1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Ο νόμος για τα «πανωτόκια» του 2004: πώς το πρόβλημα παραμένει επίκαιρο μετά από σχεδόν 20 χρόνια


Panwtokia

Legal Insight

Απρίλιος 2023

Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert

(αναδημοσίευση από naftemporiki.gr)

Περίληψη: Το πρόβλημα των πανωτοκίων είναι γνωστό. Δημιουργήθηκε κυρίως τις δεκαετίες ’80 και ’90 και αφορούσε χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά των οποίων το χρέος είχε διογκωθεί υπέρμετρα με κίνδυνο την οικονομική καταστροφή παραγωγικών μονάδων και οικογενειών. Ο νομοθέτης επενέβη με τρεις διαφορετικές ρυθμίσεις. Η τελευταία είναι αυτή του νόμου 3259/2004, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, αν και ο νόμος ισχύει από το 2004, είναι αρκετά τα ζητήματα στα οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα τα πιστωτικά ιδρύματα να ακολουθούν τη δική τους κάθε φορά πολιτική, παραπέμποντας τους δανειολήπτες στη δικαστική προσφυγή. Στο παρακάτω άρθρο σταχυολογούμε ορισμένα εξ αυτών.

Το πρόβλημα των πανωτοκίων είναι γνωστό. Δημιουργήθηκε κυρίως τις δεκαετίες 80’ και 90’ και αφορούσε σε χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά των οποίων το χρέος είχε διογκωθεί υπέρμετρα με κίνδυνο την οικονομική καταστροφή παραγωγικών μονάδων και οικογενειών. Ο νομοθέτης επενέβη με τρεις διαφορετικές ρυθμίσεις. Η τελευταία είναι αυτή του νόμου 3259/2004, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Βάσει του ισχύοντος, λοιπόν, άρθρου 39 παρ. 5 του νόμου 3259/2004, το συνολικό ύψος της οφειλής δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο (ή για αγρότες το διπλάσιο) του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου. Ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ανέφερε κατά την ψήφιση του νόμου στη Βουλή: «Είναι χαρακτηριστικό το ζήτημα με τα πανωτόκια. Το πρόβλημα, γνωρίζετε ότι δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Και συνεχίστηκε σ΄ όλη τη δεκαετία του ΄80 και στη δεκαετία του ΄90 και ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα μιας πολιτικής που οδήγησε σε πολύ υψηλά επιτόκια και σε συνδυασμό με το συχνό ανατοκισμό των δανείων, κάποια δάνεια, πολλά δάνεια δυστυχώς οδηγήθηκαν σε εκρηκτικές διαστάσεις. Ε, το λύνουμε το θέμα. Για το σύνολο των δανείων που συνάπτονται ή έχουν συναφθεί στις εμπορικές τράπεζες, το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής, που θα προκύπτει από τη ρύθμιση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Αυτό υλοποιεί μία βασική προεκλογική μας δέσμευση». Για όλα, δηλαδή, τα δάνεια, ανεξαρτήτως του χρόνου συνομολόγησης αυτών, θεσπίστηκε ανώτατο όριο της συνολικής ληξιπρόθεσμης οφειλής, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο, ή κατά περίπτωση διπλάσιο, του χορηγηθέντος κεφαλαίου (και, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση), συνυπολογιζόμενων και όλων των διενεργηθεισών καταβολών. Κατά δε το ποσό που η οφειλή υπερβαίνει τα πολλαπλάσια αυτά, θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα και άρα δεν καταβάλλεται.

Επομένως για να εντοπίσουμε το ανώτατο όριο τυχόν απαίτησης τράπεζας σε μια σύμβαση λ.χ. αλληλόχρεου λογαριασμού προχωράμε στον εξής υπολογισμό: λαμβάνουμε ως βάση το ποσό της οφειλής κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης και το πολλαπλασιάζουμε με τον συντελεστή 3. Κατόπιν αφαιρούμε όσες καταβολές έχουν λάβει χώρα από την αρχή λειτουργίας του αλληλοχρέου (ή από το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης κατά άλλη άποψη της νομολογίας) και το αποτέλεσμα αποτελεί το ανώτατο όριο οφειλής που μπορεί να διεκδικήσει το πιστωτικό ίδρυμα. Ότι βρίσκεται παραπάνω από το ποσό αυτό διαγράφεται αυτοδικαίως.  

Ωστόσο, αν και ο νόμος ισχύει από το 2004, είναι αρκετά τα ζητήματα στα οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα τα πιστωτικά ιδρύματα να ακολουθούν τη δική τους κάθε φορά πολιτική, παραπέμποντας τους δανειολήπτες στη δικαστική προσφυγή. Σταχυολογούμε ορισμένα εξ αυτών:

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα, σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρίζονται ότι οι συμβάσεις πίστωσης είχαν την μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι δανειακής σύμβασης. Τούτο διότι το διπλάσιο/τριπλάσιο σε περίπτωση απλής δανειακής σύμβασης υπολογίζεται επί του καταβληθέντος ποσού, ενώ στην περίπτωση της πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού επί του ποσού που οφειλόταν κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης∙ η διαφορά, ως εκ τούτου, μεταξύ των δύο περιπτώσεων μπορεί να είναι αρκετά μεγάλη. Στην πλειοψηφία των υποθέσεων, το ζήτημα τούτο τίθεται σε αντιδικίες μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΥΕΕ και των δανειοληπτών. Ήδη πλήθος δικαστικών αποφάσεων δικαστηρίων μας έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες συμβάσεις της ΑΤΕ, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν αποτελούν συμβάσεις πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά απλές δανειακές συμβάσεις. Βλ.  λ.χ. την υπ’ αριθμ. 2632/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκρινε ότι «οι σχετικές συμβάσεις πίστωσης αποτελούσαν δανειακές συμβάσεις και όχι συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχε δοθεί σε αυτές από τα συμβαλλόμενα μέρη…»∙ τα ως άνω επαναλαμβάνει και η υπ’ αριθμ. 10/2019 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως και πολλές άλλες αποφάσεις.  Μόλις πρόσφατα, δε, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 97/2020 απόφασή του επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 4839/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που είχε κρίνει τα ως άνω επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμβάσεων ως δανειακών. 

2. Άλλες φορές παρατηρούμε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούσαν την πολιτική της «ανακύκλωσης» παλαιότερων δανείων μέσω νέων χρηματοδοτήσεων. Δηλαδή αντί να ρυθμιστεί ένα παλαιότερο δάνειο και άρα να παραμείνουν ορατά τα «ίχνη» του ώστε να ελεγχθεί η εφαρμογή του νόμου του 2004, χορηγούνταν ένα νέο δάνειο το οποίο όμως ερχόταν να εξοφλήσει το παλαιό. Με αυτόν τον τρόπο, για την εφαρμογή του νόμου για τα «πανωτόκια» λαμβάνονταν υπόψη το νέο δάνειο, το οποίο όμως στην ουσία χρησιμοποιούνταν για να αποσβεστεί λογιστικά η οφειλή του παλαιού δανείου που κατά μεγάλο μέρος του περιείχε «πανωτόκια». Αν, δηλαδή, υπήρχε ένα δάνειο που είχε υπερβεί το τριπλάσιο του αρχικώς ληφθέντος κεφαλαίου, η τράπεζα αντί να «διαγράψει» το υπερβάλλον, χορηγούσε ένα νέο δάνειο για την εξόφληση του παλαιού και πλέον ο συντελεστής 3 εφαρμοζόταν στο εκταμιευθέν κεφάλαιο του δήθεν νέου δανείου. Και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν αρκετές δικαστικές αποφάσεις που έχουν κατακρίνει την εν λόγω πρακτική, εφαρμόζοντας τον οικείο συντελεστή στο κεφάλαιο του αρχικού και όχι του νέου δανείου. 

3. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα πιστωτικά ιδρύματα ισχυρίζονται ότι δήθεν όφειλαν οι δανειολήπτες να υποβάλουν ειδική αίτηση για να εφαρμοστεί ο νόμος 3259/2004. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή του εν λόγω νόμου λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως αίτησης του δανειολήπτη (βλ. σχετική απόφαση Αρείου Πάγου υπ΄ αριθμ. 696/2021: «Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα»). Η διαγραφή των ποσών δηλ. είναι αυτόματη και επέρχεται εφόσον η οφειλή ξεπεράσει το εκάστοτε όριο.

4. Ενίοτε δε τα πιστωτικά ιδρύματα ισχυρίζονται ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται για συμβάσεις που καταρτίστηκαν μετά το 2004. Ωστόσο η ίδια η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών σε ενημερωτικό δελτίο της στις 15/9/2004 είχε σχολιάσει τα εξής: «Στο νόμο υπάγονται οι απαιτήσεις από τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που θα καταρτισθούν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (4.8.2004) αλλά και από αυτές που είχαν καταρτισθεί οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία αυτή».

5. Συνήθης ισχυρισμός είναι και ότι δεν έχει εφαρμογή ο νόμος 3259/2004 για συμβάσεις που καταγγέλθηκαν μετά το 2004. Αν δηλ. ο επίμαχος δανειακός λογαριασμός λειτούργησε και μετά τις 4/8/2004 και άρα και μετά τον χρόνο ψήφισης του οικείου νόμου, δεν ήταν ληξιπρόθεσμος το συγκεκριμένο χρονικό σημείο και επομένως δεν τίθεται σε εφαρμογή ο συντελεστής ανώτατου ορίου. Τούτο είχε γίνει δεκτό και με την υπ΄ αριθμ. 1313/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, όμως, και τελικά εξαφανίστηκε με την υπ΄ αριθμ. 223/2022 απόφαση του Εφετείου Πειραιά η οποία και έθεσε το ζήτημα στις σωστές του βάσεις: ακόμα και μετά την 4/8/2004 να καταγγέλθηκε η δανειακή σύμβαση, ο νόμος εφαρμόζεται απαρεγκλίτως. Πάντως θα πρέπει να έχει καταγγελθεί η πίστωση τουλάχιστον κατά το χρόνο συζήτησης του ένδικου βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου, για να τύχει εφαρμογής ο νόμος του 2004 (για να έχουμε «συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή»).

6. Ενίοτε προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι ο δανειολήπτης δεν έχει την ιδιότητα του «αγρότη» ώστε ο συντελεστής πολλαπλασιασμού που εφαρμόζεται να είναι 2 και όχι 3. Τούτο είτε επειδή κατά το χρόνο εφαρμογής του νόμου είχε αλλάξει επάγγελμα ο δανειολήπτης (ή είχε κληρονομηθεί από μη αγρότες κοκ), είτε επειδή δανειολήπτης ήταν εταιρεία και όχι φυσικό πρόσωπο. Και τα δύο αυτά επιχειρήματα των τραπεζών αντικρούονται από τη νομολογία: α) σημασία έχει η ιδιότητα του «αγρότη» κατά το χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης και β) ως αγρότες δεν θεωρούνται μόνο τα φυσικά πρόσωπα αλλά και τα νομικά πρόσωπα εφόσον: από την ιδρυτική τους πράξη προκύπτει ότι κύρια δραστηριότητά τους είναι η άσκηση της γεωργίας, είναι κάτοχοι αγροτικής εκμετάλλευσης από την άσκηση της οποίας αντλούν τα εισοδήματά τους και η πλειοψηφία του μετοχικού/εταιρικού κεφαλαίου τους ανήκει σε κατά κύρια απασχόληση γεωργούς (βλ. υπ’ αριθμ. 110/2022 απόφαση του Εφετείου Αθηνών: «Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου πρέπει να γίνει δεκτό ότι και τα νομικά πρόσωπά, των οποίων το ήμισυ (50%) του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει σε γεωργούς κατά κύρια απασχόληση και συγκεντρώνουν τις λοιπές προϋποθέσεις, θεωρούνται αγρότες. Διότι στις περιπτώσεις όπου οι μέτοχοι ή εταίροι μιας προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρείας είναι μόνο δύο, κατ` ίσο ποσοστό ο καθένας, δεν είναι νοητό να υπάρξει πλειοψηφία μετοχικού κεφαλαίου ή εταιρικών μεριδίων. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, εφόσον και τα νομικά πρόσωπα-αγρότες, είτε πρόκειται για προσωπικές, είτε κεφαλαιουχικές εταιρείες ή αγροτικούς συνεταιρισμούς κλπ, συγκεντρώνουν τις προρρηθείσες προϋποθέσεις, κατά το χρόνο καταρτίσεως των δανειακών συμβάσεων κλπ με τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να θεωρούνται "κατά κύριο επάγγελμα αγρότες", για τον επανακαθορισμό της οφειλής τους από τις συμβάσεις αυτές θα ληφθεί υπόψη ο συντελεστής 2 και όχι 3, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 39 § 5 του Ν. 3259/2004…»). 

7. Τέλος, βασικός ισχυρισμός που προβάλλεται εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι και ότι από το ποσό βάσης στην περίπτωση του αλληλοχρέου (δηλ. από το ποσό της τελευταίας εκταμίευσης), αφού πολλαπλασιαστεί επί τον ορθό συντελεστή (2 ή 3), δεν αφαιρούνται τα καταβληθέντα ποσά από την αρχή λειτουργίας της πιστωτικής σύμβασης αλλά τα ποσά που κατεβλήθησαν από το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης και μετά. Για παράδειγμα, η υπ’ αριθμ. 223/2022 απόφαση του Εφετείου Πειραιά δέχτηκε ότι από το ποσό βάσης αφαιρείται κάθε καταβολή που έλαβε χώρα προς το πιστωτικό ίδρυμα από την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης και μετά. Στην εκεί υπόθεση λειτουργούσαν δύο αλληλόχρεοι λογαριασμοί με ποσά βάσης κατά την τελευταία εκταμίευση 200.000€ και 146.297€ αντίστοιχα. Άρα η συνολική οφειλή έφτανε τις 346.297€. Ωστόσο οι καταβολές που είχε κάνει η οφειλέτρια επιχείρηση από την αρχή λειτουργίας του λογαριασμού ανέρχονταν στο ποσό των 2.844.707€, το οποίο υπερέβαινε το τριπλάσιο των ποσών βάσης, ήτοι το 1.038.892€ (346.297€*3). Επομένως η φερόμενη σήμερα οφειλή, ύψους περίπου περίπου 800.000 ευρώ, θεωρήθηκε «διαγραμμένη» (αποσβεσθείσα) και η διαταγή πληρωμής του πιστωτικού ιδρύματος ακυρώθηκε καθ’ ολοκληρίαν (ομοίως είχαν αποφανθεί και οι υπ’ αριθμ. 1 και 2/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας). Πρόσφατη απόφαση, ωστόσο, του Αρείου Πάγου δέχτηκε ότι στην περίπτωση του αλληλόχρεου λογαριασμού από τη συνολική οφειλή θα πρέπει να αφαιρούνται μόνο οι καταβολές που έλαβαν χώρα μετά την τελευταία εκταμίευση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα αφαιρούνταν τα ποσά αυτά δύο φορές, μια κατά τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου και μία κατά τον υπολογισμό της συνολικής οφειλής. 

Επομένως, παρατηρούμε ότι μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, τη νομολογία μας συνεχίζει να απασχολεί το ζήτημα των «πανωτοκίων». Τούτο μάλιστα θα λάβει εκ νέου σοβαρές διαστάσεις μετά και τη ραγδαία αύξηση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και του Euribor, που λειτουργούν ως επιτοκιακοί δείκτες αναφοράς στις συμφωνίες δανείου με ρήτρες κυμαινόμενου επιτοκίου. Ήδη η αύξηση των επιτοκίων διογκώνει τις οφειλές των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση και είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι δανειολήπτες τα δικαιώματα που τους απονέμει ο νόμος καθότι, όπως γίνεται αντιληπτό από τις παραπάνω αποφάσεις, αρκετές φορές η λύση δίνεται εντός των δικαστικών αιθουσών. 

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top