Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 3119/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ματαίωσε τη συζήτηση αγωγής, μετά από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό των διαδίκων.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση, η εντολέας μας ξενοδοχειακή ανώνυμη εταιρεία είχε ασκήσει αγωγή κατά της τράπεζας, που είχε χρηματοδοτήσει επί μακρόν τη δράση της (μέσω χορήγησης τοκοχρεωλυτικών δανείων και πιστώσεων εξυπηρετούμενων από αλληλόχρεο λογαριασμό), του fund που απέκτησε τις σχετικές απαιτήσεις, κατόπιν πώλησης από την ως άνω τράπεζα, καθώς και κατά του servicer, που έχει αναλάβει την διαχείρισή τους. Στόχος της εν λόγω αγωγής ήταν η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων, στην οποία προχώρησε η νέα δικαιούχος των απαιτήσεων, μέσω της διαχειρίστριας εταιρείας, καθώς και η αμφισβήτησης του ύψους της οφειλής που είχε διαμορφωθεί επί τη βάση καταχρηστικών συμβατικών όρων. Η σχετική αγωγή ασκήθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας της εταιρείας να διαπραγματευτεί με τον servicer τη σύναψη μιας σύμβασης ρύθμισης των επίμαχων οφειλών, προσαρμοσμένης στις οικονομικές της δυνατότητες, προκειμένου να διατηρήσει τη βιωσιμότητά της.
Μετά τη συζήτηση της αγωγής –δηλαδή, μετά την κατάθεση προτάσεων, κατά την τακτική διαδικασία– και πριν την έκδοση απόφασης, τα μέρη πέτυχαν την σύναψη σύμβασης ρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτής, τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να προβούν σε δήλωση παραίτησης από την έκδοση απόφασης επί της αγωγής, άλλως να παραιτηθούν από την άσκηση ένδικων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδιδόταν επ’ αυτής. Προς τον σκοπό αυτό, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν στο δικαστήριο παράλληλες δηλώσεις, με τις οποίες δήλωναν ότι δεν επιθυμούν την έκδοση απόφασης επί της αγωγής, η δε ενάγουσα κοινοποίησε και το υπογεγραμμένο συμφωνητικό ρύθμισης, που συμπεριελάμβανε τον προαναφερόμενο όρο περί παραίτησης.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρ. 308 ΚΠολΔ: «Συμφωνία των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης μετά τη συζήτηση δεν παράγει έννομες συνέπειες», οι ως άνω παράλληλες δηλώσεις των διαδίκων δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτό το δικαστήριο, υιοθέτησε την άποψη ότι «ο ενάγων και ο εναγόμενος δικαιούνται να παραιτηθούν ή ορθότερα να ανακαλέσουν την υλική πράξη της κατάθεσης των προτάσεών τους, που έχουν ήδη καταθέσει κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ώστε η παραίτηση αυτή να έχεις ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον δεν παρίστανται πλέον προσηκόντως». Μάλιστα, κατά το δικαστήριο, δεν δημιουργεί προβληματισμό το γεγονός ότι, κατά το στάδιο που υποβλήθηκαν οι δηλώσεις δεν υφίσταται πλέον στάση δίκης και δυνατότητα ρυθμισμένης από το δικονομικό δίκαιο επικοινωνίας διαδίκων και δικαστηρίου. Προς περαιτέρω θεμελίωση της εν λόγω θέσης, το δικαστήριο έκανε χρήση ενός επιχειρήματος εκ του μείζονος στο έλασσον, επικαλούμενο ότι «στο μέτρο που γίνεται δεκτό ότι πρέπει να αναγνωριστεί η δυνατότητα ενημερώσεως του δικαστηρίου για την καταργητική της δίκης πράξη, η οποία έχει λάβει χώρα μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της απόφασης, και μάλιστα, υπό το φως του επιτρεπτού της σύμβασης για ανάκληση της αγωγής, μπορεί να ισχύσει το ίδιο και εν προκειμένω (εννοεί, δηλαδή, στην περίπτωση που, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν την διάσκεψη και την έκδοση απόφασης, κατατίθενται από τους διαδίκους, που έχουν προκαταθέσει προτάσεις, ταυτόχρονες παράλληλες δηλώσεις ανάκλησης της πράξης κατάθεσης των προτάσεών τους).
Με τον τρόπο αυτό, όπως σημειώνει συμπληρωματικά το δικαστήριο, «αποφεύγεται η άσκοπη ενασχόληση του δικαστηρίου με την υπόθεση και η έκδοση μιας απόφασης που θα καταστεί ανενεργός αν λ.χ. καταρτιστεί δικαστικός συμβιβασμός ή επιχειρηθεί παραίτηση το πρώτον στον δεύτερο βαθμό».
Έτσι, στην συγκεκριμένη υπόθεση, το δικαστήριο δέχτηκε ότι «οι εν λόγω παράλληλες δηλώσεις των διαδίκων, με τις οποίες δηλώνουν την κοινή βούλησή τους περί μη έκδοσης απόφασης, συνιστούν … δήλωση παραίτησης από την επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και ανάκλησης των κατατεθεισών από τους εν λόγω διαδίκους προτάσεων, με συνέπεια να μην υφίσταται προσήκουσα παράσταση των διαδίκων» και κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της αγωγής.
Με το συλλογισμό αυτόν, το δικαστήριο διευκόλυνε τα μέρη στην προσπάθειά τους να συμμορφωθούν προς το περιεχόμενο της συμφωνίας συμβιβασμού, ο οποίος επιτεύχθηκε σε χρονικό σημείο που δεν τους επέτρεπε να καταργήσουν τη δίκη (αφού η παραίτηση της ενάγουσας δεν ήταν, πλέον, δυνατή, κατ’ άρθρ. 294 ΚΠολΔ, τυχόν δε συμφωνία των διαδίκων περί μη έκδοσης απόφασης θα ήταν ανίσχυρη, κατ’ άρθρ. 308 ΚΠολΔ).