Legal Insight
Ιανουάριος 2023
Γιώργος Ζαούρης, Ασκ. Δικηγόρος
Περίληψη: Στις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται κατά τη διαδικασία που οδηγεί, μεταξύ άλλων, και στον πλειστηριασμό, ενδέχεται να έχουν παρεισφρήσει πλημμέλειες. Η ύπαρξη των πλημμελειών αυτών δεν οδηγεί αυτόματα στην ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης. Αντίθετα, ο οφειλέτης χρειάζεται να προσφύγει στη δικαιοσύνη εισάγοντας το αίτημα ακύρωσης της εκτελεστικής διαδικασίας με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι σχετικές προϋποθέσεις και παρατίθεται η συναφής νομολογία αναφορικά με τις πιθανές πλημμέλειες της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης.
1. Εισαγωγικά
Στις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται κατά τη διαδικασία που οδηγεί, μεταξύ άλλων, και στον πλειστηριασμό ενδέχεται να έχουν παρεισφρήσει πλημμέλειες. Η ύπαρξη των πλημμελειών αυτών δεν οδηγεί αυτόματα στην ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης. Αντίθετα, ο οφειλέτης χρειάζεται να προσφύγει στη δικαιοσύνη εισάγοντας το αίτημα ακύρωσης της εκτελεστικής διαδικασίας με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η απαγγελία της ακυρότητας γίνεται, στη συνέχεια, από το δικαστήριο στην περίπτωση που κάνει δεκτό κάποιον από τους λόγους που προβάλλει ο οφειλέτης με την ανακοπή του. Η ακυρότητα, μάλιστα, των εν λόγω πράξεων πρέπει να προταθεί έγκαιρα, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στο νόμο (άρθρο 934 ΚΠολΔ) στο πλαίσιο του συστήματος της κατά στάδια προσβολής των πράξεων εκτέλεσης, γιατί, διαφορετικά, η άπρακτη πάροδος των προθεσμιών αυτών θεραπεύει την ακυρότητα, με την έννοια ότι καθιστά τις άκυρες πράξεις απρόσβλητες (ΑΠ 446/2016, ΑΠ 93/2001).
Πιθανοί λόγοι ανακοπής προς ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος του οφειλέτη μπορεί να αφορούν ελαττώματα της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης στον ίδιο. Στο παρόν άρθρο εξετάζεται, λοιπόν, το ζήτημα της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης στον οφειλέτη στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως και οι συνέπειες που επιφέρει η παράλειψη και η μη τήρηση των διατυπώσεων του νόμου.
2. Σχετικά με την επίδοση
Ως επίδοση, αρχικά, μπορεί να οριστεί η παράδοση διαδικαστικού ή άλλου είδους εγγράφου στον παραλήπτη/αποδέκτη μέσω της εγχειρίσεως του εγγράφου ή άλλης ισοδύναμης κατά τον νόμο πράξης από αρμόδιο όργανο. Αρμόδιο κατά κανόνα όργανο για τις επιδόσεις στο ημεδαπό δίκαιο είναι ο δικαστικός επιμελητής (ά. 122 παρ. 1, 127 παρ. 1 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας).
O οφειλέτης λαμβάνει επίσημα γνώση για την κατάσχεση μέσα από την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή (άρθρο 955 παρ. 1 και 995 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον είναι παρών μετά το πέρας τα κατασχέσεως και δεν αρνείται να το παραλάβει. Σε αντίθετη περίπτωση, συντάσσεται μόνον έκθεση που πιστοποιεί την άρνηση. Συνήθως ο δικαστικός επιμελητής, εφόσον πρόκειται για κατάσχεση ακινήτου, για να μην δημιουργηθούν προστριβές, δεν θα εισέλθει σε αυτό αλλά θα επιδώσει στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης το αργότερο την επόμενη από την κατάσχεση ημέρα, εφόσον κατοικεί στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση. Εάν η κατοικία του οφειλέτη βρίσκεται σε διαφορετικό δήμο από εκείνον όπου πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση, η επίδοση γίνεται μέσα σε οκτώ ημέρες από την επομένη της κατάσχεσης. Αν πρόκειται, μάλιστα, για κατάσχεση ενυπόθηκου ακινήτου, τότε αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης χρειάζεται να επιδοθεί τόσο στον οφειλέτη όσο και στον τρίτο, κύριο ή νομέα του επίμαχου ακινήτου (ά. 995 παρ. 3 ΚΠολΔ). Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του (ά. 128 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων ορίζεται στον νόμο με ποινή ακυρότητας. Η επίδοση, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι άκυρη απλώς, αλλά ανυπόστατη.
3. Διάκριση και πρακτικές συνέπειες
Για ανυπόστατη επίδοση θα κάνουμε, αρχικά, λόγο, εφόσον εντοπίζονται ελαττώματα στην ίδια την πράξη της γνωστοποίησης, δηλαδή, εφόσον η επίδοση διενεργήθηκε α) από αναρμόδιο ή σε αναρμόδιο να παραλάβει πρόσωπο (π.χ. σε άσχετο με την ανώνυμη εταιρεία πρόσωπο και όχι στον νόμιμο εκπρόσωπο της), β) εκπρόθεσμα – ή δεν επιδόθηκε καθόλου-, γ) σε διαφορετικό μέρος από το νομίμως προβλεπόμενο (ά. 124, 128 ΚΠολΔ). Περιπτώσεις που επιδόθηκε εκπρόθεσμα θα έχουμε, πρακτικά, όταν παρήλθε είτε η επόμενη της κατάσχεσης ημέρα είτε οι επόμενες οκτώ, ανάλογα με το εάν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του στον δήμο, όπου πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση, ή όχι, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη παράγραφο (βλ. π.χ. Εφετείο Αιγαίου 18/2020 «[...]θα έπρεπε η επίδοση του αντιγράφου της άνω εκθέσεως καταθέσεως να γίνει το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, ήτοι στις 31-5-2017, εφόσον, όπως αποδείχθηκε, ο ανακόπτων-καθ΄ ου η εκτέλεση, είχε την κατοικία του και στον τόπο όπου έγινε η κατάσχεση, με συνέπεια η πραγματοποιηθείσα στην κατοικία του στην Αθήνα, στις 2-6-2017, να είναι εκπρόθεσμη, επιφέρουσα ακυρότητα της κατάσχεσης και μάλιστα χωρίς το της βλάβης του άρθρου 159 αρ.3, κατά τον βάσιμο περί τούτων πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής»).
Στις περιπτώσεις του ανυποστάτου ο οφειλέτης, δηλαδή, δεν έχει, τις περισσότερες φορές, πρακτικά τη δυνατότητα να λάβει γνώση της κατάσχεσης και να αμυνθεί στα προβλεπόμενα από τον νόμο πλαίσια. Εφόσον πραγματοποιηθεί η επίδοση, οποιαδήποτε άλλη αταξία αναφορικά με τη διαδικασία της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης στον οφειλέτη ή το περιεχόμενο της θα έχει ως αποτέλεσμα απλώς την ακυρότητα της εν λόγω πράξης, όχι το ανυπόστατο. Η πρακτική σημασία αυτής της διάκρισης έγκειται στο γεγονός ότι σε περίπτωση ανυπόστατης επίδοσης o οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή (ά. 933 ΚΠολΔ) προς ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος του, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ότι υπέστη βλάβη (ά. 159 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημαντικό είναι δε να τονιστεί πως η άσκηση της ανακοπής στην περίπτωση αυτή δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, εφόσον για να εκκινήσει η τελευταία απαιτείται να έχει διενεργηθεί η επίδοση και να έχει λάβει γνώση ο οφειλέτης. Αντιθέτως, σε κάθε άλλη περίπτωση είναι θεμελιώδης η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης του οφειλέτη για να επέλθει η ακυρότητα της κατάσχεσης (ά. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η υπ’ αριθμόν 93/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου οι παραλείψεις και οποιοδήποτε σφάλμα κατά την επίδοση που διενεργήθηκε, όμως, εμπρόθεσμα επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της παράλειψης ή της εκπρόθεσμης επιδόσεως. Ως βλάβη νοείται η αδυναμία ή δυσχέρεια του διαδίκου, που την επικαλείται, να αντιτάξει πλήρη υπεράσπιση κατά της αγωγής (εν προκειμένω κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας), λόγω σφάλματος κατά την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του. Έτσι, θεωρείται ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση, κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την παράβαση δεν επηρεάζεται η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου ή της άσκησης του ενδίκου μέσου (ΜΠρΠατρών 33/2021). Ο νομοθέτης κάνει λόγο για δικονομική βλάβη, για βλάβη που εντοπίζεται στο επίπεδο των διατάξεων που θεσπίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, αλλά η βλάβη μπορεί να είναι και περιουσιακή.Τα παραπάνω γίνονται πιο κατανοητά μέσα από νομολογιακά παραδείγματα:
4. Παράδειγμα ανυπόσταστης επίδοσης
Στην παρακάτω περίπτωση έγινε δεκτό ότι η επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης είναι ανυπόστατη και, συνεπώς, δεν απαιτείται η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης για να γίνει δεκτός ο λόγος ανακοπής:
ΕιρΡόδου 26/2016: Επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης σε παλαιά διεύθυνση παρά τη γνωστοποίηση της νέας (ά. 119 και 120 ΚΠολΔ) και παραβίαση του υπηρεσιακού καθήκοντος του επιμελητή να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν ο τόπος στον οποίο πραγματοποιεί την επίδοση είναι η οικία του δέκτη της γνωστοποίησης («Συνακόλουθα, η επίδοση της περίληψης της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σε διεύθυνση όπου δεν κατοικεί ο δέκτης της επίδοσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η γνώση της από τον δέκτη, είναι ανυπόστατη και συνιστά πρωτογενές ελάττωμα του πλειστηριασμού [...]»).
Προσοχή όμως! Η μη γνωστοποίηση της νέας διεύθυνσης καθιστά έγκυρη την επίδοση στην παλιά ανεξαρτήτως αν οφειλέτης δεν έλαβε γνώση και υπέστη βλάβη! Αυτό έκρινε και η υπ’ αριθμ. 936/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, βασιζόμενη στο πόρισμα της Ολομέλειας στην υπ’ αριθμ. 3/2007 απόφαση: «Αν όμως δεν πρόκειται για ελάττωμα απλώς ή αταξία της προδικασίας του πλειστηριασμού, αλλά για παντελή έλλειψη όλων ή μιας των διατυπώσεων που τάσσει ο νόμος για τη διενέργειά του και παρά την έλλειψη αυτή ο πλειστηριασμός διενεργηθεί, τότε είναι άκυρος ανεξάρτητα από βλάβη [...] Με ανυπαρξία επιδόσεως περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως ακινήτου εξομοιώνεται και η επίδοσή της σε κατοικία διαφορετική από την πραγματική κατοικία αυτού που αφορά ή επίδοση, αφού εξ αιτίας της εσφαλμένης αυτής επιδόσεως αυτός έχει άγνοια του επισπευδομένου πλειστηριασμού και μπορεί, αν διενεργηθεί, να τον προσβάλει, χωρίς άλλο, ως άκυρο μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1γ ΚΠολΔ, με ανακοπή στην οποία θα επικαλείται για το παραδεκτό της ότι ο επισπεύδων την εκτέλεση γνώριζε την πραγματική κατοικία του ή ότι ο ίδιος είχε έγκαιρα γνωστοποιήσει σ` αυτόν την τυχόν μεταβολή της (ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 477/2019, ΑΠ 1869/2017, ΑΠ 1081/2014, ΑΠ 8/2011)».
5. Παραδείγματα άκυρης επίδοσης
Στις παρακάτω περιπτώσεις έγινε δεκτό ότι η επίδοση είναι άκυρη με τη συνδρομή όμως του στοιχείου της βλάβης, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. Η διαφορά με τα αμέσως προηγούμενα παραδείγματα έγκειται στο ότι η επίδοση θεωρείται υποστατή πράξη, παράγει έννομα αποτελέσματα και απλώς έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα που δικαιολογούν την ακύρωσή της, εφόσον ο οφειλέτης υπέστη βλάβη λόγω αυτών. Η ανακοπή εδώ δεν έχει απλώς αναγνωριστικό αίτημα, όπως πριν, αλλά διαπλαστικό.
- ΑΠ 279/2004: Έγινε δεκτό ότι είναι άκυρη η επίδοση που γίνεται σε κάποιον σαν να ήταν άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής και «μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολΔ (βλάβης)». Αν o οφειλέτης είναι αγνώστου διαμονής, αν, δηλαδή, ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής του οφειλέτη είναι άγνωστη, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου εκτέλεσης και ταυτόχρονα δημοσιεύεται περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου. Αν τηρηθούν τα παραπάνω παρόλο που οφειλέτης έχει γνωστή διαμονή, μπορεί ο τελευταίος να ασκήσει ανακοπή, αποδεικνύοντας τη βλάβη που υπέστη, μη λαμβάνοντας προσηκόντως γνώση.
- ΑΠ 770/2008: Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι επίδοση, εν απουσία του οφειλέτη, σε άτομο που δεν είναι σύνοικος του, αλλά τυχαίως βρέθηκε εκεί, ακόμη και αν ανήκει στο συγγενικό του περιβάλλον, είναι μη νόμιμη και προσβάλλεται με ανακοπή, εφόσον ο οφειλέτης υφίσταται βλάβη.
- ΑΠ 355/2006: Το δικαστήριο δέχτηκε ότι «Για τη νόμιμη επίδοση εγγράφου με θυροκόλληση στην κατοικία εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης ότι απουσιάζουν ή δεν υπάρχουν συνοικούντα πρόσωπα του παραλήπτη [...] Αυτή, όμως, η με θυροκόλληση επίδοση [...] δεν είναι νόμιμη γιατί η έκθεση επίδοσης δεν αναφέρει ότι αναζητήθηκαν και δεν υπήρχαν ή απουσίαζαν σύνοικοι συγγενείς του παραλήπτη[...]». Σύνοικοι, βάσει του νόμου, θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας (ά. 128 παρ. 3 ΚΠολΔ). Εν προκειμένω, η εν λόγω απόφαση εξηγεί πως η συγκεκριμένη πλημμέλεια της επίδοσης σχετικά με την παράλειψη του επιμελητή να αναφέρει την απουσία συνοίκων ώστε να δικαιολογεί τη θυροκόλληση, οδηγεί στην ακυρότητα της επιδόσεως, εφόσον ο οφειλέτης δεν έλαβε προσηκόντως γνώση και υπέστη βλάβη.
- Στο ίδιο πλαίσιο με την ως άνω απόφαση, η ΕφΑιγαίου 80/2020 έκρινε ότι μπορεί η ακυρότητα της επίδοσης με θυροκόλληση στην οικία να απαγγέλλεται εφόσον διαπιστώνεται η ύπαρξη βλάβης του οφειλέτη «[...] η ακυρότητα της επίδοσης του άρθρου 128 παρ. 4 […] ερευνάται μετά από πρόταση των διαδίκων και με τη συνδρομή των στοιχείων της βλάβης (ΑΠ 1908/2008)».
Για την πληρέστερη κατανόηση των 2 τελευταίων αποφάσεων επισημαίνεται ότι η θυροκόλληση, όπως αναλύεται εκτενέστερα και στο άρθρο 128 παράγραφος 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβάνει μία διαδικασία όπου το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και εκείνου στον οποίο απευθύνεται η επίδοση, μπροστά σε ένα μάρτυρα. Στη συνέχεια, το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας, όπως και να ταχυδρομηθεί σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Οιαδήποτε απόκλιση από τη διαδικασία αυτή μπορεί να οδηγήσει στην απαγγελία της ακυρότητας της επίδοσης, εφόσον ο οφειλέτης δεν έλαβε όπως προβλέπεται και δικαιούται γνώση της, με συνέπεια να υφίσταται προφανώς βλάβη.
Συνεπώς, όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω παραδείγματα ο οφειλέτης στις πλείστες των περιπτώσεων θα κληθεί να αποδείξει τη βλάβη που υπέστη από σφάλμα που εμφιλοχώρησε στη διαδικασία της επιδόσεως της κατασχετήριας έκθεσης. Όντας σε θέση άμυνας, ο οφειλέτης χρειάζεται, λοιπόν, να εξετάζει προσεκτικά κάθε στάδιο της επίδοσης, ώστε να εντοπίσει αταξίες και παραλείψεις που θα μπορούσαν δυνητικά να οδηγήσουν στην ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας από το δικαστήριο και να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σε 45 ημέρες από την κατάσχεση.