Δημοσιεύτηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 412/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία – περιουσιακές διαφορές από μισθώσεις) με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της αντιδίκου, με την οποία αιτούνταν την απόδοση από τον εντολέα μας (και πρώην σύζυγό της) στην ίδια ακινήτων ιδιοκτησίας της (ισόγειο κατάστημα και αποθήκη), την χρήση των οποίων του είχε παραχωρήσει βάσει ιδιωτικού συμφωνητικού, την βίαιη αποβολή του από τα εν λόγω ακίνητα, καθώς και την κήρυξη της σχετικής απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής.
Ειδικότερα, η αντίδικος στήριξε την αγωγή απόδοσης των ακινήτων σε δύο νομικές βάσεις, αφενός λόγω καταγγελίας σύμβασης χρησιδανείου και αφετέρου (επικουρικά) λόγω καταγγελίας σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης. Ως προς την πρώτη βάση, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, λόγω μη προσκόμισης από την αντίδικο του απαιτούμενου δικαστικού ενσήμου, κατ’ αρθ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ως προς την δεύτερη βάση το δικαστήριο, δεχόμενο σχετικό ισχυρισμό μας στο πλαίσιο ερμηνείας του επίμαχου ιδιωτικού συμφωνητικού, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, κρίνοντας ότι από το σύνολο των περιστάσεων και τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει ότι δεν πρόκειται για μισθωτική σχέση αλλά, αντίθετα, τα μέρη με το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό αποφάσισαν την παραχώρηση χρήσης των ακινήτων στο πλαίσιο της ρύθμισης των οικογενειακών τους σχέσεων.
Το επίμαχο χωρίο της απόφασης έχει επί λέξει ως εξής: «[…] Ενόψει της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης καιτ της διευθέτησης των ζητημάτων που άπτονταν της επιμέλειας, διατροφής, επικοινωνίας και ρύθμισης της οικογενειακής στέγης, οι διάδικοι κατήρτισαν το από […] ιδιωτικό συμφωνητικό. […] Η ενάγουσα παραχώρησε στον εναγόμενο την επ’ αόριστο χρόνο (εφ’ όρου ζωής) χρήση του ισογείου καταστήματος και του υπογείου, των οποίων έκανε ήδη χρήση ο εναγόμενος, έχοντας εγκαταστήσει σε αυτά την ατομική εμπορική επιχείρησή του […] Από το όλο περιεχόμενο του συμφωνητικού, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό καταρτίσθηκε, από τις έως τώρα δικαστικές διενέξεις των συζύγων προκύπτει σαφώς ότι η παραχώρηση της χρήσης των ακινήτων έγινε αποκλειστικά κατά τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των διαδίκων και όχι με σκοπό την εκμίσθωση των ακινήτων στον εναγόμενο για την άσκηση της εμπορίας του. Επομένως, επειδή δεν πρόκειται περί μισθωτικής σχέσης, δεν νοείται καταγγελία λόγω μη τήρησης των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο εναγόμενος, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εκληφθούν σαν μίσθωμα, αφού δεν έχει συναφθεί μίσθωση. Η αναφορά στο συμφωνητικό της φράσης «Η δε β συμβαλλομένη δηλώνει ότι δε θα ζητήσει κανένα μίσθωμα δια τη χρήση του καταστήματος…», δεν αναιρεί το παραπάνω συμπέρασμα, διότι αναφέρεται στην απαίτηση της ενάγουσας για αποζημίωση χρήσης του ακινήτου, η οποία συνδέεται και υπολογίζεται με τη μισθωτική αξία του, γι' αυτό γίνεται χρήση του όρου «μίσθωμα».