1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η Ευθύνη μίας Εταιρείας για τα Χρέη Αδελφής Εταιρείας στο Πλαίσιο ενός Ομίλου


Η Ευθύνη εντός του Ομίλου Εταιρειών
Legal Insight
Νοέμβριος 2023

Δανάη Στάμαργα, ΜΔΕ

Περίληψη: Οι εταιρείες, οι οποίες ανήκουν σε έναν όμιλο επιχειρήσεων, έχουν μεν κοινά οικονομικά συμφέροντα χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρούν και την αυτοτέλειά τους ως νομικά πρόσωπα. Κατ’ αρχήν, δηλαδή, η κάθε εταιρεία μέλος ενός ομίλου ευθύνεται μόνο για τα δικά της χρέη και τις δικές της υποχρεώσεις. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μία εταιρεία μέλος ενός ομίλου να κληθεί να αναλάβει την ευθύνη για χρέη μίας άλλης «αδελφής» εταιρείας μέλους του ίδιου ομίλου. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, εκθέτοντας και ορισμένα παραδείγματα όπου τα δικαστήρια της χώρας μας έκριναν ότι συντρέχει μία τέτοια περίσταση.

1. Εισαγωγικά – Αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου
Βασική αρχή του εμπορικού δικαίου είναι η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, που σημαίνει ότι η νομική προσωπικότητα μίας εταιρείας διαχωρίζεται από τα φυσικά πρόσωπα που την απαρτίζουν, με περαιτέρω πρακτική συνέπεια τον χωρισμό της περιουσίας του νομικού προσώπου από την περιουσία των μελών του, δηλαδή των φυσικών προσώπων στα οποία ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδια του. Διαχωρίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο η ευθύνη του νομικού προσώπου από την ευθύνη των μελών του και υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως, η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Για το λόγο αυτό, πολλοί είναι οι επιχειρηματίες που θα επιλέξουν μία κεφαλαιουχική εταιρεία για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους. Έτσι, δεν ενεργούν, κατ’ αρχήν, αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον τύπο κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα που αυτός προσφέρει την επιχειρηματική δραστηριότητά τους (ίδ. ΜΠρΘεσ 16999/2010). Η ως άνω αρχή βρίσκει εφαρμογή και ως προς τις εταιρείες-μέλη ενός ομίλου, οι οποίες έχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα και η καθεμία ευθύνεται μόνο για τα δικά της χρέη και όχι για χρέη άλλων εταιρειών του ομίλου.

2. Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου
Ωστόσο, ο κανόνας αυτός κάμπτεται όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, όταν, δηλαδή, η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας μίας εταιρείας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα εμφανίζονται ως πράξεις της εταιρείας ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται στην πραγματικότητα με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο, ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του. Ενώ, καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός (ο βασικός μέτοχος) στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΑΠ ολ 2/2013).

3. Η άρση της αυτοτέλειας σε βάρος έτερου νομικού προσώπου - αδελφής εταιρείας μέλους του ίδιου ομίλου
Ο ανωτέρω μηχανισμός άρσης της αυτοτέλειας μπορεί να λειτουργήσει, σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων μας, και σε βάρος τρίτου νομικού προσώπου, το οποίο ανήκει στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο. Τούτο διότι, όπως η επίκληση της αυτοτέλειας της περιουσίας του νομικού προσώπου έναντι των περιουσιών των μελών του, έτσι και η εμμονή στην περιουσιακή αυτοτέλεια των επιμέρους νομικών προσώπων που συναπαρτίζουν τον όμιλο ενδέχεται να είναι καταχρηστική. Μία κλασική περίπτωση τέτοιας κατάχρησης συνιστά, για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση της νομικής προσωπικότητας μίας εταιρείας μέλους ενός ομίλου, πχ θυγατρικής, από μία άλλη εταιρεία του ίδιου ομίλου, πχ μητρικής ή άλλης θυγατρικής, προκειμένου η δεύτερη να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της. Το ανωτέρω, δε, ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις όπου η δεύτερη από τις ανωτέρω εταιρείες του ομίλου είναι και η μοναδική που διαθέτει επαρκή περιουσία, κατά της οποίας θα μπορούσαν να στραφούν οι δανειστές της πρώτης. Στην περίπτωση αυτή, η πρώτη θα είναι συνήθως αφερέγγυα και θα δρα ως φαινόμενος έμπορος με καλυπτόμενη και πραγματικά συμβαλλόμενη τη δεύτερη εταιρεία.

Στην πράξη είναι εξαιρετικά πιθανό σε ομίλους επιχειρήσεων να προωθούνται είτε τα κοινά συμφέροντα του ομίλου, είτε τα υπέρτερα επιχειρηματικά σχέδια της μητρικής επιχείρησης σε βάρος των επιδιώξεων της θυγατρικής, με αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των δανειστών της τελευταίας. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη θα πρέπει να διαχέεται στο εσωτερικό του ομίλου. Εν προκειμένω, δηλαδή, η άρση της αυτοτέλειας θα έχει τη μορφή της μεταφοράς ευθύνης του αφερέγγυου νομικού προσώπου όχι μόνον στα μέλη του, αλλά και στα λοιπά νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο. Θα πρέπει, δηλαδή, στις περιπτώσεις αυτές οι διαφορετικές εταιρείες να αντιμετωπίζονται ως μία νομική ενότητα, διότι ο διαχωρισμός τους ως αυτοτελών νομικών προσώπων προσκρούει στο αίσθημα δικαίου. 

Η κατά τα άνω ευθύνη στοιχειοθετείται όταν συντρέχουν περιστατικά που καθιστούν πρόδηλα καταχρηστική την ίδρυση περισσοτέρων νομικών προσώπων. Τέτοια περιστατικά, που συνήθως αποκαλύπτουν προσωπική δράση της μητρικής μέσω της θυγατρικής ή νομικού προσώπου, εν γένει, μέσω άλλου νομικού προσώπου, συνιστούν: η παράλειψη εταιρικών διατυπώσεων, η κοινή ή σχεδόν κοινή επωνυμία, το ίδιο προσωπικό, και γενικότερα κάθε συμπεριφορά, από την οποία συνάγεται ότι μόνος ή κύριος λόγος ύπαρξης των περισσοτέρων νομικών προσώπων είναι η αποφυγή της ευθύνης. Περαιτέρω, τέτοια ευθύνη της μητρικής εταιρείας μπορεί να θεμελιωθεί και σε περιπτώσεις όπου δικαιολογημένα προκλήθηκε στους τρίτους η εντύπωση περί ενότητας των επιχειρήσεων. Η ενότητα αυτή μπορεί να εκδηλώνεται με την άσκηση κοινής δραστηριότητας μητρικής και θυγατρικής ή νομικού προσώπου με έτερο νομικό πρόσωπο, επιδίωξη κοινών στόχων, ύπαρξη κοινής περιουσίας ή κοινής διοίκησης και οργάνωσης. Πρακτικά, για τέτοια ενότητα θα μπορεί να γίνει λόγος, όταν δύο επιχειρήσεις έχουν κοινή έδρα, κοινή (ή που να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση) επωνυμία, κοινές εγκαταστάσεις, ίδια γραφεία, ίδιο προσωπικό, ίδια τηλέφωνα κ.λπ.

4. Νομολογιακά παραδείγματα άρσης της αυτοτέλειας νομικού προσώπου σε βάρος έτερου νομικού προσώπου μέλους του ίδιου ομίλου

Βάσει όλων των ανωτέρω τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας μεταξύ δύο ανωνύμων εταιρειών στις παρακάτω περιπτώσεις:

α) Στην υπ’ αρ. 1275/2022 ΜΠρΑθ, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της οποίας όλες οι ενάγουσες εργαζόμενες θυγατρικής εταιρείας ομίλου είχαν προσληφθεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της μητρικής, όταν, κατόπιν καταγγελίας των συμβάσεών τους, η πρώτη εταιρεία τους όφειλε δεδουλευμένους μισθούς και αποζημίωση απόλυσης το δικαστήριο αποφάσισε την κάμψη της νομικής αυτοτέλειας αυτής και την εγκαθίδρυση αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης αμφότερων των εταιρειών, βάσει των ειδικότερα αναφερόμενων κατωτέρω κριτηρίων, ήτοι: «α) την εκχώρηση στις ενάγουσες απαιτήσεων της δεύτερης εναγομένης μητρικής εταιρείας επί σκοπώ εξόφλησης δεδουλευμένων αποδοχών πλέον επιδομάτων σε απασχολούμενους στην πρώτη εναγομένη θυγατρική εταιρεία, β) τις καταβολές της μισθοδοσίας (δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων) ή μέρους αυτής έναντι εξόφλησης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης εταιρείας σε απασχολούμενους στην πρώτη εναγομένη εταιρεία εργαζόμενους (εν προκειμένω και στις ενάγουσες), ελλείψει ταμειακών διαθεσίμων της εν λόγω θυγατρικής (πρώτης εναγόμενης), γ) την τιμολόγηση από την πρώτη εναγομένη, θυγατρική εταιρεία, υπηρεσιών υγείας που η ίδια παρείχε απευθείας στη δεύτερη εναγόμενη μητρική εταιρεία, η οποία και εισέπραπε κάθε φορά τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διευθετήσει με αυτά δικές της οικονομικές εκκρεμότητες και να τακτοποιήσει οικονομικώς τα μέλη του Δ.Σ. αυτής και λοιπά διευθυντικά στελέχη της, αποψιλώνοντας έτσι τα αποθέματα της πρώτης εναγομένης θυγατρικής της, η οποία εμφανιζόταν ως αναξιόχρεη και με ελλιπή, αν όχι ανύπαρκτη ρευστότητα, δ) τη λήψη εντολών και εν γένει οδηγιών από τους απασχολούμενους στην πρώτη εναγομένη θυγατρική εταιρεία απευθείας από μέλη του Δ.Σ. της δεύτερης εναγόμενης μητρικής εταιρείας […], ε) τη διοχέτευση εσόδων από την εμπορική της δραστηριότητα αρχικώς σε διάφορες θυγατρικές αυτής εταιρείες ή και συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ακολούθως δε, σε τρίτους, με αποτέλεσμα, το μεν, την καταδολίευση των πιστωτών αυτής (μητρικής εταιρείας) με την απομάκρυνση κεφαλαίων από την κατασχετή περιουσία της, το δε, την κεφαλαιακή αποψίλωση των θυγατρικών εταιρειών, ως συνέβη εν προκειμένω με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία δεν διέθετε επαρκή κεφάλαια για την καταβολή, στην προκείμενη περίπτωση, των δεδουλευμένων αποδοχών μεταξύ άλλων και στις ενάγουσες, στ) την ύπαρξη ενός κοινού και ενιαίου λογιστηρίου, ήτοι αυτού της δεύτερης εναγομένης μητρικής εταιρείας, ζ) η ίδια η δεύτερη εναγομένη μητρική εταιρεία λάμβανε αποφάσεις για περικοπές μισθών και μερικότερες καταβολές μισθού (προκαταβολές μισθού) έναντι εξόφλησης, ακόμα και στους εργαζόμενους στην πρώτη εναγομένη θυγατρική εταιρεία, η οποία μόνο τυπικώς φέρετο ως εργοδότης τους, η) καταβολή δεδουλευμένων και αποζημιώσεων απόλυσης σε πρώην εργαζομένους της πρώτης εναγομένης θυγατρικής εταιρείας απευθείας από τη δεύτερη εναγομένη μητρική εταιρεία».

β) Στην υπ’ αρ. 3240/2016 ΕφΑθ, η οποία αντιμετώπισε το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο και πάλι μίας διαφοράς εργατικού δικαίου, κρίθηκε ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας μεταξύ δύο ανωνύμων εταιρειών που έχουν ταυτόσημο σκοπό, διοικούνται από την ίδια οικογένεια, με κοινό διακριτικό τίτλο και περιουσιακά στοιχεία και εμφανίζονται ότι ασκούν μία επιχείρηση – προφανώς όταν η δραστηριότητα τους εν γένει σκοπεί στην αποφυγή ευθύνης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω απόφασης η Α΄ εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, η οποία λειτουργούσε κατάστημα βιβλιοπωλείου, έχοντας ήδη καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων – εργαζομένων της έπαυσε την δραστηριότητά της, χωρίς να καταβάλλει τις ανωτέρω αποδοχές. Η, δε, Β΄ εναγομένη ανώνυμη εταιρεία λειτουργούσε, παράλληλα, κατάστημα βιβλιοπωλείου με τον ίδιο διακριτικό τίτλο, εμφανίζοντας αυτό, προς τα έξω στις συναλλαγές της, ως Βιβλιοπωλείο της ίδιας οικογενειακής επιχείρησης, ενώ από την συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων των εν λόγω εταιριών, προς τους τρίτους και τους εργαζόμενους στην επιχείρηση, δημιουργήθηκε στους τελευταίους η πεποίθηση της ταυτοποίησης αυτών (των εταιριών), ότι ήταν δηλαδή υπάλληλοι της οικογενειακής επιχείρησης. Για το λόγο αυτό καταλήγει η ως άνω απόφαση ότι η Β΄ εναγομένη μετά την ίδρυση της Α΄ εναγομένης «συνέχισε την επιχειρηματική της δραστηριότητα, εμπορίας Βιβλιοπωλείου και εκδοτικού καταστήματος καθώς και κάθε συναφή εργασία, με παρένθετο πρόσωπο την πρώτη εναγόμενη, η οποία δεν διέθετε επαρκή περιουσιακά στοιχεία, ασκώντας με αυτή τις ίδιες επιχειρηματικές εργασίες, με σκοπό να αποφύγει την πληρωμή των υποχρεώσεών της, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές έναντι των εργαζομένων στο Βιβλιοπωλείο της επιχείρησής της. Ενόψει δε αυτών, στη συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση της νομικής αυτοτέλειας των εναγόμενων εταιριών, με αποτέλεσμα, για τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης, να ευθύνεται και η δεύτερη εναγόμενη - εκκαλούσα. Επομένως, η εκκαλούσα ευθύνεται, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, να καταβάλει στους ενάγοντες, τα ποσά που επιδικάστηκαν σ’ αυτούς με την εκκαλούμενη απόφαση, για δεδουλευμένες αποδοχές, μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας, επιδόματα εορτών και αδείας και αποζημίωση απόλυσης…».

γ) Ομοίως, στην κατάφαση της εις ολόκληρον ευθύνης περισσοτέρων εταιρειών του ίδιου ομίλου αλλά και των κυρίων μετόχων, έναντι απολυθέντος δικηγόρου, κατέληξε και η υπ’ αρ. 9210/2016 ΜΠρΘες, σύμφωνα με την οποία: «Ο ισχυρισμός αυτός είναι απολύτως αναληθής, διότι στην πραγματικότητα ο ενάγων εργαζόταν για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, νομίμως εκπροσωπούμενης δια του δεύτερου εναγόμενου, και των αδελφών του, η οποίοι, καλυπτόμενοι πίσω από τον εταιρικό μανδύα περισσοτέρων επιχειρήσεων με ομοειδή επιχειρηματική δραστηριότητα, τις χρησιμοποιούσαν ως παρένθετα πρόσωπα και κατά κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας για την άσκηση των προσωπικών τους εμπορικών δραστηριοτήτων υπό την ίδια έδρα στη Νέα Ευκαρπία Θεσσαλονίκης επί της οδού ................, ακολουθώντας τις οδηγίες των αδελφών ................, οι οποίοι αποφάσιζαν αυτοί μόνο κυριαρχικά για την τύχη τους και καρπωνόταν μόνοι αυτοί τα κέρδη από τη δράση τους. Κατά συνέπεια, συντρέχει νόμιμος λόγος για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης και των λοιπών αναφερόμενων εταιριών, με αποτέλεσμα την κατάφαση της ευθύνης παράλληλα και εις ολόκληρον της πρώτης εναγόμενης εταιρίας με τις λοιπές εταιρίες για την καταβολή των αιτούμενων από τον ενάγοντα αξιώσεων, από τις προσφερόμενες από τον ίδιο υπηρεσίες. Επομένως, ο ενάγων έχει δικαίωμα να στραφεί για τις επίδικες αξιώσεις του κατά οποιουδήποτε εκ των συνυπεύθυνων εις ολόκληρον απέναντί του εταιριών, άρα και κατά της πρώτης εναγόμενης μητρικής του ομίλου εταιρίας, ο δε δεύτερος εναγόμενος, υπέχει ούτως ή άλλως -και ανεξαρτήτως της κρίσεως του Δικαστηρίου ότι αποτελεί κύριο μέτοχο και διαχειριστή όλων των επιχειρήσεων του ομίλου- προσωπική ευθύνη, παράλληλα και εις ολόκληρον, με την πρώτη εναγόμενη ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής».

δ) Αντίστοιχα και στην υπ’ αρ. 873/2009 ΑΠ κρίθηκε ότι αλλοδαπές εταιρείες (μητρική και θυγατρική ΕΠΕ) ασκούσαν συστηματικά εργοδοτικές λειτουργίες έναντι εργαζομένων ημεδαπής θυγατρικής ΕΠΕ με αποτέλεσμα οι πρώτες να ευθύνονται έναντι των εργαζομένων της δεύτερης. Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν εν προκειμένω το δικαστήριο στην ως άνω κρίση ήταν τα εξής: «…όλες οι θυγατρικές εταιρίες απαιτείται να εφαρμόσουν σε κάθε περίπτωση και στο σύνολο τους τις κατευθυντήριες γραμμές που είναι δεσμευτικές ... Επίσης, η δεύτερη αναιρεσείουσα αλλοδαπή μητρική εταιρία κατά της σύσταση της έκτης αναιρεσίβλητης όρισε ως κεφάλαιο αυτής το ελάχιστο απαιτούμενο από τον τότε ισχύοντα νόμο ποσόν των 6.000.000 δρχ. (άρθρο 4 του ν. 3190/1955), γεγονός που είχε ως συνέπεια να εξαρτάται η επιβίωση της από τη χρηματοδότηση της εκ μέρους των μητρικών εταιριών. Τούτο υποδηλώνει τον πλήρη έλεγχο και τη δεσπόζουσα επιρροή της ελληνικής θυγατρικής εταιρίας από τις αναιρεσείουσες μητρικές εταιρίες, δεδομένου ότι η πρώτη δεν είχε καμιά πραγματική δυνατότητα να αποφασίσει η ίδια για το μέλλον της και γι` αυτήν ακόμη την ύπαρξη της. .... Οι ενάγοντες -πέντε πρώτοι αναιρεσίβλητοι-, προσέφεραν κανονικά τις υπηρεσίες τους χωρίς να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα έως και την 31-5-2002, οπότε για πρώτη φορά δεν τους καταβλήθηκαν οι δεδουλευμένες αποδοχές τους και συγκεκριμένα ο μισθός του Μαΐου 2002. Στις διαμαρτυρίες τους προς τον διαχειριστή της έκτης αναιρεσίβλητης και τους νομίμους εκπροσώπους των αναιρεσειουσών, οι τελευταίοι τους διαβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για προσωρινή ταμειακή δυσχέρεια λόγω καθυστέρησης των εμβασμάτων από τη Γερμανία. Ενόψει των διαβεβαιώσεων αυτών οι ενάγοντες εξακολούθησαν κανονικά την εργασία τους μέχρι 1-7-2002, οπότε ο διαχειριστής της έκτης αναιρεσίβλητης Χ1 μαζί με τον εμφανισθέντα εκπρόσωπο των αναιρεσειουσών εταιριών Ε1 τους ανακοίνωσε ότι οι τελευταίες είχαν αποφασίσει να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας τους χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης τους […] Η συμπεριφορά των αναιρεσειουσών αλλοδαπών εταιριών, έναντι των πέντε πρώτων αναιρεσιβλήτων, ήταν κακόπιστη, δεδομένου ότι αν και ασκούσαν οι ίδιες στην πραγματικότητα τις εργοδοτικές λειτουργίες, από το Μάιο του έτους 2002 μεθόδευσαν την κατάρρευση της ελληνικής θυγατρικής τους εταιρίας…».

Επίλογος
Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατ’ αρχήν η κάθε εταιρεία ακόμα και εάν, ανήκοντας σε έναν όμιλο επιχειρήσεων, εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα των βασικών μετόχων της ή εκείνα μίας άλλης εταιρείας πχ μητρικής, τότε και πάλι διατηρεί την νομική της αυτοτέλεια (οικονομική, περιουσιακή κλπ) και ευθύνεται μόνο για τα χρέη της ίδιας. Δεν αποκλείεται, όμως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και εφόσον συντρέχουν ορισμένα πραγματικά περιστατικά, να κριθεί από το Δικαστήριο ότι θα πρέπει η νομική της αυτοτέλεια να αρθεί και να στοιχειοθετηθεί, έτσι, παράλληλη εις ολόκληρον ευθύνη της για τα χρέη άλλης αδελφής εταιρείας του ίδιου ομίλου.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top