Εξεδόθη πρόσφατα η υπ΄αριθμ 3490/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ανεστάλη η εκτελεστική διαδικασία υπέρ εντολέα μας για φερόμενη απαίτηση εταιρείας διαχείρισης δανειακών απαιτήσεων, ύψους 2.000.000 € περίπου. Ειδικότερα κρίθηκε ότι δεν είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων εκτέλεσης (συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων) έως την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, την οποία έχει ασκήσει ο φερόμενος οφειλέτης κατά επιδοθείσας επιταγής μετά την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η απόφαση πιθανολόγησε ότι η διαταγή πληρωμής, με βάση την οποία έλαβε χώρα η επίσπευση της επίμαχης εκτέλεσης, θα ακυρωθεί ελλείψει έγγραφης απόδειξης της απαίτησης της τράπεζας εκ των εμπορικών της βιβλίων, ως είχε συμφωνηθεί στην επίμαχη δανειακή σύμβασης (με λίγα λόγια, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν προσκομίστηκαν κινήσεις που αποτελούσαν εμπορικά βιβλία της τράπεζας, ηλεκτρονικώς τηρούμενα με ενιαία παρακολούθηση των χρεωπιστώσεων και αντίστοιχη καταγραφή των υπολοίπων οφειλής, αλλά μηνιαίες ενημερωτικές επιστολές προς τον οφειλέτη οι οποίες, απλώς συρράφτηκαν και «βαφτίστηκαν» ως εμπορικά βιβλία με πλημμελή επικύρωση). Το επίμαχο χωρίο της απόφασης έχει επί λέξει ως εξής: «Τα παραπάνω έγγραφα, ωστόσο, δεν αποτελούν αποσπάσματα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, αλλά ενημερωτικές επιστολές απευθυνόμενες στον οφειλέτη του επίδικου δανείου. Τούτο συνάγεται και από το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων τα οποία έχουν το χαρακτήρα ενημερωτικής επιστολής προς τον δανειολήπτη απευθυνόμενα ρητά προς αυτόν εμπεριέχουν δε και διαφημιστικά μηνύματα για επενδυτικά προγράμματα. Άλλωστε η βεβαίωση του δικηγόρου ότι τα επίμαχα έγγραφα αποτελούν αντίγραφα των πρωτοτύπων αποσπασμάτων που εξήχθησαν με εκτύπωση από τα μηχανικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ' ης καμία επιρροή δεν ασκεί, αφού η σχετική βεβαίωση πρέπει να γίνεται από τον προς τούτο αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας, βεβαίωση που εν προκειμένω είναι ελλιπής, διότι αναγράφεται μόνο στα έγγραφα του κλεισίματος των λογαριασμών και όχι στα υπόλοιπα και διότι δεν γίνεται μνεία ότι οι επίμαχες εκτυπώσεις έχουν εξαχθεί από τα μηχανογραφικά τηρούμενα βιβλία της τράπεζας αλλά εν γένει από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της τράπεζας. Δεδομένου ότι η αποδεικτική συμφωνία που περιλήφθηκε στην επίδικη δανειακή σύμβαση αναφέρεται συγκεκριμένα σε αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της εταιρίας είτε μηχανογραφικώς τηρούμενα είτε απλά και οι προσκομισθέντες μηνιαίοι λογαριασμοί δεν συνιστούν αποσπάσματα εξαχθέντα από εμπορικά βιβλία, πιθανολογείται εν προκειμένω ότι η επιδικασθείσα με την { ……} Διαταγή Πληρωμής απαίτηση της καθ' ης δεν αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα και, ως εκ τούτου, δεν επιστηρίζει νομίμως την εκτελεστική διαδικασία που επισπεύδεται δυνάμει της ανακοπτόμενης από 26-9-2022 επιταγής προς πληρωμή».
Αξίζει, να σημειωθεί, περαιτέρω ότι η απόφαση προβαίνει στην εν λόγω κρίση αποδεχόμενη ισχυρισμό του εντολέα μας περί δυνατότητας προβολής πλημμελειών της διαταγής πληρωμής και μη κάλυψης αυτής από το δεδικασμένο, παρά την επίδοσή της στον οφειλέτη πάνω από δύο φορές (σημείωση: κατ΄αρ. 633 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής που επιδίδεται και δεύτερη φορά και δεν προσβάλλεται με ανακοπή αποκτά δύναμη δεδικασμένου, στην περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη ανακοπή κατά την πρώτη επίδοση). Τούτο διότι, εν προκειμένω, η δεύτερη επίδοση της διαταγής έλαβε χώρα σε χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήρχε εκκρεμοδικία της ανακοπής του οφειλέτη (κατ΄αρ. 632 ΚΠολΔ), της πρώτης δηλαδή ανακοπής του, με αποτέλεσμα να μην εκκινήσει τότε καμία προθεσμία για την άσκηση δεύτερης ανακοπής. Η εν λόγω προθεσμία εκκίνησε μόνο με την τρίτη επίδοση του τίτλου, όταν, στο μεταξύ είχε παύσει η εκκρεμοδικία της πρώτης ανακοπής με την κατάργηση της δίκης αυτής, κατόπιν παρόδου της νόμιμης προθεσμίας επαναφοράς της ως ματαιωθείσας.