Legal Insight
Φεβρουάριος 2024
Αρετή Κολοκοτρώνη, ΜΔΕ
Περίληψη: Οι οικονομικές συνθήκες μπορούν να αναγκάσουν τον οφειλέτη να υποβάλλει αίτηση στο Πτωχευτικό Δικαστήριο για την κήρυξή του σε πτώχευση, ιδίως αν αυτός αδυνατεί κατά τρόπο γενικό και μόνιμο να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του. Ωστόσο, δικαίωμα υποβολής αίτησης για την πτώχευση οφειλέτη παρέχεται εκ του νόμου και στους πιστωτές του τελευταίου. Πως μπορεί, όμως, να αμυνθεί ο οφειλέτης στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν συμφωνεί με την κήρυξή του σε πτώχευση; Η καταχρηστική υποβολή της αίτησης εκ μέρους του πιστωτή αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης και μέσο άμυνας του οφειλέτη. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε περιπτώσεις οι οποίες συγκεντρώνουν στοιχεία καταχρηστικότητας παραθέτοντας αντίστοιχα νομολογιακά παραδείγματα.
1. Εισαγωγικά
Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία κήρυξης οφειλέτη σε πτώχευση ρυθμίζονται διεξοδικά στον Ν. 4738/2020. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, δηλαδή αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Αίτηση περί κήρυξης οφειλέτη σε πτώχευση δύναται να υποβάλλει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, πέραν του ίδιου του οφειλέτη, και ένας ή περισσότεροι πιστωτές αυτού με έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την υποβολή της αίτησης έχει κατ’ αρχήν ο πιστωτής, ο οποίος διαθέτει γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη ενοχική αξίωση εναντίον του οφειλέτη προς χρηματική ή αποτιμητή σε χρήμα παροχή, εφόσον πρόκειται να καταστεί πτωχευτικός πιστωτής.
2. Καταχρηστικότητα αίτησης πιστωτή
Πέραν των γενικών υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση πτώχευσης οφειλέτη, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 76 και 77 του ως άνω αναφερόμενου νόμου, τίθεται εκ του νόμου μια επιπλέον προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 2 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι: «Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του».
Ο νόμος αναφέρει ενδεικτικώς δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η αίτηση πτώχευσης που υποβάλλεται από πλευράς πιστωτή κρίνεται ως καταχρηστική. Πρόκειται για αιτήσεις κήρυξης πτώχευσης, με τις οποίες δεν επιδιώκεται η πραγμάτωση του σκοπού της πτώχευσης ως θεσμού συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης για τη σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών, αλλά επιδιώκονται σκοποί ξένοι προς αυτήν, το δικαστήριο, δε, έχει ευρεία ευχέρεια αξιολόγησης των περιστάσεων (ΠΠρΑθ 65/2014). Πρέπει να σημειωθεί ότι απαρίθμηση του νόμου δεν είναι περιοριστική («ιδίως») και υπάρχει περιθώριο να κριθεί ότι η αίτηση ασκείται καταχρηστικά και σε άλλες περιπτώσεις, εφόσον αυτές συγκεντρώνουν στοιχεία καταχρηστικότητας. Εάν το Πτωχευτικό Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση ασκείται από την πλευρά του πιστωτή καταχρηστικά, τότε απορρίπτει την αίτηση.
3. Περιπτωσιολογία
α) Ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης:
Η πρώτη κατονομαζόμενη από το ως άνω άρθρο περίπτωση καταχρηστικής άσκησης αίτησης πτώχευσης είναι αυτή, κατά την οποία, ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης. Ο πιστωτής με άλλα λόγια επιχειρεί με την υποβολή της αίτησης πτώχευσης να ασκήσει υπέρμετρη πίεση στον οφειλέτη, προκειμένου να τον αναγκάσει να εξοφλήσει την απαίτηση του αιτούντος. Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό η κήρυξη της πτώχευσης δεν αποτελεί για τους δανειστές επικουρικό βοήθημα, ώστε να πρέπει πρώτα να ασκήσουν τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και, αν αυτά αποδειχθούν άκαρπα, να καταφύγουν στην πτώχευση. Με άλλα λόγια, η παράλειψη πιστωτή να ασκήσει ατομικές διώξεις κατά του οφειλέτη δεν στοιχειοθετεί από μόνη της καταχρηστικότητα της αίτησης αλλά αυτό εξετάζεται ad hoc σε κάθε περίπτωση λαμβανομένων υπόψη και πρόσθετων στοιχείων.
Στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η αίτηση πτώχευσης πιστωτή έχει υποβληθεί ως υποκατάστατο ατομικής ικανοποίησης έχουν κριθεί: η ανυπαρξία άλλων απαιτήσεων προς τρίτους, το γεγονός ότι η ένδικη απαίτηση του αιτούντος πιστωτή έχει ικανοποιηθεί ως προς το μεγαλύτερο μέρος της, ότι ο πιστωτής κατόπιν έκδοσης εκτελεστού τίτλου έχει εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του χωρίς αυτή να έχει αποβεί ακόμη άκαρπη και στη συνέχεια υποβάλλει αδικαιολόγητα αίτηση πτώχευσης, ότι η απαίτηση του πιστωτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη αλλά επιδιώκει με την πτώχευση του οφειλέτη να αποκαλυφθεί η περιουσία του τελευταίου, προκειμένου να κινήσει στη συνέχεια διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης.
Ακολούθως, παρατίθενται κάποια νομολογιακά παραδείγματα:
• Στην υπ’ αριθ. 388/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ως καταχρηστική η υποβολή της αίτησης πτώχευσης, πριν την έκδοση καταψηφιστικής απόφασης για την απαίτηση του πιστωτή, η οποία και αμφισβητούνταν από τον οφειλέτη: «{…} αντίθετα αποδείχθηκε ότι η ένδικη αίτηση πτώχευσης υποβλήθηκε καταχρηστικά, σύμφωνα με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 Ν. 3588/2007, αφού η αιτούσα προέτρεξε στην άσκηση της ένδικης αίτησης πριν την έκδοση καταψηφιστικής απόφασης για την απαίτησή της την οποία θα καθιστούσε βέβαιη και εκκαθαρισμένη ενόψει του ότι η καθ’ ης αμφισβητεί το ύψος αυτής και ειδικότερα αν εμπεριέχεται σ’ αυτήν η συμφωνηθείσα έκπτωση επί των ανεξόφλητων τιμολογίων».
• Αντίστοιχα στην υπ’ αριθ. 571/2014 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, το Δικαστήριο απεφάνθη υπέρ της καταχρηστικότητας της αίτησης, επειδή αυτή υποβλήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την είσπραξη της ατομικής απαίτησης της αιτούσας και μάλιστα πριν την απόκτηση εκτελεστού τίτλου: «Ειδικότερα, από την ανώμοτι στο ακροατήριο κατάθεση του Φ. Α., μέλους της διοίκησης της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας, αποδεικνύεται περαιτέρω ότι η αιτούσα υπέβαλε την αίτηση με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας, διατηρεί κατά του οφειλέτη εξ αφορμής της σύμβασης έργου. Ο εν λόγω κατέθεσε στο ακροατήριο ότι η κρινόμενη αίτηση υποβλήθηκε προς διασφάλιση της πληρωμής των απαιτήσεων για τις οποίες έχει ασκηθεί η αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και προς είσπραξη ενός τουλάχιστον μέρους της εν λόγω απαίτησης, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής. Δηλαδή, η αίτηση υποβλήθηκε καταχρηστικώς, εν γνώσει της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας, ως υποκατάστατο της διαδικασίας ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, και μάλιστα πριν ακόμη αποκτηθεί εκτελεστός τίτλος».
• Αντιθέτως, στην υπ’ αριθ. 12/2014 απόφαση του Εφετείου Λάρισας κρίθηκε ότι η μη άσκηση ατομικής αγωγής εκ μέρους των αιτούντων δεν αρκεί από μόνη της για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την αίτηση πτώχευσης: «Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο η εφεσίβλητη επιχειρεί να θεμελιώσει ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 6 παρ. 3 του Ν 3588/2007 (ΠτΚ), είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, γιατί μόνη η επίκληση της μη άσκησης ατομικής αγωγής εκ μέρους των αιτούντων, χωρίς πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν την υποκατάσταση της διαδικασίας αυτής με το θεσμό της συλλογικής εκτέλεσης, με σκοπό άσκησης πίεσης στην καθ’ ης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος των αιτούντων».
• Το Εφετείο Πειραιά με την υπ’ αριθ. 74/2011 απόφαση παραθέτει στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η ένδικη αίτηση υποβλήθηκε ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης: «Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η ένδικη αίτηση πτωχεύσεως υποβλήθηκε καταχρηστικά {…}. Η ανυπαρξία άλλων ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρεών σε τρίτους, η ικανοποίηση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανερχόμενης αρχικά σε σημαντικό ποσό, η αμφισβήτηση για το ύψος της που ανέκυψε σε μεταγενέστερο χρόνο, η γνώση ότι η οφειλή αυτή βαρύνει κατά κύριο λόγο την πλοιοκτήτρια και δευτερευόντως τη συνοφειλέτρια διαχειρίστρια του πλοίου, η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής για την αμφισβητούμενη απαίτηση τόσο κατά της πλοιοκτήτριας όσο και κατά της διαχειρίστριας, ενόσω μάλιστα εκκρεμούσε η ένδικη αίτηση πτωχεύσεως σε βάρος της, αλλά και η κατάθεση του ίδιου του αιτούντος-καθού κατά την εξέτασή του ως διαδίκου χωρίς όρκο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δεν γνωρίζει αν η αντίδικός του οφείλει και σε τρίτους και ότι άσκησε την αίτηση ως μέσο πίεσης προς αυτήν με σκοπό την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, αποτελούν στοιχεία που υποδηλώνουν με σαφήνεια ότι η αίτηση υποβλήθηκε ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης».
• Τέλος, η άρνηση του αιτούντος να δεχθεί πρόταση του οφειλέτη για μερική εξόφληση της οφειλής σε δόσεις δεν καθιστά καταχρηστική την μεταγενέστερη αίτηση πτώχευσης, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 589/2013 απόφαση του Εφετείου Λάρισας: «Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών άσκησε την αίτηση πτώχευσης καταχρηστικά και δη ότι χρησιμοποίησε αυτή ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών ασχέτων με την πτώχευση, ενόψει του ότι, λόγω της ύπαρξης των προαναφερόμενων ληξιπρόθεσμων χρεών της καθ` ης η αίτηση και της μη ικανοποιήσεως της δικής του (αιτούντος) ληξιπροθέσμου, {…} η δε άρνησή του (αιτούντος) να αποδεχθεί πρόταση της καθ` ης η αίτηση περί σταδιακής εξοφλήσεως μέρους της οφειλής (120.000€) σε δώδεκα ισόποσες τετραμηνιαίες δόσεις των 10.000€ εκάστη συνολικής διάρκειας τεσσάρων (4) ετών και δη μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2015 δεν καθιστά την άσκηση της αίτησης καταχρηστική».
β) Επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης:
Η δεύτερη εκ του νόμου αναφερόμενη περίπτωση καταχρηστικότητας αφορά την επιδίωξη, εκ μέρους του πιστωτή, σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης. Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται αιτήσεις που στοχεύουν στην δυσφήμηση του οφειλέτη, στην αναγκαστική απομάκρυνσή του από τη διοίκηση της περιουσίας του, στην απόσπαση της πελατείας του οφειλέτη, στον αποκλεισμό της συμμετοχής του από δημόσιους διαγωνισμούς και της πρόσβασής του σε επαγγέλματα που προϋποθέτουν ακόμα και τη μη κατάθεση αίτησης για κήρυξη πτώχευσης κατά του υποψηφίου. Η ανταγωνιστική επιχειρηματική δραστηριότητα που τυχόν διατηρεί ο πιστωτής μπορεί να αποτελέσει ενδείκτη που καταδεικνύει καταχρηστικότητα της υποβληθείσας αίτησης.
γ) Λοιπές περιπτώσεις καταχρηστικότητας:
Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, στον νόμο τίθενται ενδεικτικά δύο περιπτώσεις καταχρηστικότητας. Ωστόσο, εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης να κρίνει και σε άλλες περιπτώσεις ότι η αίτηση υποβάλλεται καταχρηστικά και κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη.
Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό η κρίση της υπ’ αριθ. 990/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε ως καταχρηστική αίτηση περί υποβολής εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης (δυνάμενη να εφαρμοστεί αναλογικά και επί αιτήσεως πτώχευσης λόγω της ομοιότητας των δύο περιπτώσεων). Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η οφειλέτρια εταιρεία με επανειλημμένες προσπάθειες επεδίωξε να επιτύχει την αναδιάρθρωση των χρεών της σε τραπεζικό ίδρυμα, ενώ η αιτούσα Τράπεζα δεν ανταποκρίθηκε στην επιβαλλόμενη από την καλή πίστη υποχρέωση να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για ρύθμιση, καθιστώντας την εκ των υστέρων υποβολή της αίτησης από την πλευρά της καταχρηστική.
4. Αποζημίωση λόγω καταχρηστικής αίτησης πιστωτή
Επιπλέον, το άρθρο 80 (παρ. 3) προβλέπει ότι στην περίπτωση που κριθεί ότι η αίτηση ασκείται καταχρηστικά, το Πτωχευτικό Δικαστήριο μπορεί μετά από αυτοτελή αίτηση του οφειλέτη να επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος εκείνου που υπέβαλε την αίτηση, εφόσον αποδειχθεί ζημία από την καταχρηστική υποβολή της αίτησης. Η εν λόγω, όμως, διάταξη δεν περιορίζει τον οφειλέτη, ο οποίος υπέστη ζημία από την υποβολή καταχρηστικής αίτησης του πιστωτή να ζητήσει αποζημίωση για την ζημία που υπέστη ή και ικανοποίηση ηθικής βλάβης, με βάση της γενικές διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 914 ΑΚ. Αρμόδια στις περιπτώσεις αυτές θα είναι, ωστόσο, τα κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήρια.
Συναφής με τα ως άνω, οι παραδοχές της υπ’ αριθ. 74/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιά: «Περαιτέρω, ενόψει του ότι επιπροσθέτως η αίτηση πτώχευσης ασκήθηκε καταχρηστικά, διότι αποδείχθηκε ότι ο αιτών-καθού γνώριζε την έλλειψη των προϋποθέσεων για την κήρυξή της, προκλήθηκε από τη δικαστική αυτή ενέργειά του η προσβολή της προσωπικότητας της αιτούσας-καθής, που εκδηλώθηκε με έκφραση δυσπιστίας για την οικονομική της οντότητα και με μείωση της φήμης της στους εμπορικούς και συναλλακτικούς κύκλους της ναυτιλιακής κυρίως αγοράς όπου και δραστηριοποιείται. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της αίτησης πτώχευσης αναφάνηκαν και στις σχέσεις της με τις συνεργαζόμενες μαζί της Τράπεζες ..., οι οποίες προδήλως επηρεάστηκαν αρνητικά και δεν ενέκριναν τη χορήγηση πιστώσεων και χρηματοδοτήσεων γενικά, αφού η πληροφόρηση της αίτησης πτώχευσης, που αποτελεί δραστικότερο από την έκδοση της διαταγής πληρωμής μέσο, κλόνισε το κύρος και το επαγγελματικό της μέλλον. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δικαιολογείται η επιδίκαση αποζημίωσης κατά του αιτούντος-καθού, που πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 5.000 ευρώ, μετά τη στάθμιση όλων των περιστάσεων, Ιδίως της φύσης της προσβολής, του είδους και μεγέθους της επιχείρησης, της ομαλής πορείας των εργασιών της και γενικά της κανονικής λειτουργίας της».
5. Αντί επιλόγου
Η ύπαρξη απαίτησης του πιστωτή σε βάρος του οφειλέτη, ακόμη κι αν αυτή έχει διαγνωστεί τελεσίδικα, δεν αρκεί για την αποδοχή της αίτησης που τυχόν υποβάλλει για την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Πρέπει αυτός να αποδείξει πρωτίστως τη μόνιμη και γενική αδυναμία του οφειλέτη προς εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του. Σε δεύτερο επίπεδο και παρά τη συνδρομή της ως άνω προϋπόθεσης, δύναται να κριθεί από το Δικαστήριο ότι η αίτηση υποβάλλεται καταχρηστικά και δεν εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης για τη σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ο οφειλέτης φέρει το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών εκείνων που καθιστούν την υποβολή της αίτησης καταχρηστική, δεδομένου ότι η γενικόλογη επίκληση δεν αρκεί για να επιτύχει την απόρριψη της εναντίον του υποβληθείσας αίτησης.