Κρίσιμα Σημεία
• Η υπόθεση αφορούσε σε διαφορά απορρέουσα από σύμβαση εμπορικής μίσθωσης βιομηχανικού χώρου σε εταιρεία δραστηριοποιούμενη στον τομέα ναυπήγησης σκαφών. Λόγω της αδυναμίας της πρωτοφειλέτιδας επιχείρησης να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, η εκμισθώτρια στράφηκε κατά της ίδιας αλλά και κατά του φυσικού προσώπου που είχε εγγυηθεί την αποπληρωμή τους.
• Ο ορθός χειρισμός της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή της ένστασης ελευθέρωσης του εγγυητή από την ευθύνη του, λόγω της αμέλειας που επέδειξε η εκμισθώτρια, μη επιδιώκοντας εγκαίρως την ικανοποίηση της απαίτησής της από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία.
Ιστορικό
Εταιρεία εκμίσθωσε σε έτερη εταιρεία με αντικείμενο τη ναυπήγηση σκαφών ακίνητο για τις ανάγκες της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Στη εν λόγω μίσθωση συμβλήθηκαν ως εγγυητές ο τότε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της μισθώτριας εταιρείας –η οποία αποτελούσε μια εκ των συχνά απαντώμενων στην ελληνική πραγματικότητα οικογενειακή επιχείρηση– και ο γιος του τελευταίου. Οι εγγυητές ανέλαβαν την κάλυψη των μισθωμάτων που δεν θα καταβάλλονταν (ή θα καταβάλλονταν καθυστερημένα) από την μισθώτρια επιχείρηση, μέχρι του ποσού που αντιστοιχούσε σε δώδεκα (12) μισθώματα. Η μισθωτική σχέση λειτουργούσε, κατά βάση, ομαλά, λίγους μήνες όμως πριν τη λήξη της διάρκειάς της, η μισθώτρια καθυστέρησε την καταβολή έξι (6) συνεχόμενων μισθωμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία της σύμβασης από την εκμισθώτρια και την άσκηση αγωγής απόδοσης του μισθίου και καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων. Η αγωγή αυτή, κατά το αίτημα καταβολής μισθωμάτων, στράφηκε και κατά του ενός εκ των εγγυητών. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών ερήμην του εναγόμενου εγγυητή, δηλαδή χωρίς αυτός να παρασταθεί και να προβάλλει τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις του. Με την εν λόγω προσωρινά εκτελεστή απόφαση, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω μέρος της, μισθώτρια και εγγυητής υποχρεώθηκαν να αποπληρώσουν νομιμοτόκως τα οφειλόμενα μισθώματα, με τη συνολική οφειλή να υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ. Δύο χρόνια μετά την έκδοσή της και ενώ η πρωτοφειλέτρια εταιρεία είχε λυθεί λόγω σοβαρών οικονομικών δυσχερειών και είχε τεθεί υπό εκκαθάριση, η εκμισθώτρια επεδίωξε την εκτέλεση της ως άνω απόφασης κατά της μισθώτριας και του εγγυητή.
Στρατηγική
Κομβικά σημεία για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης υπήρξαν τα ακόλουθα:
• Η αξιοποίηση στο έπακρον της δυνατότητας του διαδίκου που ερημοδικάστηκε σε πρώτο βαθμό να αναπτύξει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την πλήρη και άνευ δικονομικών περιορισμών άμυνά του κατά της αγωγής. Αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του εγγυητή σε δεύτερο βαθμό, καταστρώσαμε μια πλούσια παλέτα δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών κατά της αγωγής, με αποτέλεσμα την παροχή πρόσθετων ευκαιριών στην ευδοκίμηση της άμυνάς μας.
• Η λεπτομερής ανάδειξη των εκδηλώσεων της αμελούς συμπεριφοράς της εκμισθώτριας σχετικά με τη μη έγκαιρη επιδίωξη της ικανοποίησής της από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, μέσα από την σχολαστική επεξεργασία των δικογράφων και του αποδεικτικού υλικού του πρώτου βαθμό, σε συνδυασμό με την συλλογή νεότερων αποδεικτικών στοιχείων και την ισχυρή νομολογιακή και θεωρητική θεμελίωση των ισχυρισμών μας.
Αποτέλεσμα
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την ένσταση του εναγόμενου εγγυητή περί ελευθερώσεως από την ευθύνη του βάσει της διάταξης του άρ. 862 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία: «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη». Αρχικά αποδείχθηκε η αδυναμία της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας να ικανοποιήσει την απαίτηση της εκμισθώτριας, μιας και, κατά το κρίσιμο χωρίο της απόφασης, «η πρωτοφειλέτιδα μισθώτρια εταιρεία περιήλθε σε οικονομική αδυναμία και κατέστη αναξιόχρεη, γεγονός που οδήγησε στη λύση αυτής…». Ακολούθως, αναδείχθηκε ότι η εκμισθώτρια μπορούσε ευχερώς να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική αδυναμία της πρωτοφειλέτιδας «συνεκτιμώντας και την προηγούμενη συμπεριφορά της πρωτοφειλέτιδας», η οποία είχε και στον παρελθόν καθυστερήσει την καταβολή μισθωμάτων. Κρίσιμη, περαιτέρω, για την αξιολόγηση της υπαιτιότητας της εκμισθώτριας, θεωρήθηκε από το δικάζον δικαστήριο, η παροχή προθεσμίας εξόφλησης στην πρωτοφειλέτιδα και μάλιστα εν αγνοία του εγγυητή, με αποτέλεσμα την αύξηση της οφειλής. Προς την ίδια κατεύθυνση το δικαστήριο αξιολόγησε τις δικονομικές επιλογές της δανείστριας-εκμισθώτριας• η τελευταία, όχι μόνο προτίμησε την άσκηση αγωγής από την σαφώς ταχύτερη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, αλλά και «παρέλειψε να προβεί σε άμεση αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτιδας για την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, καθώς μόλις την …. (σ.σ. δύο έτη μετά την έκδοση της απόφασης) προέβη μόνο σε βίαιη αποβολή αυτής από το μίσθιο», παραλείποντας την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής της (ήτοι αυτής για τα μισθώματα). Καθοριστικής σημασίας, μάλιστα, απεδείχθη η ανεύρεση και η λεπτομερής παράθεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, των περιουσιακών στοιχείων (εξοπλισμός και απαιτήσεις κατά τρίτων) που διέθετε η πρωτοφειλέτιδα κατά τον χρόνο που έγιναν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα μισθώματα. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης με σκοπό την ικανοποίηση της εκμισθώτριας, αν η τελευταία είχε επιδιώξει εγκαίρως, δηλαδή πριν η πρωτοφειλέτιδα καταστή αναξιόχρεη, την είσπραξή τους.
Συμπέρασμα
Ο εγγυητής μιας χρηματικής οφειλής, παρά το γεγονός ότι συχνά καθίσταται έρμαιο των επιλογών δανειστή και πρωτοφειλέτη σχετικά με την συνολική πορεία της κύριας οφειλής, διαθέτει στη φαρέτρα του σημαντικά μέσα άμυνας, η μεθοδική αξιοποίηση των οποίων μπορεί να εξασφαλίσει την οριστική απεμπλοκή του. Εν προκειμένω, η προσεκτική εξέταση των πτυχών της υπόθεσης, η οποία, με τη σειρά της, επέτρεψε μια δογματικά στέρεη θεμελίωση των επιλεχθέντων προς υπεράσπιση του εν λόγω εγγυητή μέσων άμυνας, κατέστησαν δυνατή την ελευθέρωσή του από την ευθύνη που είχε αρχικώς αναλάβει.