΕΤΕΑΝ Α.Ε. για την καταβολή του ποσού της εγγύησης δεν εκκινεί πριν την καταγγελία του δανείου και την «κατάπτωση» της εγγύησης, εφόσον μόνο κατόπιν της καταγγελίας καθίσταται απαιτητό το ποσό και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή του. Αντιθέτως, μετά την καταβολή και την υποκατάσταση της ΕΤΕΑΝ Α.Ε. στη θέση της δανείστριας Τράπεζας οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά των οφειλετών, των εγγυητών και των λοιπών συνυπόχρεων παραγράφονται σε δέκα έτη από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο, μετά την εν στενή έννοια βεβαίωση τους, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες (ά. 126 παρ. 6 ν. 4270/2014). Η εν στενή έννοια, η ταμειακή, δηλαδή, βεβαίωση των δημοσίων εσόδων κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) λαμβάνει χώρα με την καταχώριση των στοιχείων που περιέχονται στους χρηματικούς καταλόγους (τα παραστατικά στοιχεία των νόμιμων τίτλων) στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων της αρμόδιας ΔΟΥ.