Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 230/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία ανεστάλη εκτελεστική διαδικασία που επέσπευδε το Δημόσιο σε βάρος ανώνυμης εταιρείας για ποσό περίπου 200.000,00 ευρώ βάσει εκδοθείσας απόφασης καταλογισμού, πιθανολογώντας την ύπαρξη άμεσου κινδύνου για την εταιρεία. Ειδικότερα, η εταιρεία είχε στο παρελθόν προχωρήσει σε κατάσχεση σε βάρος του Δημοσίου και εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος, δυνάμει της οποίας εισέπραξε το ως άνω ποσό. Η εν λόγω κατάσχεση ακυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν άσκησης ανακοπής από το Δημόσιο, ενώ εκκρεμεί η συζήτηση αίτησης αναίρεσης της εταιρείας ενώπιον του Αρείου Πάγου. Παράλληλα, η εταιρεία στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχε προχωρήσει σε σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης με τους πιστωτές της, η οποία επικυρώθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο. Μεταξύ των όρων της συμφωνίας ήταν και η διαγραφή των οφειλών της εταιρείας έναντι του Δημοσίου που αφορούσαν σε απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό και ανάγονταν σε χρήσεις πριν από την έκδοση της απόφασης επικύρωσης.
Το Δημόσιο, κατόπιν ακύρωσης της κατάσχεσης, προχώρησε, διά του αρμόδιου οργάνου, στην έκδοση απόφασης καταλογισμού και στην ταμειακή βεβαίωση του ποσού και ακολούθως επέδωσε στην εταιρεία ατομική ειδοποίηση, προκειμένου να προχωρήσει σε μέτρα αναγκαστικής είσπραξης. Η απόφαση δέχθηκε ότι το Δημόσιο δεν τήρησε τη σωστή διαδικασία για την είσπραξη του ποσού, καθώς όφειλε προηγουμένως να απευθυνθεί στα δικαστήρια για την κτήση νόμιμου τίτλου. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι: «Οι εν λόγω πράξεις όμως […] πιθανολογείται ότι είναι μη νόμιμες και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Ειδικότερα, το 3ο των καθ’ ων η αίτηση (Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καταλογισμού, διαλαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η τελεσίδικη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του 2ου των καθ’ ων η αίτηση (Ελληνικού Δημοσίου) γεννά, αυτοδικαίως, υποχρέωση της αιτούσας να του αποδώσει το αναληφθέν από το δικό του τραπεζικό λογαριασμό ποσό της κατάσχεσης, δηλαδή το ποσό των 181.464,10 ευρώ. Η κρίση του αυτή όμως πιθανολογείται εσφαλμένη, διότι η αιτούσα νομίμως ανέλαβε το εν λόγω ποσό, αφού κατά το χρόνο ανάληψής του, οι πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηριζόταν η επισπευδόμενη από αυτή αναγκαστική εκτέλεση δεν είχαν ακυρωθεί και ως εκ τούτου, ήταν ισχυρές και παρήγαγαν πλήρως τα αποτελέσματά τους».
Όπως είχαμε αναφέρει και στο οικείο δικόγραφο: " Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η καταβολή του ποσού των ... ευρώ ήταν καθ’ όλα νόμιμη, όταν έλαβε χώρα, καθώς ερείδετο στην ... επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου του υπ’ αριθ. ... α’ εκτελεστού απογράφου της με αρ. ... δήλωσης τρίτου που κατατέθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου, καθώς και στο από ... κατασχετήριο της εταιρείας μας κατά του αντιδίκου, εις χείρας των προαναφερόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, το αντίδικο για να διεκδικήσει νομίμως την επιστροφή του εν λόγω ποσού από την εταιρεία μας και να βεβαιώσει ταμειακά την φερόμενη έναντι ημών απαίτησή του, κατόπιν τελεσίδικης ακύρωσης των ως άνω πράξεων εκτέλεσης, θα έπρεπε είτε να ασκήσει σε βάρος μας αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού (ά. 904 επ. ΑΚ) είτε να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, κατά την διάρκεια της συναφούς εκκρεμοδικίας (ά. 914 ΚΠολΔ), είτε να ζητήσει αποζημίωση κατόπιν της αμετάκλητης ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης (ά. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ). Και τούτο, διότι η έκδοση της υπ’ αριθ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα ούτε για την έκδοση της ανακοπτόμενης καταλογιστικής απόφασης ούτε για την μετέπειτα ταμειακή βεβαίωση του φερόμενου χρέους, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αναγκαστική κατάσχεση που επισπεύσαμε σε βάρος του αντιδίκου δεν επηρεάζεται ούτε από το γεγονός ότι οι συναφείς πράξεις εκτέλεσης ακυρώθηκαν από το Εφετείο ούτε από το γεγονός ότι έγινε δεκτή η ανακοπή του αντιδίκου".
Σημαντικό στοιχείο για την κρίση του Δικαστηρίου επί της αναστολής αποτέλεσε το γεγονός ότι η εταιρεία προσφάτως είχε υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης, τους όρους της οποίας τηρεί απαρέγκλιτα.