Εξεδόθη πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 3105/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία ακυρώθηκε διαταγή πληρωμής ποσού 700.000 € υπέρ εντολέων μας (πρωτοφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας και εγγυητή – νομίμου εκπροσώπου αυτής) και σε βάρος τραπεζικού ιδρύματος για φερόμενη απαίτηση του τελευταίου από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Με την επίμαχη απόφαση κρίθηκε ότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής εξεδόθη εσφαλμένα κατά παραβίαση της αρχής της έγγραφης απόδειξης που προβλέπεται στα άρθρα 623, 624 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα η αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής τράπεζα είχε δυνάμει σύμβασης εκχωρήσεως μεταβιβάσει την επίμαχη απαίτηση σε εταιρεία ειδικού σκοπού (fund) και είχε διατηρήσει στο μεταξύ την εξουσία διαχείρισης της επίμαχης απαίτησης. Ωστόσο, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής αιτήθηκε την καταβολή της υπό κρίση απαίτησης ως δικαιούχος αυτής δίχως, όμως, να προσκομίζει στον οικείο φάκελο σχετικών εγγράφων κάποια σύμβαση ή έστω απόσπασμα σύμβασης επανεκχώρησης της απαίτησης πίσω σε αυτήν. Από την ως άνω κρίση φαίνεται πώς τα τραπεζικά ιδρύματα πολλές φορές προβαίνουν σε εκχωρήσεις των επίμαχων δανειακών απαιτήσεων και στη συνέχεια λαμβάνουν αυτές πίσω για οικονομικούς – λογιστικούς λόγους με σκοπό, τις περισσότερες φορές, την επαναμεταβίβαση σε νέο φορέα απόκτησης. Το σύνολο, όμως, των εν λόγω μεταβιβάσεων, όταν σκοπείται από τη φερόμενη δικαιούχο της απαίτησης η έκδοση διαταγής πληρωμής, θα πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως κατά τα ανωτέρω με την προσκόμιση των οικείων συμβάσεων διαδοχικών εκχωρήσεων – επανεκχωρήσεων.
(για περισσότερα βλ. εδώ)