1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Αντίθεση της σύμβασης εγγύησης στα χρηστά ήθη


antithesh-eggyhshs-sta-xrhsta-hthh

Legal Insight

Δεκέμβριος 2021

Κωνσταντίνα Δασκαλοπούλου, ΜΔΕ

Περίληψη: Η εγγύηση αποτελεί ένα ιδιαιτέρως σύνηθες συμβατικό μόρφωμα και ζητείται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο χρηματοδότησης ενός προσώπου ή μιας επιχείρησης, ιδίως όταν η χρηματοδότηση αυτή χορηγείται από ένα τραπεζικό ίδρυμα. Σε παλαιότερα σημειώματά μας, έχουμε εξετάσει τα ζητήματα της ευθύνης του εγγυητή σε δάνειο (δες εδώ), καθώς και τα ζητήματα ελευθέρωσης του εγγυητή, με την προβολή των σχετικών ενστάσεων του Αστικού Κώδικα (δες εδώ). Στο παρόν σημείωμα, θα ασχοληθούμε με τις περιπτώσεις εκείνες, όπου η παρεχόμενη εγγύηση αντίκειται στη λεγόμενη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών (ΑΚ 178, 179), ή, με άλλα λόγια, φέρει ανήθικο χαρακτήρα, καθιστώντας αναγκαία την απεμπλοκή του εγγυητή απ’ αυτήν. 

Ι. Εισαγωγή

«Χρηματοδότηση χωρίς εξασφάλιση δεν είναι νοητή». Η προηγούμενη πρόταση αποτυπώνει έναν κεντρικό κανόνα στο πεδίο των οικονομικών συναλλαγών και ιδίως στο πεδίο της τραπεζικής συναλλακτικής πρακτικής. Τα πιστωτικά ιδρύματα, που φέρουν κατά προτεραιότητα στην σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα τον ρόλο του δανειστή, δεν προβαίνουν σε εκταμίευση της αιτούμενης πίστωσης προτού λάβουν την απαραίτητη εξασφάλιση, προκειμένου να προστατευθούν έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη τους. Όταν η απαιτούμενη ασφάλεια δεν μπορεί να είναι εμπράγματη (διότι, λ.χ., ο πρωτοφειλέτης δεν έχει ακίνητη περιουσία την οποία θα μπορούσε να υποθηκεύσει), το πιστωτικό ίδρυμα θα στραφεί εκ των πραγμάτων στην εναλλακτική της παροχής εγγύησης, η οποία του επιτρέπει να ικανοποιηθεί από την περιουσία ενός τρίτου προσώπου, αυτή του εγγυητή, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης δεν εξυπηρετεί την οφειλή. Ιδίως επί χορήγησης καταναλωτικών δανείων χαμηλού ύψους, το πιστωτικό ίδρυμα, θα προτιμήσει εξαρχής, για λόγους ταχύτητας, την εγγύηση, έναντι της πιο χρονοβόρας διαδικασίας παραχώρησης υποθήκης. Παράλληλα, είναι συχνό στην πράξη το φαινόμενο, η εγγύηση να παρέχεται από πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ώστε να αποπληρώσουν την οφειλή, αναλαμβάνοντας έναν κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που μπορούν οικονομικά να αντιμετωπίσουν. Αρκετές φορές, μάλιστα, τα πρόσωπα αυτά προέρχονται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον του πρωτοφειλέτη (σύντροφος/σύζυγος, τέκνα), ενώ ήδη η νομολογία γνωρίζει και παραδείγματα προσώπων που, χωρίς να φέρουν συγγενικό δεσμό με τον πρωτοφειλέτη, εξαρτώνται κατ’ άλλον τρόπο απ’ αυτόν (π.χ. στο πλαίσιο σχέσης εξαρτημένης εργασίας). Η παροχή εγγύησης από συναλλακτικά άπειρα πρόσωπα, τα οποία στερούνται προσωπικής περιουσίας και ωθούνται σε αυτήν λόγω της σχέσης που τα συνδέει με τον πρωτοφειλέτη, ελέγχεται από την νομολογία ως προς την συμμόρφωσή της προς τα χρηστά ήθη. Αν το αποτέλεσμα του ελέγχου είναι αρνητικό, το δικαστήριο αναγνωρίζει την ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης, απαλλάσσοντας τον άπειρο εγγυητή από την υπέρμετρη υποχρέωση που κλήθηκε να αναλάβει.

ΙΙ. Οι συμβάσεις που αντίκεινται στα χρηστά ήθη

Τα χρηστά ήθη αποτελούν, κατά τους όρους της νομικής επιστήμης, μια αόριστη νομική έννοια, μέσω της οποίας ελέγχονται, κατά το περιεχόμενό τους, συμβάσεις που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη επειδή, λ.χ., δεσμεύουν υπέρμετρα την ελευθερία κάποιου εκ των συμβαλλομένων ή του επιβάλλουν προδήλως δυσανάλογες υποχρεώσεις σε σχέση με τα τυχόν οφέλη που ο ίδιος έχει λαμβάνειν από τη συγκεκριμένη συναλλαγή, κατ’ εκμετάλλευση της απειρίας ή της ανάγκης του (ΑΚ 178, 179). Για να κριθεί αν μια συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή εκδηλώθηκε, όπως τα κίνητρα και ο σκοπός του συμβαλλομένου που την επιδεικνύει. Έτσι, έχει κριθεί αντίθετη στα χρηστά ήθη σύμβαση πώλησης που συνήφθη μεταξύ πωλητή προχωρημένης ηλικίας, με ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας και άγνοια της πραγματικής αξίας του ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου που ήθελε να πωλήσει, και αγοραστή, ο οποίος τελούσε εν γνώσει των ως άνω περιστάσεων και, εκμεταλλευόμενος την απειρία του συγκεκριμένου πωλητή, του πρότεινε ένα ιδιαιτέρως χαμηλό τίμημα, υποπολλαπλάσιο της αντικειμενικής αξίας του πωλούμενο μεριδίου (ΕφΘρακ 77/2012). Τα χρηστά ήθη, λοιπόν, μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως ένα «φίλτρο» δια του οποίου ο δικαστής επιχειρεί να αποκαταστήσει, με αναγωγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι στις προσωπικές του αντιλήψεις, την συμβατική αδικία που προκαλείται, μεταξύ άλλων, από την εκμετάλλευση της απειρίας ή της ανάγκης ενός συναλλασσόμενου, με τη συνομολόγηση υπέρμετρα επαχθών, για τα συμφέροντά του, όρων. 

ΙΙΙ. Ενδείκτες ανηθικότητας

Προσεγγίζοντας το ζήτημα της ανηθικότητας στο πεδίο της σύναψης συμβάσεων εγγύησης, τόσο η νομολογία όσο και η νομική θεωρία έχουν διαμορφώσει ορισμένους ενδείκτες, η συνδρομή των οποίων οδηγεί στην κατάφαση της αντίθεσης της παρεχόμενης εγγύησης στα χρηστά ήθη και, κατ’ ακολουθίαν, στην ακυρότητά της. 

1. Η οικονομική κατάσταση εγγυητή κατά τον χρόνο παροχής της εγγύησης: Η έλλειψη εισοδημάτων του εγγυητή από προσωπική εργασία ή άλλη πηγή κατά τον χρόνο παροχής της εγγύησης ή η ύπαρξη εισοδημάτων που καλύπτουν οριακά τις ανάγκες διαβίωσής του, καθιστούν άσκοπη την ζητούμενη εγγύηση, τουλάχιστον από οικονομικής πλευράς. Με άλλα λόγια, δεν είναι ιδιαιτέρως ρεαλιστικό ένα πιστωτικό ίδρυμα, που οφείλει να αξιολογεί τα οικονομικά στοιχεία των προσώπων που συναλλάσσονται μαζί του, να απέβλεψε στη λήψη μιας εγγύησης που οικονομικά τίποτα δεν έχει να του προσφέρει, δεδομένων των πενιχρών εισοδημάτων του εγγυητή.

2. Η συναλλακτική απειρία, η ηλικία και η μόρφωση του εγγυητή: Το νεαρό της ηλικίας του εγγυητή σε συνδυασμό με το μορφωτικό του επίπεδο και την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας στον τομέα των τραπεζικών συναλλαγών, εξετάζονται τακτικά στο πλαίσιο των δικαστικών αποφάσεων που κρίνουν περί της αντίθεσης της εγγύησης στα χρηστά ήθη, όπως αναδεικνύεται και κατωτέρω. Η διαπραγματευτική υπεροπλία ενός πιστωτικού ιδρύματος, που ούτως ή άλλως υφίσταται στις σχέσεις τράπεζας-καταναλωτή, καθίσταται ακόμα πιο έντονη όταν ο εν δυνάμει αντισυμβαλλόμενός της έχει μόλις ενηλικιωθεί, δεν σπουδάζει ή έχει επιλέξει την ενασχόλησή του με τομέα επιστημών άσχετο προς τα οικονομικά και κυρίως τα χρηματοπιστωτικά και δεν έχει την παραμικρή εμπειρία από τραπεζική συναλλαγή, με συνέπεια να μην έχει τα εφόδια να αντιληφθεί τον κίνδυνο που αναλαμβάνει.

3. Η σχέση εγγυητή-πρωτοφειλέτη: Η στενή συναισθηματική σχέση ή σχέση εξάρτησης πρωτοφειλέτη και εγγυητή αποτελεί τον λόγο της παρεχόμενης εγγύησης, όταν αυτή δεν δικαιολογείται βάσει της οικονομικής κατάστασης του εγγυητή. Η ύπαρξη συναισθηματικού δεσμού δρα αμφίπλευρα: ο μεν εγγυητής, λόγω της συναισθηματικής και, ενδεχομένως, οικονομικής εξάρτησης από τον πρωτοφειλέτη (λ.χ. όταν αυτός είναι πατέρας του εγγυητή και ο τελευταίος οικονομικά εξαρτημένος από τον πρώτο, λόγω του νεαρού της ηλικίας του) δυσκολεύεται να αρνηθεί να υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης, ο δε πρωτοφειλέτης αισθάνεται πρόσθετη πίεση να είναι ενήμερος, εξυπηρετώντας τακτικά την οφειλή του, προκειμένου να μην αφήσει έκθετο τον εγγυητή. Στις συγκεκριμένες σχέσεις, το ρίσκο της επιρροής του πρωτοφειλέτη προς τον εγγυητή θεωρείται δεδομένο, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που υφίσταται, κατά κανόνα, μεταξύ των δύο προσώπων.

4. Έλλειψη ωφέλειας του εγγυητή από πίστωση για την οποία χορηγείται η εγγύηση: Η προϋπόθεση αυτή συντρέχει όταν η πίστωση, για την αποταμίευση της οποίας ζητείται η εγγύηση, εξυπηρετεί αποκλειστικά τις ανάγκες, επιχειρηματικές ή προσωπικές, του πρωτοφειλέτη, με τον εγγυητή να μην αντλεί καμία σχετική ωφέλεια. Από την άλλη πλευρά, ωφέλεια υπάρχει όταν, λ.χ. μέσω του δανείου σκοπείται η αγορά κατοικίας, συγκύριοι της οποίας θα είναι ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής.

5. Η υποβάθμιση της σοβαρότητας της εγγυητικής ευθύνης εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος: Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν πληροφορίες και εξηγήσεις στον εν δυνάμει εγγυητή αναφορικά με τον κίνδυνο που πρόκειται να αναλάβει. Έτσι ο εγγυητής δικαιούται να γνωρίζει το είδος και το ύψος της οφειλής, για την οποία πρόκειται να εγγυηθεί, καθώς και την οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τις πιθανότητες να κληθεί να εξυπηρετήσει εκείνος την κύρια οφειλή. Η υποβάθμιση της θέσης της υπογραφής του ως ενός τυπικού, απλώς, στοιχείου, με το οποίο διευκολύνεται η λήψη της πίστωσης από τον πρωτοφειλέτη, παραβιάζει την υποχρέωση πληροφόρησης και διαφώτισης που φέρει το πιστωτικό ίδρυμα, μη επιτρέποντας στον εγγυητή να συνάψει τη σύμβαση «με τα μάτια ανοιχτά» αναφορικά με τις κύριες παραμέτρους της.

6. Παραίτηση του εγγυητή από τις ενστάσεις του Αστικού Κώδικα: Οι προδιατυπωμένοι όροι που περιέχονται στις εγγυητικές συμβάσεις που συνάπτουν οι τράπεζες με τους συναλλασσόμενους, περιέχουν κατά κανόνα, όρο περί παραίτησης του εγγυητή από τις ενδοτικού χαρακτήρα προστατευτικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ο όρος αυτός είναι, κατ’ αρχήν, έγκυρος. Ωστόσο, σε συνδυασμό με τις ως άνω περιστάσεις, εντείνει τη δυσμενή θέση στην οποία περιέρχεται ο εγγυητής που, χωρίς να έχει καμία σχετική ωφέλεια, αναλαμβάνει υπέρμετρες οικονομικές δεσμεύσεις, παραιτούμενος, ταυτόχρονα, από τη δυνατότητα επίκλησης ισχυρισμών που θα επέτρεπαν την απαλλαγή του ή τον περιορισμό της ευθύνης του.

IV. Νομολογιακά Παραδείγματα

Σε αξιοποίηση των κριτηρίων που αναλύθηκαν ανωτέρω προβαίνει η νομολογία των δικαστηρίων μας σε σειρά αποφάσεων που έχουν αναγνωρίσει τον ανήθικο χαρακτήρα εγγυήσεων που χορηγήθηκαν, κατά κύριο λόγο, από πρόσωπα νεαρής ηλικίας. 

Σημαντικές σκέψεις αναφορικά με την παροχής εγγύησης που αντίκειται στα χρηστά ήθη διατυπώνονται για πρώτη φορά, στους κόλπους της ελληνικής νομολογίας, με την υπ’ αριθμ. 7241/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην εκεί εξεταζόμενη περίπτωση, 19χρονη είχε συμβληθεί σε σύμβαση εγγύησης για τις ανάγκες χρηματοδότησης της επαγγελματικής δραστηριότητας συγγενικών της προσώπων. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παροχή εγγύησης από νεαρά άτομα, τα οποία δεν εξαρτούν ίδιον οικονομικό συμφέρον από την κύρια συναλλαγή και εγγυώνται για τον επιχειρηματικό κίνδυνο τρίτων προσώπων, σε έκταση που υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική τους δυνατότητα, παραιτούμενα από όλες τις προστατευτικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση σύμβασης με περιεχόμενο «ασυνήθιστα επιβαρυντικό και προδήλως δυσανάλογο» για το ένα εκ των συμβαλλόμενων μερών. Το νεαρό της ηλικίας και η παρεπόμενη χαμηλή επαγγελματική μόρφωση αυτών των προσώπων, δεν τους επιτρέπουν να εκτιμήσουν ορθά τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν, με αποτέλεσμα να βρίσκονται, από άποψη διαπραγματευτικής ισχύος, σε υποβαθμισμένη σε σχέση με το πιστωτικό ίδρυμα, κατάσταση. Την ανισομέρεια αυτή, μάλιστα, διατηρεί, αν όχι επιτείνει, και το γεγονός ότι «ο πιστωτικός φορέας δεν προβαίνει πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως εγγυήσεως σε ιδιαίτερη υπόμνηση προς το ασθενές μέρος για τους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζει». Υστέρα από αυτές τις σκέψεις, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο ότι «η εκμετάλλευση από την τράπεζα της απειρίας της εγγυήτριας ώστε να επιβάλει τη μονόπλευρη ικανοποίηση των συμφερόντων της με την ανάληψη από αυτή (εγγυήτρια) υπέρμετρων υποχρεώσεων υπέρ συγγενικών της προσώπων, χωρίς η τελευταία να απολαμβάνει αντίστοιχα οφέλη από τις δεσμεύσεις αυτές, όταν μάλιστα αυτό είναι σε γνώση της τράπεζας, συνιστά συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη». 

Πρόσφατα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην υπ’ αριθμ. 184/2019 απόφασή του έκρινε ότι είναι άκυρη η εγγύηση που παραχώρησε 23χρονη, χωρίς προηγούμενη εμπειρία στον τομέα των τραπεζικών συναλλαγών, στο πλαίσιο σύμβασης καταναλωτικού δανείου που ελήφθη από τον σύντροφό της, με σκοπό την αποπληρωμή οφειλών του τελευταίου προς άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Η 23χρονη, η οποία δεν διέθετε «ιδιαίτερη πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού ήταν απόφοιτος λυκείου και εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος (γραμματέας)», συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στην επίμαχη πιστωτική σύμβαση, «παρασυρόμενη από τις διαβεβαιώσεις της υπαλλήλου της εναγομένης, η οποία εκμεταλλευόμενη την κουφότητα και την νεανική απειρία της στις συναλλαγές, όχι μόνον δεν την ενημέρωσε –ως όφειλε– για τους κινδύνους που συνεπάγεται η υπογραφή της στην ως άνω δανειακή σύμβαση, αλλά απεναντίας τους αποσιώπησε τεχνηέντως παρουσιάζοντας ότι η θέση της υπογραφής της επ’ αυτής αποτελεί μια εντελώς τυπική διαδικασία».  Με τον τρόπο αυτό, η εγγυήτρια, δίχως να αντιλαμβάνεται τη σημασία και το μέγεθος της ευθύνης που συνεπάγεται η πράξη της, ύστερα και από τις διαβεβαιώσεις της υπαλλήλου της τράπεζας ότι «δεν έχει να φοβάται τίποτα», αφού πρόκειται για μια «εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκρισή του (σ.σ. του δανείου) από τα κεντρικά», ανέλαβε μια υπέρμετρη δέσμευση, χωρίς μάλιστα να έχει και το παραμικρό όφελος από αυτήν. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη εγγυήτρια, αφενός δεν διέθετε, πέραν του μισθού της, άλλους οικονομικούς πόρους, οι οποίοι θα της επέτρεπαν να καλύψει τις ανάγκες διαβίωσής της και να αποπληρώσει, εν συνεχεία, την πρωτοφειλή, αφετέρου δεν επωφελήθηκε στο ελάχιστο εκ της συγκεκριμένης χρηματοδότησης, αφού αυτή αξιοποιήθηκε αποκλειστικά από τον σύντροφό της-πρωτοφειλέτη. Συνεπεία των ανωτέρω, το δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα της επίμαχης εγγύησης, λόγω αντίθεσης αυτής στα χρηστά ήθη, απαλλάσσοντας την 23χρονη από την σχετική εγγυητική ευθύνη. 

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου, με την υπ’ αριθμ. 92/2016 απόφασή του, ακύρωσε διαταγή πληρωμής, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά εγγυήτριας, η οποία είχε συμβληθεί σε σύμβαση εγγύησης υπέρ της εργοδότριάς της για τη λήψη δανείου προς υποστήριξη της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Η συγκεκριμένη εγγυήτρια ήταν μια μισθωτή πωλήτρια με χαμηλό μηνιαίο εισόδημα και με μοναδικό περιουσιακό στοιχείο την κύρια κατοικία της. Ως εκ τούτου, οι οικονομικές δυνάμεις της δεν δικαιολογούσαν την ανάληψη εγγυητικής ευθύνης για ένα δάνειο ύψους 50.000 € «με ελεύθερη βούληση και συνείδηση των πράξεών της». Κατά τις κρίσιμες σκέψεις της απόφασης, η εγγυήτρια «δεν διέθετε ιδιαίτερη μόρφωση, εκπαιδευτική, επαγγελματική η κοινωνική, για να αντιληφθεί τη σημασία της εκ μέρους της σύναψης σύμβασης εγγύησης με την τράπεζα», ενώ ο λόγος που πείστηκε να συμβληθεί ήταν ο φόβος «απώλειας της θέσης εργασίας της και του μοναδικού της εισοδήματος εξ αυτής, καθώς και η αντικειμενική δυσχέρειά της να αναζητήσει και εξεύρει άλλη εργασία», ιδίως λόγω του ότι η ίδια ήταν «προχωρημένης ηλικίας, ανειδίκευτη, χωρίς τυπικά προσόντα εκπαίδευσης». Η πρωτοφειλέτρια και εργοδότρια της εγγυήτριας την επηρέασε, υποβαθμίζοντας την σοβαρότητα των συνεπειών υπογραφής της σύμβασης εγγύησης, δημιουργώντας στην τελευταία την εντύπωση ότι πρόκειται για μια τυπική διαδικασία, εντύπωση την οποία η δανείστρια τράπεζα δεν επιχείρησε -αν και όφειλε- να ανατρέψει, αφού ουδέποτε ενημέρωσε την εγγυήτρια σχετικά με το μέγεθος της ευθύνης που αναλάμβανε και τον κίνδυνο να βρεθεί εκτεθειμένη και να απωλέσει την μοναδική ακίνητη περιουσία της. Παράλληλα το δικαστήριο σημειώνει ότι, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, η εγγυήτρια δεν αποκόμισε κανένα όφελος από το επίμαχο δάνειο, αφού όλο το ποσό αξιοποιήθηκε από την πρωτοφειλέτρια εργοδότριά της. Κατά την διατύπωση του δικαστηρίου «η εγγυήτρια … δεσμευόταν υπέρμετρα πέρα από κάθε έννοια συμβατικής ελευθερίας και λογικής, χωρίς να έχει ως αντιστάθμισμα οποιοδήποτε συμφέρον ή ενδιαφέρον από τη σύμβαση πίστωσης υπέρ της πρωτοφειλέτριας, από την οποία οφέλη είχαν μόνο η τράπεζα και η πιστούχος, είναι δε προφανής η δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση πίστωσης-εγγύησης». 

Προσφάτως, το Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 3858/2019 απόφασή του αναγνώρισε την ακυρότητα σύμβασης εγγύησης, λόγω αντίθεσης αυτής στα χρηστά ήθη, ακυρώνοντας τη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε κατά εγγυητή, ο οποίος, σε ηλικία 19 ετών, φοιτητής και παντελώς άπειρος συναλλακτικά, χωρίς εισόδημα από εργασία ή οποιαδήποτε άλλη πηγή, εγγυήθηκε υπέρ της δανειολήπτριας μητέρας του για την αποπληρωμή οφειλής ύψους 560.000 €. Μάλιστα, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίμαχης σύμβασης εγγύησης, ο 19χρονος ανέλαβε εγγυητική ευθύνη για υποχρεώσεις συγγενικών του προσώπων έναντι του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, συνολικού ύψους 4.500.000 €! Το δικαστήριο, συνεκτιμώντας την ως άνω υπέρμετρη δέσμευση που ανέλαβε ο εγγυητής, αλλά και το γεγονός ότι τα οικονομικά δεδομένα της δανειολήπτριας μητέρας του, κατά τον χρόνο παροχής της εγγύησης, «κάθε άλλο παρά ευοίωνα ήταν για την αποπληρωμή του δανείου, καθόσον αυτή, δεν εργαζόταν, ήταν νοικοκυρά …, και δήλωνε ετήσιο εισόδημα … 12.120,91 €», σε συνδυασμό με την παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να ενημερώσει τον συναλλακτικά άπειρο εγγυητή για τον κίνδυνο που προκαλούσε η ως άνω αφερεγγυότητα της μητέρας του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «θα ήταν εξαιρετικά ανεπιεικές και καταχρηστικό, αντίθετο στην αρχή της αναλογικότητας και της ελευθερίας των συμβάσεων, […], να υποχρεωθεί ο εκκαλών - ανακόπτων, ως εγγυητής, να αναλάβει το βάρος και τις δυσμενείς συνέπειες από τη μη εξυπηρέτηση της εν λόγω υπ' αριθ. … δανειακής σύμβασης, ως και της υπ' αριθ. ... πρόσθετης πράξης αυτής, εκ μέρους της πρωτοφειλέτριας δανειολήπτριας καθόσον εν προκειμένω … κρίνεται ότι η σύμβαση εγγυήσεως είναι αντίθετη στη καλή πίστη, ως και στα συναλλακτικά και χρηστά ήθη και ως εκ τούτου άκυρη».

Από την άλλη μεριά ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 2193/2013 απόφασή του, έκρινε ότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί καταπλεονεκτική (και επί της ουσίας, αντίθετη στα χρηστά ήθη), με την έννοια της εκμεταλλεύσεως της απειρίας, σύμβαση εγγυήσεως στην οποία συμβάλλεται, ως εγγυητής, πρόσωπο ενήλικο με πανεπιστημιακές σπουδές (έστω και μη οικονομικού περιεχομένου), που είναι επιπλέον και συγγενής του πρωτοφειλέτου, μέλος εμπορικής εταιρίας και κάτοχος μπλοκ επιταγών τραπέζης. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, η προηγούμενη τραπεζική συναλλακτική εμπειρία του 24χρονου εγγυητή και η συμμετοχή του σε προσωπική εταιρεία, αποκλείουν την αντίθεση της εγγύησης που χορήγησε στα χρηστά ήθη.

V. Αντί επιλόγου

Η ανάληψη εγγυητικής ευθύνης φέρνει συχνά τον εγγυητή σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, αφού ο ίδιος είναι έρμαιο των συμβατικών επιλογών και της φερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη· δεν μπορεί να επηρεάσει την πορεία της πρωτοφειλής, υποχρεούμενος απλώς σε αποπληρωμή της, αν ο πρωτοφειλέτης δεν προβεί σε αυτήν. Η αντίθεση της εγγύησης στα χρηστά ήθη, επιτρέπει στον εγγυητή να απαλλαγεί οριστικά από την ευθύνη του, αφού οδηγεί σε ακυρότητα της σχετικής σύμβασης. Η ακυρότητα αυτή αποτελεί, τελικώς, στις περιπτώσεις που αναλύθηκαν, το ασφαλέστερο μέσο για την αποκατάσταση της συμβατικής αδικίας που προκαλεί η δέσμευση ενός προσώπου στη θέση του εγγυητή, χωρίς να δύναται να εξυπηρετήσει οικονομικά τον συγκεκριμένο ρόλο.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top