Legal Insight
Φεβρουάριος 2024
Στελλίνα Μανδάλου, ΜΔΕ
Περίληψη: Σε προηγούμενο άρθρο μας (βλ. εδώ) αναλύθηκε το πώς μπορεί να αμυνθεί ο οφειλέτης, ο οποίος δεν επιθυμεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, έναντι της σχετικής αίτησης που υποβάλλει κάποιος από τους πιστωτές του, προβάλλοντας ως λόγο απόρριψής της, την καταχρηστική υποβολή της αίτησης. Με το παρόν άρθρο θα εξεταστεί ένας ακόμη λόγος απόρριψης της αίτησης πτώχευσης του δανειστή, που συνίσταται στην εκ μέρους του οφειλέτη άρνηση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την ένταξή του στην πτωχευτική διαδικασία και, ειδικότερα, της περιέλευσής του σε κατάσταση παύσης πληρωμών.
1. Εισαγωγικά
Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θα πρέπει υποχρεωτικά να πληρούνται, προκειμένου να κηρυχθεί ένας οφειλέτης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σε πτώχευση, προβλέπονται στα άρθρα 76 και 77 του νέου Πτωχευτικού Νόμου (ν. 4738/2020, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Ελλείψει έστω και μίας εκ των εν λόγω προϋποθέσεων, η αίτηση πτώχευσης του πιστωτή απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 76 ορίζει τις υποκειμενικές προϋποθέσεις ένταξης στη διαδικασία της πτώχευσης, με την πρόβλεψη των προσώπων που έχουν πτωχευτική ικανότητα και το άρθρο 77 ορίζει, αντιστοίχως, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις υπαγωγής, οι οποίες αφορούν στην οικονομική κατάσταση του δυνάμενου να πτωχεύσει προσώπου, ως παράγοντα που δικαιολογεί, άλλωστε, την υποβολή του στην πτωχευτική διαδικασία. Μία εκ των εν λόγω αντικειμενικών προϋποθέσεων, η οποία και θα αναλυθεί κατωτέρω, συνιστά η περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση παύσης πληρωμών.
2. Η έννοια της «παύσης πληρωμών»
Σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 4738/2020, σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, δηλαδή αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του, κατά τρόπο γενικό και μόνιμο.
Η αδυναμία αυτή θα είναι γενική, στην περίπτωση που η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταλαμβάνει - τουλάχιστον κατά κανόνα - το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη, ώστε να πρόκειται για αδυναμία πληρωμών «έναντι του κοινού». Η γενικότητα, ωστόσο, δεν αναιρείται με τυχόν κατ’ εξαίρεση πληρωμές, στις οποίες προβαίνει ο τελευταίος. Έτσι, όπως διευκρινίζεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής. Σημασία, εν προκειμένω, όμως, έχει και το κατά πόσον η τελευταία ποιοτικά έχει βαρύνουσα σημασία για τη λειτουργία της επιχείρησης (λ.χ. χρέος προς κεντρικό προμηθευτή που συνεπάγεται διακοπή της παροχής προμηθειών, προς βασικό χρηματοδότη που έχει ως αποτέλεσμα την διακοπή της ρευστότητας κτλ.).
Περαιτέρω, η αδυναμία θα θεωρείται και μόνιμη, όταν δεν απορρέει από μία πρόσκαιρη και αναστρέψιμη κατάσταση, αλλά, αντιθέτως, αναμένεται ότι θα επιδράσει αρνητικά και στις επερχόμενες οφειλές. Στην περίπτωση, βέβαια, που δημιουργηθούν βάσιμες προσδοκίες ανάκαμψης (όπως, για παράδειγμα, έγκριση επιχορήγησης, σύναψη συμφωνίας με σημαντικό επενδυτή, νέες συνεργασίες, κτλ.), η παύση πληρωμών αίρεται.
Επιπλέον, κατά την εν λόγω διάταξη, δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια (όπως, για παράδειγμα, συναλλαγματικές ευκολίας, εικονικά τιμολόγια κτλ.) ή καταστρεπτικά μέσα (π.χ. δανεισμός με υπέρμετρο επιτόκιο, ιδιαίτερα ασύμφορες συναλλαγές, όπως πώληση σε τιμές πολύ κατώτερες του κόστους κτλ.). Ωστόσο, η άρνηση πληρωμών λόγω ενστάσεων που ο οφειλέτης θεωρεί καλόπιστα βάσιμες, δεν αποτελεί απόδειξη παύσης πληρωμών (π. χ. αμφισβήτηση ύπαρξης ή ύψους οφειλής).
Ως προς τον χρόνο συνδρομής της παύσης πληρωμών επισημαίνεται ότι η τελευταία θα πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο της συζήτησης της αίτησης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου και, σε κάθε περίπτωση, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (βλ. ΕφΑθ 2077, 1182/2019).
Σημειωτέον ότι, εφόσον η παύση πληρωμών διαγιγνώσκεται κατά τον χρόνο συζήτησης της οικείας αίτησης πτώχευσης, τυχόν απόφαση που εκδόθηκε π.χ. επί προγενέστερης αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία της εξυγίανσης (είτε αναγνωρίστηκε είτε δεν αναγνωρίστηκε παύση πληρωμών) δεν παράγει δεδικασμένο στην πτωχευτική διαδικασία (βλ. Περάκη, Ε., Πτωχευτικό Δίκαιο, 2021, σελ. 151).
3. Το τεκμήριο της παύσης πληρωμών
Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 77, προβλέπεται τεκμήριο περιέλευσης του οφειλέτη σε παύση πληρωμών, στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν καταβάλλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του, για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Για παράδειγμα, ο οφειλέτης τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε παύση πληρωμών, όταν έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ύψους 100.000,00 ευρώ και προς τράπεζες ύψους 140.000,00 ευρώ (ή π. χ. μόνο προς την τράπεζα ληξιπρόθεσμη οφειλή ύψους 240.000,00 ευρώ), ενώ οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές του ανέρχονται στο ποσό των 600.000,00 ευρώ, για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Καταληκτικό χρονικό σημείο της περιόδου των έξι (6) μηνών θεωρείται ο χρόνος της συζήτησης της αίτησης στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου.
Σημειωτέον ότι το τεκμήριο αυτό διαφοροποιείται στην πτώχευση μικρού αντικειμένου, δηλαδή στην πτώχευση, στην οποία ο οφειλέτης ικανοποιεί σωρευτικά και τα τρία (3) κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α’ 251), περίπτωση στην οποία το ανωτέρω ποσοστό ανέρχεται στο εξήντα τοις εκατό (60%), βάσει α. 176 παρ. 1 του ν. 4738/2020 (για την πτώχευση μικρού αντικειμένου βλ. εδώ).
Το εν λόγω τεκμήριο ορίζεται ως μαχητό, υπό την έννοια ότι μπορεί να ανατραπεί, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, άρα και από τον οφειλέτη, με την απόδειξη της εκ των πραγμάτων μη ύπαρξης παύσης πληρωμών (δηλαδή με την επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και την προσκόμιση των αντίστοιχων αποδεικτικών στοιχείων).
Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων θα εμφανίζεται συνήθως ως «νέκρωση ή διακοπή της εμπορικής κίνησης, αθεράπευτος κλονισμός της πίστης του εμπόρου ή διαταραχή στην οικονομική του υπόσταση». Κατά άλλη δε διατύπωση, τέτοια αδυναμία θα υπάρχει, όταν δημιουργείται στον κύκλο των συναλλαγών του οφειλέτη η εντύπωση ότι αυτός αδυνατεί να ανταποκρίνεται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του, με συνέπεια να καταβαραθρώνεται η οικονομική του αξιοπιστία. Τέτοιες ενδείξεις συνιστούν π. χ. η φυγή ή η εξαφάνιση του οφειλέτη, το οριστικό κλείσιμο του καταστήματος ή του ταμείου της επιχειρήσεώς του, τα διαμαρτυρικά συναλλαγματικών για μη πληρωμή, η μη πληρωμή ή η περικοπή των μισθών του προσωπικού της επιχείρησης κτλ. (βλ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 10η έκδ., 2022, σελ. 69 – 72).
4. Νομολογιακοί ενδείκτες για την ανυπαρξία παύσης πληρωμών
Κατά τη σχετική νομολογία, στοιχεία που υποδηλώνουν τη μη συνδρομή της προϋπόθεσης της παύσης πληρωμών και τα οποία θα πρέπει ο οφειλέτης να επικαλεστεί και να αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελούν, ενδεικτικά, τα κάτωθι:
α) ανυπαρξία οφειλών προς Δημόσιο και ΕΦΚΑ ή ρύθμιση και τμηματική εξόφλησή τους (ΤρΕφΒορΑιγαίου 7/2022, ΤρΕφΘεσ 1863/2021, ΕφΑθ 1117/2001) και ασφαλιστική/φορολογική ενημερότητα (ΤρΕφΒορΑιγαίου 7/2022).
β) κάλυψη λειτουργικών εξόδων επιχείρησης, όπως λογαριασμών κοινής ωφέλειας, ασφαλίστρων, εξόδων συντήρησης κτλ. (ΤρΕφΒορΑιγαίου 7/2022, ΤρΕφΘεσ 1863/2021, ΠΠρΛαμ 4/2019).
γ) απασχόληση ικανού αριθμού εργαζομένων και αποδείξεις πληρωμής τους (ΠΠρΛαμ 4/2019).
δ) καταβολή αξιόλογων χρηματικών ποσών για εξόφληση συναλλαγών (ΤρΕφΘεσ 1863/2021 - εν προκειμένω, για την αγορά ακινήτου).
ε) συνεχής προμήθεια υλικών για τις ανάγκες της εμπορίας της επιχείρησης, γεγονός που ενδεικνύει την πίστη που παρέχουν στην επιχείρηση οι προμηθεύτριες εταιρείες (ΕφΑθ 1117/2001).
στ) βάσιμες προσδοκίες ανάκαμψης, λ. χ. λόγω λήψης υπόψη της κατάστασης της αγοράς λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού που έπληξε τη δραστηριότητα της εταιρείας (ΤρΕφΒορΑιγαίου 7/2022, ΤρΕφΘεσ 1863/2021), λόγω είσπραξης μεγάλου χρηματικού ποσού (ΜΕφΔωδ 51/2020) ή λόγω ολοσχερούς εξόφλησης σημαντικής οφειλής (ΕφΑθ 1117/2001) ή λόγω θετικής εξέλιξης σε δικαστικό αγώνα της εταιρείας (ΤρΕφΑθ 3528/2018 – εν προκειμένω, ακύρωση πράξεων προσδιορισμού φόρων μεγάλου ύψους, με επακόλουθη επίλυση προβλήματος που είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πορεία της εταιρείας, ως προσκόμματος για τη ρύθμιση οφειλών έναντι Δημοσίου, λήψη φορολογικής ενημερότητας, είσπραξη οφειλόμενων από Δημόσιο εργολαβικών ανταλλαγμάτων, κτλ., με επακόλουθο την αδυναμία εξόφλησης των οφειλών της) ή λόγω βάσιμης πιθανότητας ρύθμισης και έτερου μέρους των οφειλών της εταιρείας μέσω υπαγωγής της σε εναλλακτική διαδικασία ρύθμισης οφειλών (ΠΠρΛαμ 4/2019).
Επισημαίνεται ότι επίκληση του ισχυρισμού περί βάσιμης προσδοκίας ανάκαμψης του οφειλέτη θα πρέπει να εδράζεται σε απτά και συγκεκριμένα στοιχεία και όχι σε μη ρεαλιστικά ή αόριστα πλάνα και ευχές.
ζ) σύναψη και τήρηση συμφωνίας ρύθμισης οφειλών με τον βασικότερο πιστωτή (ΤρΕφΘεσ 1863/2021).
η) ανυπαρξία κλονισμού εμπορικής πίστης και νέκρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας (ΜΕφΔωδ 51/2020, ΠΠρΛαμ 4/2019, ΕφΑθ 1117/2001).
5. Αντί επιλόγου.
Πράγματι, ο νόμος με την υιοθέτηση του τεκμηρίου περί παύσης πληρωμών του α. 77 παρ. 2 εδ. α’ (και α. 176 παρ. 1, για την πτώχευση μικρού αντικειμένου) του ν. 4738/2020 φαίνεται να διευκολύνει τον πιστωτή να επιτύχει την πτώχευση του οφειλέτη του, στην περίπτωση που ο τελευταίος πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει η εν λόγω διάταξη. Ωστόσο, με τον κατάλληλο χειρισμό της υπόθεσης, υπάρχει η δυνατότητα ανατροπής του ανωτέρω τεκμηρίου, με την απόδειξη της εν τοις πράγμασι μη περιέλευσης σε παύση πληρωμών. Για τον σκοπό αυτό, παρίσταται καίριος ο ορθός εντοπισμός και η επίκληση των κατάλληλων πραγματικών περιστατικών που ενδεικνύουν τη μη νέκρωση της δραστηριότητας του οφειλέτη ή την, σε κάθε περίπτωση, βάσιμη προσδοκία ανάκαμψής του, καθώς και η σωστή σταχυολόγηση του σχετικού αποδεικτικού υλικού.