Legal Insight
Μάιος 2023
Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ (mult.), Pgcert, Υποψήφια Δ.Ν.
(αναδημοσίευση από lawnet.gr)
Περίληψη - Εισαγωγή: Τα πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και εταιρείες leasing, Factoring αλλά και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, κ.ο.κ.), ως οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική λειτουργία στην ανάπτυξη των χρηματοδοτούμενων απ΄ αυτές επιχειρήσεων ή φυσικών προσώπων, οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των τελευταίων και την γενικότερη υγιή επιχειρηματική – οικονομική τους κατάσταση. Αυτό καθώς οι πιστωτικές συμβάσεις (ενδεικτικά: στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια με συμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ή επιχειρηματικά δάνεια εξυπηρετούμενα, κυρίως, μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού κ.ο.κ.) αποτελούν, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, «διαρκείς συμβατικές σχέσεις εμπιστοσύνης» μεταξύ δανειολήπτη και τραπεζών και επιβάλλουν από την πλευρά των τελευταίων υποχρέωση πίστης και προστασίας των συμφερόντων των πελατών – οφειλετών τους, προς αποφυγή δυσμενών συνεπειών σε βάρος των τελευταίων. Μία τέτοια δυσμενής συνέπεια είναι και η καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης, η οποία, επί της ουσίας, σηματοδοτεί, κατόπιν έκδοσης και των απαραίτητων εκτελεστών τίτλων για το χρέος (διαταγών πληρωμής ή τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων), την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των δανειοληπτών και, τις περισσότερες φορές, την απώλεια περιουσιακών στοιχείων αυτών (λ.χ. κύριας κατοικίας, επιχειρηματικών – βιομηχανικών ακινήτων, επιχειρηματικών απαιτήσεων, εμπορευμάτων κ.ο.κ.), με περαιτέρω επακόλουθη συνέπεια την οικονομική καταστροφή τους. Δεδομένων των ανωτέρω λεπτών ισορροπιών, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους των τραπεζών θα πρέπει να λαμβάνει χώρα καλόπιστα και σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, όπως επιβάλουν και ειδικότερες διατάξεις του Αστικού μας Κώδικα (άρθρα 178,179, 200, 281, 288 ΑΚ). Παρακάτω θα προσπαθήσουμε, εν συντομία, να εξετάσουμε τις δυνατότητες του δανειολήπτη να αποτρέψει την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στις περιπτώσεις εκείνες, προφανώς, που το τραπεζικό ίδρυμα πρόκειται να προβεί σε αυτήν κατά παράβαση ρητών νομοθετικών διατάξεων ή κατά παράβαση της καλοπιστίας που πρέπει να διέπει τέτοιες συμβάσεις.
i. Γενικότερα η απαγόρευση καταγγελίας ως ασφαλιστικό μέτρο ρύθμισης κατάστασης:
Το νομικό μας σύστημα παρέχει στο δανειολήπτη δικονομικές δυνατότητες προστασίας από μία παράνομη καταγγελία της πιστωτικής του σύμβασης μέχρι την κρίση των κύριων ενδίκων βοηθημάτων του {όπως είναι, λ.χ., μία αγωγή για την αμφισβήτηση της οφειλής λόγω παράνομων χρεώσεων από υπέρμετρες επιτοκιακές επιβαρύνσεις, για την υποχρέωση του τραπεζικού ιδρύματος προς αναδιαπραγμάτευση και την καταδίκη του προς τούτο (βλ. σχετικό άρθρο μας εδώ) ή για αναγνώριση της υποχρέωσης εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (βλ. σχετικό μας άρθρο εδώ), κατά τα ειδικώς εκτιθέμενα και κατωτέρω κ.ο.κ.}. Έτσι, από το συνδυασμό των διατάξεων 731 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας («Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση») και 732 του ιδίου κώδικα, επίσης, («Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή της ρύθμισης κατάστασης») προκύπτει ευχέρεια του δικαστηρίου, αφού εξετάσει τις περιστάσεις και εκτιμήσει και την επείγουσα περίπτωση (άλλως τον κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων και ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος), να διατάξει προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα προσωρινής ρύθμισης κατάστασης. Η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, δε, δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων, μέτρα με τα οποία, ως δέχονται και οι αποφάσεις των δικαστηρίων μας, «ορισμένη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων, αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει ανακύψει έρις και υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη, επείγουσα περίπτωση, να ενεργοποιηθούν έως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης» (ίδ. ΜονΠΑθ 5491/2015, ΜονΠΗρ 195/2017, ΜονΠΛεβ 178/2017, ΜονΠΡοδ 148/2018, ΜονΠΠειρ 1/2019). Ένα τέτοιο μέτρο, συνεπώς, είναι αναμφισβήτητα και η απαγόρευση καταγγελίας μίας πιστωτικής σύμβασης με την, κατόπιν αιτήματος του δανειολήπτη, δικαστική επέμβαση στην τελευταία και την οριοθέτηση των δικαιωμάτων του δανειστή (ως και αυτό της αποδέσμευσης από τη σύμβαση με καταγγελία), όταν τα τελευταία ασκούνται παράνομα.
ii. Ειδικότερες περιπτώσεις απαγόρευσης καταγγελίας:
α. Ιδίως η μη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών από το πιστωτικό ίδρυμα:
Ως έχουμε εκθέσει και σε προγενέστερο άρθρο μας (ίδ. σχετικώς εδώ), ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών (νόμος 4224/2013, όπως σήμερα ισχύει μετά από τροποποιήσεις το 2016 και το 2021 και με έναρξη εφαρμογής από 31.12.2014) αποτελεί ένα σύνολο δεσμευτικών για τα τραπεζικά ιδρύματα ρυθμίσεων που στοχεύει στην εξώδικη διευθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων επιχειρήσεων/νοικοκυριών προς αυτά (συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων υπό εκκαθάριση, των εταιρειών leasing καθώς και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Με βάση τον κώδικα κάθε τραπεζικό ίδρυμα, σε περίπτωση που εμφανιστεί υπερημερία ως προς την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεων δανειολήπτη – πελάτη του, οφείλει, πριν την καταγγελία της σύμβασης, να τηρήσει τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (τη λεγόμενη και ως Δ.Ε.Κ.). Στη ουσία, δηλαδή, οφείλει να συμμορφωθεί με το νόμο και να διαπραγματευτεί με τον υπερήμερο δανειολήπτη ουσιαστικά και καλόπιστα προς εντοπισμό βιώσιμης λύσης ρύθμισης της επίμαχης οφειλής. Τα στάδια της ΔΕΚ, εν συντομία, περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ενέργειες του ιδρύματος: α) επικοινωνία με το δανειολήπτη και διερεύνηση των αιτιών καθυστέρησης καταβολής, β) γραπτή ειδοποίηση και αναζήτηση οικονομικών στοιχείων δανειολήπτη, γ) αξιολόγηση οικονομικών στοιχείων, δ) υποβολή γραπτής βιώσιμης πρότασης ρύθμισης και εξέτασης αντιπρότασης δανειολήπτη προς επίτευξη ή μη οριστικής συμφωνίας, ε) εξέταση, τυχόν, ενστάσεων δανειολήπτη. Έτσι, μία καταγγελία που λαμβάνει χώρα ή «απειλείται» εν μέσω των διαδικασιών του Κώδικα και όταν, φυσικά, ο δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος και έχει αποστείλει τα οικονομικά του στοιχεία προς αξιολόγηση ανταποκρινόμενος, περαιτέρω, σε κάθε αίτημα της τράπεζας, είναι άκυρη ως αντιτιθέμενη σε ρητή διάταξη νόμου (στις διατάξεις του Κώδικα, δηλαδή) ή, σε κάθε περίπτωση, στις γενικές διατάξεις περί καλόπιστης και συναλλακτικά ορθής εκπλήρωσης των συμβάσεων (αρ. 281, 288, 178 ΑΚ), οι οποίες εξειδικεύονται μέσω των ρυθμίσεων του ΚΔΤ.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και κατόπιν κρίσης παράβασης του ρυθμιστικού πεδίου του Κώδικα, αποφάσεις των δικαστηρίων μας έχουν απαγορεύσει την καταγγελία πιστωτικών συμβάσεων έως την ολοκλήρωση της εκ του νόμου υποδεικνυόμενης διαπραγμάτευσης με τρόπο βιώσιμο και ουσιαστικό για τον δανειολήπτη. Παρατίθενται σχετικά επίμαχα χωρία:
• Με την υπ’ αριθμ. 7237/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι η επαπειλούμενη καταγγελία του καθ΄ ου τραπεζικού ιδρύματος το οποίο, παρά τη λήψη των αιτούμενων οικονομικών στοιχείων από την αιτούσα δανειολήπτρια εταιρεία, δήλωσε προς την τελευταία ότι δεν πρόκειται να προβεί σε γραπτή πρόταση ρύθμισης (ως όφειλε) και ότι θα προβεί άμεσα σε λύση της σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αντίκειται στις ρητές αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα και, εφόσον ασκηθεί, θα είναι άκυρη ως αντίθετη σε διάταξη νόμου (αρ. 174 ΑΚ). Υποχρέωσε, δε, την καθ΄ης να δεχθεί την προτεινόμενη από την οφειλέτρια εταιρεία δόση βιώσιμης ρύθμισης. Η απόφαση διέλαβε τα κάτωθι ουσιώδη: «Εν τούτοις, η καθ΄ης, αν και έλαβε όσα οικονομικά στοιχεία απαιτούνται από τον Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά αντιθέτως στις {…} ενημέρωσε την αιτούσα, ότι δεν θα υποβάλει καθόλου γραπτή πρόταση ρύθμισης και θα προβεί άμεσα σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η καταγγελία, στην οποία πρόκειται άμεσα να προβεί η καθ΄ης , θα πάσχει ακυρότητα και παρότι δεν θα επιφέρει έννομα αποτελέσματα, θα προκαλέσει στην αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη {…..} Ενόψει των ανωτέρω και μετά από στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων το δικαστήριο δέχεται την αίτηση και απαγορεύει στην καθ΄ης να καταγγείλει την ένδικη δανειακή σύμβαση μέχρι την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων, την υποχρεώνει να δέχεται μέχρι τότε μηνιαίως δόση ύψους ….., απειλεί σε βάρος της καθ΄ης χρηματική ποινή ύψους 100.000 ευρώ για την περίπτωση που καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση πριν την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων και ύψους 5.000 ευρώ για κάθε περίπτωση μη αποδοχής καταβολής εκ μέρους της αιτούσας της ως άνω καθορισθείσας μηνιαίας δόσης, απειλεί σε βάρος του δεύτερου των καθ΄ων (νομίμου εκπροσώπου προσωπική κράτηση ύψους ενός μήνα για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης πριν τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων».
• Περαιτέρω η υπ΄αριθμ. 2154/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι η πρότερη τήρηση του ΚΔΤ πριν από την καταγγελία των πιστωτικών συμβάσεων είναι επιβεβλημένη καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ακυρότητα της καταγγελίας λόγω αντίθεσης της στα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, αφού οι προβλεπόμενες στο ΚΔΤ επιταγές και γενικές αρχές είναι ουσιαστικά εξειδικεύσεις των αρχών της καλής πίστης και των έντιμων συναλλακτικών σχέσεων. Με αυτό το σκεπτικό απαγορεύτηκε η καταγγελία σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού μέχρι την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Καθυστερήσεων και της απάντησης του τραπεζικού ιδρύματος σε αίτημα ρύθμισης οφειλών που είχε υποβάλει (ως μη όφειλε) η αιτούσα εταιρεία κατόπιν αιτήματος του καθ΄ου ιδρύματος. Τα επίμαχα χωρία της απόφασης έχουν ως εξής «Ως εκ του η τυχόν άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από την πρώτη των καθ΄ων με αιτία την υπερημερία των αιτούντων ως προς την καταβολή των οφειλών τους πριν από την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων πιθανολογείται ότι θα είναι καταχρηστική (281 ΑΚ) λόγω της αντιφατικής συμπεριφοράς της πρώτης της πρώτης των καθ΄ων αφού αυτή είχε ευλόγως δημιουργήσει την εντύπωση στους αιτούντες περί τήρησης εκ μέρους της νόμιμης διαδικασίας ρύθμισης που προβλέπεται στον ΚΔΤ και ως εκ τούτου η ως άνω συμπεριφορά της που προηγήθηκε σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στους αιτούντες την εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα προέβαινε στον τερματισμό των μεταξύ τους συμβατικών σχέσεων πριν τον ολοκλήρωση των σταδίων της ΔΕΚ, με αποτέλεσμα η τυχόν πρόωρη εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματός της περί καταγγελίας της δανειακής σύμβασης να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στους αιτούντες και να εμφανίζεται ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική. …. Το δικαίωμα καταγγελίας γεννάται μόνο μετά την αποτυχία της ΔΕΚ ή την κατηγοριοποίηση των αιτούντων ως μη συνεργάσιμων δανειοληπτών … η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της ΔΕΚ οφείλεται, εν προκειμένω, αποκλειστικά στην αδικαιολόγητη αδράνεια ανταπόκρισης της πρώτης των καθ΄ων στις συνεχείς οχλήσεις των αιτούντων και στις αγωνιώδεις εκκλήσεις τους προς εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης προς ρύθμισης των οφειλών τους».
• Ακόμη στην πρόσφατη υπ΄ αριθμ. 753/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διαλαμβάνονται τα ακόλουθα «Η δεύτερη καθ΄ης (εταιρεία διαχείρισης) απάντησε με την από ….. εξώδικη δήλωσή της απευθυνόμενη στην πρώτη αιτούσα εταιρεία αρνούμενη να της χορηγήσει την αιτούμενη προθεσμία συμμόρφωσης, δηλώνοντας ότι αποκρούει στο σύνολό της την υπαγωγή της πρώτης όσο και της δεύτερης αιτούσας εταιρείας στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Μάλιστα με την ως άνω απάντηση απέστειλε στη πρώτη αιτούσα πρόταση οριστικής διευθέτησης της φερόμενης οφειλής χωρίς να έχει στείλει πρώτα ως όφειλε κατά τις διατάξεις του ΚΔΤ πρόταση ρύθμισης των φερόμενων οφειλών της πρώτης αιτούσας στην οποία θα είχε δικαίωμα η πρώτη ως συνεργάσιμη δανειολήπτης να υποβάλει αντιπρόταση {…..} Πιθανολογήθηκε, συνεπώς, ότι οι αιτούσες είναι συνεργάσιμες δανειολήπτριες αφού έχουν αναποκριθεί πλήρως σε κάθε αίτημα τόσο της τράπεζας όσο και της διαχειρίστριας εταιρείας και η δανείστρια εταιρεία αρνείται να εφαρμόσει τον ΚΔΤ και επιθυμεί και επιθυμεί μόνο τη ταχύτερη διευθέτηση των επίμαχων οφειλών χωρίς συνεργασία των μερών για την επίτευξη μίας βιώσιμης λύσης. Έτσι, λοιπόν, πιθανολογήθηκε ότι η δεύτερη των καθ΄ων επίκειται άμεσα κατά παράβαση των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου (βλ. ΔΕΚ) και καταφανώς αντίθετα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να καταγγείλει τις μεταξύ τους έννομες σχέσεις με αποτέλεσμα να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες για τις αιτούσες εταιρείες και για τους εγγυητές ατομικά {….} Δέχεται την αίτηση και διατάσει τη δεύτερη των καθ΄ων να παραλείπει την καταγγελία της υπ’ αριθμ. {…….} σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και να ανέχεται την καταβολή ποσού {…..} για την πρώτη αιτούσα ως προσήκουσα εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης έως την έκδοση απόφασης επί της από {…..} αγωγής με δια της οποίας αμφισβητείται το ακριβές ποσό της συνολικής οφειλής έναντι της πρώτης των καθ΄ων».
• Σε επίπεδο, δε, προσωρινής διαταγής με την από 15.11.2018 διάταξη του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διατάχθηκε η απαγόρευση καταγγελίας πιστωτικής σύμβασης λόγω μη ουσιαστικής τήρησης του Κώδικα Δεοντολόγιας τραπεζών έως την κρίση της επίμαχης κύριας αιτήσεως και κατόπιν άσκησης αγωγής με την οποία αμφισβητήθηκε η οφειλή εκ της σύμβασης δανείου (λόγω αδιαφανών και υπέρμετρων επιτοκιακών χρεώσεων) και υποβλήθηκε αίτημα για την επιστροφή προς το δανειολήπτη των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Παράλληλα, το τραπεζικό ίδρυμα υποχρεώθηκε να αποδέχεται την καταβολή μηνιαίου ποσού το οποίο, ήδη, κατέβαλε ο δανειολήπτης από μακρού χρονικού διαστήματος και είχε από τον τελευταίο αξιολογηθεί ως βιώσιμο.
β. Η ύπαρξη ενεργών διαπραγματεύσεων και η, εν γένει, κακόπιστη συμπεριφορά του πιστωτικού ιδρύματος:
Ανεξάρτητα, όμως, από την τυπική διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας ακόμη, δηλαδή, και στις περιπτώσεις που ο τελευταίος δεν τυγχάνει εφαρμογής ή έχει ολοκληρωθεί, οι γενικές αρχές της καλόπιστης εκπλήρωσης των συμβάσεων και της εμπιστοσύνης που δημιουργείται στις τραπεζικές συναλλαγές διέπουν κάθε πιστωτική σύμβαση και δεσμεύουν, κυρίως, τα τραπεζικά ιδρύματα, ως τα ισχυρότερα μέρη των επίμαχων συναλλαγών. Έτσι το τραπεζικό ίδρυμα πριν αποδεσμευτεί από το συμβατικό δεσμό οφείλει να εξετάσει κάθε λύση για τη διάσωσή του. Η «απειλή», δε, καταγγελίας δίχως καμία ανοχή και ιδίως στις περιπτώσεις που το ίδρυμα ουδεμία ζημία θα υποστεί από μία δικαιολογημένη καθυστέρηση καταβολής του χρέους και όταν, φυσικά, η ζημία που θα προκληθεί στο δανειολήπτη θα είναι σημαντικά μεγαλύτερη, μπορεί να αποτραπεί με το επίμαχο εξεταζόμενο ασφαλιστικό μέτρο. Τα ως άνω διαλαμβάνονται και στην υπ΄αριθμ. 1572/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία ακύρωσε ως καταχρηστική την καταγγελία σύμβασης πίστωσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς του τραπεζικού ιδρύματος το οποίο εκδήλωσε αντιφατική συμπεριφορά, καταγγέλλοντας τη σύμβαση αιφνιδίως, αν και προγενέστερα είχε δημιουργήσει στους ενάγοντες κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στις ενεργές διαπραγματεύσεις. Κατά τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση "Σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μία εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια". Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελίας της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.
γ. Η ενεργή διαδικασία εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών:
Ως έχουμε εκθέσει και σε προγενέστερο άρθρο μας (βλ. σχετικά άρθρα μας εδώ) με το νόμο 4738/2020 (νέος πτωχευτικός κώδικας) προβλέφθηκε νέα ειδική διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών (τόσο έναντι τραπεζών όσο και έναντι δημοσίου). Ο νόμος περί εξωδικαστικού μηχανισμού προβλέπει, μεν, την προστασία των οφειλετών από πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (με τις ειδικότερες εξαιρέσεις αυτού κατά τις οποίες η προστασία α) δεν παρέχεται από το χρόνο δημιουργίας της αίτησης αλλά από το χρόνο οριστικής υποβολής της, β) δεν καλύπτει την προδικασία πλειστηριασμού που διεξάγεται από πιστωτή με προσημείωση υποθήκης αλλά την πράξη του πλειστηριασμού και γ) εφόσον αυτός έχει προσδιοριστεί μετά το πρώτο τρίμηνο από την οριστική υποβολή της αίτησης), ουδόλως, όμως, προβλέπει προστασία (ανεξάρτητα δηλαδή από την οριστική υποβολή της αίτησης ή μη) από τη μη καταγγελία των πιστωτικών συμβάσεων, με τις αδιαμφισβήτητα δυσμενείς συνέπειες ιδίως για τις επιχειρήσεις. Το κενό αυτό του νομοθέτη θα πρέπει να καλυφθεί από τα δικαστήρια τα οποία, αξιολογώντας την κατάσταση του οφειλέτη και την προσπάθεια του για ένταξη στο μηχανισμό (ανεξαρτήτως οριστικής υποβολής – η οποία, πολλές φορές, εκφεύγει χρονικά από τον έλεγχο και τις προθέσεις του οφειλέτη), θα χορηγήσουν προσωρινή δικαστική προστασία ρυθμίζοντας την επίμαχη κατάσταση προσωρινώς με την διάταξη απαγόρευσης καταγγελίας συμβάσεων, ήτοι διατήρηση ανέπαφων των πιστωτικών σχέσεων του οφειλέτη έως την ολοκλήρωση των διαδικασιών της πλατφόρμας. Έτσι, πρόσφατα, το Πρωτοδικείο Αθηνών με την από 25.1.2023 διάταξη του απαγόρευσε την καταγγελία των πιστωτικών συμβάσεων επιχείρησης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξωδικαστικού μηχανισμού του ν. 4738/2020, πριν ακόμη και από την οριστική υποβολή της αιτήσεως, κατόπιν, όμως, της δημιουργίας αυτής (βλ. κι εδώ για περισσότερα).
iii. Το στοιχείο του «κινδύνου» για τη χορήγηση του μέτρου:
Το στοιχείο του κινδύνου απώλειας δικαιώματος ή ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος είναι απαραίτητο για τη χορήγηση κάθε ασφαλιστικού μέτρου (αρ. 682 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Το ίδιο συμβαίνει και με την απαγόρευση καταγγελίας πιστωτικών συμβάσεων ως μέτρου προσωρινής ρύθμισης κατάστασης. Έτσι, λοιπόν, για να απαγορευθεί δικαστικά η καταγγελία της σύμβασης και να περιοριστεί, ως εκ τούτου, ένα τόσο σημαντικό δικαίωμα της δανείστριας τράπεζας θα πρέπει να εκτιμηθεί η βλάβη που θα έχει ο δανειολήπτης σε περίπτωση άσκησης του επίμαχου δικαιώματος και της συνακόλουθης εκκίνησης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Με αυτά τα δεδομένα τα δικαστήρια ελέγχουν, ιδίως, τον κίνδυνο: απώλειας ακινήτων που χρησιμεύουν ως κατοικία των δανειοληπτών, απώλειας ακινήτων που χρησιμεύουν για τη στέγαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των δανειοληπτριών εταιρειών και την, ως εκ τούτης, παύση δραστηριότητας με περαιτέρω συνέπειες σε εργαζόμενους και προμηθευτές, έκπτωσης από συνεργασίες με το Δημόσιο, κατάπτωσης εγγυητικών επιστολών, εγγραφή σε βάσεις δεδομένων οικονομικής αρνητικής συμπεριφοράς που τηρούν εταιρείες όπως η Τειρεσίας Α.Ε. κ.ο.κ.
Παρακάτω εκτίθενται στοχεύμενα χωρία από αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την αξιολόγηση του κινδύνου. Το Πρωτοδικείο διαλαμβάνει τις ακόλουθες κρίσεις:
"Συντρέχει επικείμενος κίνδυνος ενόψει του γεγονότος ότι η τυχόν εκ μέρους της πρώτης των καθ΄ων καταγγελία της ως άνω δανειακής σύμβασης θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τους αιτούντες καθόσον θα εκκινήσει σε βάρος τους διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για το σύνολο της οφειλής καθιστώντας απαιτητό όλο το ποσό τη ρύθμιση του οποίου αυτοί επιθυμούν να διαπραγματευτούν καταλήγοντας σε αμοιβαία επωφελή λύση ενώ θα επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης αιτούσας, στο οποίο και την επαγγελματική της δραστηριότητα, επιπλέον, δε, οι αιτούντες, οι οποίοι ως τώρα εμφανίζονται στις βάσεις δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς συνεπείς και φερέγγυοι, θα καταχωρηθούν, πλέον, σε αυτές, γεγονός που θα μειώσει τη εμπορική δραστηριότητα της πρώτης αιτούσας, θα λυθούν υπάρχουσες ενεργείς και τηρούμενες συνεργασίες με προμηθευτές της και πελάτες, θα κηρυχθεί ενδεχομένως έκπτωτη από δημόσιες συμβάσεις με κίνδυνο κατάπτωσης σχετικών εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης {…} και έτσι θα καταστεί αδύνατη η οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία και συναλλαγή της με άλλες επιχειρήσεις και κυρίως με το Γενικό …… που αποτελεί έναν από τους βασικούς της πελάτες και συνεπώς η πρώτη αιτούσα η οποία εμφανίζεται, έως τώρα, φερέγγυα και βιώσιμη θα περιέλθει σε πλήρη και ανεπίστρεπτη οικονομική καταστροφή και αφανισμό {…}".
"Η καταγγελία της επίμαχης πιστωτικής σύμβασης, αν και δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, θα προκαλέσει στην αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι θα πληγεί η καίρια η οικονομική λειτουργία της επιχείρησης της αιτούσας, δεδομένου ότι η καθ΄ης θα απαιτεί την άμεση αποπληρωμή του συνόλου της οφειλής και θα επιδιώξει την ικανοποίησή της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ θα καταχωριστεί η ίδια και οι εγγυητές στις βάσεις δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς (Τειρεσίας, Infobank κ.λπ)¨.
iv. Αντί επιλόγου:
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία είναι, αδιαμφισβήτητα, τα ισχυρά μέρη μίας πιστωτικής σύμβασης, πολλές φορές, δεν συμμορφώνονται με ρητές νομοθετικές επιταγές και αρχές, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα των δανειοληπτών – οφειλετών να τίθενται εν αμφιβόλω. Ο νομοθέτης, περαιτέρω, καταλείπει κενά στο νομοθετικό του έργο τα οποία χρήζουν άμεσης δικαστικής κάλυψης για να επιτευχθεί η ουσιαστική προστασία του δανειολήπτη – οφειλέτη. Υπάρχουν, ωστόσο, νομοθετικά εργαλεία τα οποία με την κατάλληλη χρήση μπορούν να οδηγήσουν σε μία περαιτέρω ολοκληρωμένη «θωράκιση» του τελευταίου ως ασθενέστερου μέρους μίας πιστωτικής σύμβασης - έτσι ώστε να παρεμποδιστεί η ρευστοποίηση περιουσιών τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα για βιώσιμη σταδιακή διευθέτηση, ιδίως, δε, μετά την οικονομική και πανδημική κρίση που η ανάγκη για στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι πιο επιτακτική από ποτέ.