1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Μέσα Άμυνας του Υπόπτου κατά της Δέσμευσης Περιουσιακών Στοιχείων με διάταξη της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες


Δέσμευσης Περιουσιακών Στοιχείων και Ξέπλυμα

Legal Insight

Οκτώβριος 2024

Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ (mult.), PgCert, Υπ. Δ.Ν.

Εισαγωγή – Περίληψη: Όπως έχουμε εκθέσει και σε προγενέστερο άρθρο μας (βλ. εδώ), το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ή όπως είναι γνωστό το «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος») προβλέπεται στο νόμο 4557/2018, όπως ο τελευταίος τροποποιημένος ισχύει. Για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται η τέλεση μίας χρονικά και ουσιαστικά προγενέστερης αξιόποινης πράξης, του αποκαλούμενου και ως βασικού εγκλήματος, δηλαδή του εγκλήματος από το οποίο προκύπτει η προς νομιμοποίηση περιουσία. Τα βασικά αδικήματα που συνιστούν τις κύριες εγκληματικές πράξεις απαριθμούνται στο νόμο (ίδ. αρ. 4 ν. 4557/2018). Με τον όρο «ξέπλυμα», δε, με λίγα λόγια, εννοούμε τη διαδικασία με την οποία συγκαλύπτονται ή εξαφανίζονται τα ίχνη των εγκληματικών πράξεων από τις οποίες προήλθαν τα παράνομα έσοδα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια στην επίσημη οικονομία «μεταμφιεσμένα» και να αναμειχθούν με νόμιμο χρήμα. Οι αρχές, στο πλαίσιο των ερευνών τους, με σκοπό τον εντοπισμό, την αποτροπή και την καταστολή πράξεων νομιμοποίησης εσόδων μπορούν να διατάξουν μέτρα, όπως είναι η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών (θυρίδων, τίτλων κ.ο.κ.), καθώς και η απαγόρευση μεταβίβασης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου (κινητών και ακινήτων), πριν καν την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, δηλαδή πριν ακόμη την άσκηση ποινικής δίωξης για κάποιο αδίκημα. Ένα τέτοιο μέτρο είναι η δέσμευση του αρ. 42 παρ. 7 ν. 4557/2018 που επιβάλλεται από τον Πρόεδρο της Ανεξάρτητης Αρχής καταπολέμησης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Παρακάτω θα εκθέσουμε, εν συντομία, τις προϋποθέσεις επιβολής του εν λόγω μέτρου και τα μέσα άμυνας που έχει στη διάθεσή του ο καθ’ ου η δέσμευση ύποπτος. Ειδικότερα: 

Ι. Προϋποθέσεις Επιβολής Δέσμευσης κατ’ αρ. 42 παρ. 7 ν. 4557/2018:

Στο άρθρο 42 παρ. 7 του ν. 4557/2018 («Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 48. To αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή {…}), προβλέπεται η δυνατότητα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, θυρίδων και χρηματοπιστωτικών μέσων, εν γένει, καθώς και η απαγόρευση μεταβίβασης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, κατόπιν έκδοσης διάταξης του προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι α) η διεξαγωγή έρευνας από την αρχή προς εντοπισμό πράξεων νομιμοποίησης ή βασικών αδικημάτων, β) η συνδρομή βάσιμων υπονοιών ότι έχει τελεστεί βασικό αδίκημα ή πράξη νομιμοποίησης και γ) η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης (λ.χ. κίνδυνος άμεσης εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέσω αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων και συγκάλυψης ιχνών αδικημάτων των δραστών). Πρόκειται για μέτρο που λαμβάνει η αρχή σε βάρος υπόπτου προκειμένου, στο πλαίσιο της έρευνας της, α) να συλλέξει πληροφορίες και αποδείξεις για την τέλεση βασικών αδικημάτων και πράξεων νομιμοποίησης και β) να αδρανοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου, διατηρώντας αυτά ακέραια, εμποδίζοντας τον, παράλληλα, ιδίως από τη χρήση του οικονομικού (τραπεζικού) συστήματος. Αποτέλεσμα της δέσμευσης είναι η απόλυτη νομική αδυναμία διάθεσης και χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Στην πράξη, οι ύποπτοι πληροφορούνται την ύπαρξη της δέσμευσης πριν από την κοινοποίησή της, όταν δεν είναι εφικτή η διενέργεια κάποιας, συνήθως, τραπεζικής συναλλαγής. Η δέσμευση, κατά νόμο, μπορεί να διαρκέσει, προς εξυπηρέτηση των ως άνω ερευνητικών σκοπών έως εννέα (9) μήνες από την επιβολή της (συνδ. ερμηνεία αρ. 42 παρ. 7 και 36 παρ. 2 ΚΠΔ).  Για να ισχύσει, δε, το μέτρο της δέσμευσης  μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος, απαιτείται, πριν τη λήξη, ειδική απόφαση του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου, ανάλογα με το δικονομικό στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση. Ελλείψει ειδικής αναφοράς στο νόμο περί ξεπλύματος η παράταση μπορεί να δοθεί για ακόμη 9 (εννέα) μήνες (αρ. 36 παρ. 2 ΚΠΔ).

ΙΙ. Ένδικα βοηθήματα του υπόπτου και προϋποθέσεις άσκησης:

Ο αμυνόμενος κατά της διάταξης δέσμευσης του Προέδρου έχει στη διάθεσή του, κατά κύριο λόγο, δύο βασικά ένδικα βοηθήματα. Δύναται, συνεπώς, ο ύποπτος σωρευτικά, κατά την κρατούσα άποψη σε νομολογία:

α) να ασκήσει την προβλεπόμενη στο αρ. 42 παρ. 4 του ν. 4557/2018 προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επίδοση της διάταξης της αρχής ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης (επειδή, λόγου χάρη, η δεσμευμένη περιουσία έχει νόμιμη προέλευση, όπως όταν έχει αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της τέλεσης του βασικού αδικήματος, είτε επειδή δε συνδέεται με το όφελος που φέρεται να αποκομίστηκε, όπως συμβαίνει λ.χ. με δεσμευμένους μισθούς και συντάξεις, ή είναι απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του υπόπτου κ.ο.κ.) καθώς και 

β) να αιτηθεί από την Αρχή/ή το δικαστικό συμβούλιο την ανάκληση της εκδοθείσας διατάξεως λόγω συνδρομής νέων περιστατικών στο πρόσωπο του υπόπτου ή μελών της οικογένειας του. Η εν λόγω αίτηση ασκείται χωρίς προθεσμία, δηλαδή σε κάθε δικονομικό στάδιο της ποινικής δίκης και δεν προϋποθέτει την άσκηση της ως άνω προσφυγής εντός του προαναφερόμενου 20ημέρου (ΣυμβΕφΘεσσαλ.217/2012), δύναται, δε να λάβει χώρα ακόμη κι όταν έχει χαθεί η ως άνω προθεσμία. 

Η δυνατότητα αυτή, εξάλλου, να αμυνθεί ο καθ΄ου η δέσμευση σε δύο στάδια (μετά την επίδοση της διάταξης και, σε κάθε περίπτωση, μετά την ανάκυψη νέων δεδομένων) δικαιολογείται από πρακτική άποψη καθώς η συλλογή νέων στοιχείων είναι διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και είναι, ως εκ τούτου, εξαιρετικά δυσχερές να ολοκληρωθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση της διάταξης δέσμευσης. Ως νέο στοιχείο/ περιστατικό, δε, μπορεί να θεωρηθεί ο,τιδήποτε τροποποιεί τα δεδομένα, στα οποία στηρίχθηκε η αρχική επιβολή της δέσμευσης, ήτοι τόσο αναφορικά με την πιθανολόγηση της παράνομης προέλευσης της δεσμευόμενης περιουσίας, όσο και αναφορικά με την ίδια την βασιμότητα της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο αξιόποινης συμπεριφοράς. Ως νέα στοιχεία έχουν κριθεί: η απόδειξη της νομιμότητας της προέλευσης των δεσμευθέντων στοιχείων, η ικανοποίηση του παθόντος στα περιουσιακά αδικήματα, η έλλειψη ρευστότητας για ικανοποίηση βιοποριστικών αναγκών (άλλωστε ο οικείος λόγος άρσης προβλέπεται, πλέον, και ρητώς στο νόμο), η περάτωση της προδικασίας για το βασικό αδίκημα δίχως να ασκηθεί δίωξη για νομιμοποίηση κ.ο.κ.

ΙΙΙ. Νομολογιακά Παραδείγματα αποδέσμευσης: Πράγματι, τα δικαστήρια αίρουν την επιβληθείσα δέσμευση όταν δεν συνέτρεξαν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις για την επιβολή της. Ειδικότερα: 

• Με την ΣυμΠλημΑθ 3216/2019 κρίθηκε ότι δε δύναται να αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης τραπεζικές καταθέσεις που εισέρχονται στους λογαριασμούς έχοντας εγγυημένα νόμιμη προέλευση που προκύπτει, αδιαμφισβήτητα, και από τη σχετική τους αιτιολογία. Το απόσπασμα της αποφάσεως έχει επί λέξει ως εξής «Συγκεκριμένα, από το αντίγραφο κίνησης του δεσμευθέντος λογαριασμού προκύπτει πως σε αυτόν, ανά δεκαπενθήμερο, κατατίθεται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, με την αιτιολογία «μισθός», η μισθοδοσία της, ως δημοσίας υπαλλήλου του εν λόγω δημοσίου φορέα. Τα δε χρηματικά μεγέθη που κατατίθενται περιοδικά στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό με την ανωτέρω ασφαλώς εξακριβωθείσα προέλευση, ως εγκείμενα σε μισθοδοσία από δημόσιο οργανισμό, εξ ορισμού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, δεν είναι δυνατό να σχετίζονται με παράνομη δραστηριότητα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και δη αυτή της παθητικής δωροδοκίας εν προκειμένω, ούτε να αποτελούν αποκυήματα τέτοιας έκνομης πρακτικής».

Με την ΣυμΠλημΑθ 3721/2017, περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι δεν δύναται η δεσμευμένη περιουσία να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα καθώς αποκτήθηκε προγενέστερα του φερόμενου χρόνου τέλεσης του βασικού αδικήματος. Η απόφαση έκανε, ιδίως, δεκτά τα ακόλουθα: «Κατ` ακολουθίαν, προέκυψε ότι αφενός ο ........... του ... δεν είχε στην κατοχή του κάποια περιουσία κατά τα έτη 2008-2016 (χρονικό διάστημα κατά το οποίο δύναται να τελεστεί το αδίκημα της νομιμοποίησης του προϊόντος που απέκτησε από το βασικό αδίκημα), την οποία είτε απαλλοτρίωσε είτε απέκρυψε με άλλο τρόπο είτε συνέμειξε με έτερα περιουσιακά στοιχεία του είτε μετέφερε σε λογαριασμούς τρίτων κ.λπ., με αποτέλεσμα να μην προκύπτουν, ως προς αυτόν, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος, δυνάμει του οποίου δεσμεύτηκαν από την Αρχή, λόγω κατεπείγοντος, τα ανωτέρω περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία προφανώς και δεν σχετίζονται με το διερευνώμενο από την Αρχή αδίκημα, αφού αυτά είχαν αποκτηθεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την τέλεση του βασικού αδικήματος. Ας σημειωθεί ότι το πλέον πρόσφατο συμβόλαιο που αναφέρεται στην υπό κρίση διάταξη του Προέδρου της Αρχής είναι η υπ`αριθ. [...]/2014 σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών, οι οποίες όμως περιήλθαν στην ιδιοκτησία του δεύτερου αιτούντος αρκετά χρόνια πιο πριν, και δη δυνάμει του υπ` αριθ. [.../2.8.2003 συμβολαίου. Αντιθέτως,  .... του .... απέκτησε ακίνητη περιουσία το επίδικο χρονικό διάστημα, ορισμένα όμως ακίνητα που περιήλθαν στην κυριότητά του και περιγράφονται στην υπό έρευνα διάταξη είχαν αποκτηθεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την τέλεση του βασικού αδικήματος. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, φρονούμε ότι το Συμβούλιό Σας πρέπει να κάνει τύποις και ουσία, εν μέρει, δεκτή την από 29.5.2017 αίτηση του ...... του ...., και τύποις και ουσία δεκτή την από 9.6.2017 αίτηση του .... του .... και να άρει, άλλως ανακαλέσει, την υπ`αριθμ. [...]/2017 διάταξη του Προέδρου της Αρχής»

• Όμοια κρίση έλαβε χώρα και με την ΣυμβΠλημΛαμ 50/2020 η οποία δεν διατήρησε την ισχύ της δεσμεύσεως μετά την πάροδο 9μηνου. Κρίσιμο απόσπασμα αυτής έχει ως εξής: «από την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι τα υπό κρίση δεσμευθέντα περιουσιακά στοιχεία είχαν αποκτηθεί ως επί το πλείστον κατά τα έτη 2007-2008, σύμφωνα με τις συνημμένες συμβολαιογραφικές πράξεις απόκτησής τους, τα δε υπό στοιχεία 6 και 7 ακίνητα σε προγενέστερο χρόνο ήτοι κατά τα έτη 1995 και 1997 αντίστοιχα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο εκείνου του φερόμενου ως βασικού αδικήματος της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο (Οκτώβριος 2009- Σεπτέμβριος 2015). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφ’ όσον δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις τέλεσης της ανωτέρω πράξης, η σχηματισθείσα δικογραφία για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τέθηκε στο αρχείο δυνάμει της από 6-12-2019 αναφοράς του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λαμίας κατ’ άρθρο 43 ΚΠΔ , ενώ, η προαναφερθείσα αρχειοθέτηση εγκρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. .../16-12-2019 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας. Επομένως, γενομένης δεκτής της προπαρατιθέμενης εισαγγελικής πρότασης, το παρόν Συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επικύρωσης της υπ’ αριθ. .../23-3-2017 Απόφασης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες».

Με την ΣυμβΠλημΘεσ 1525/2020, δε, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις δέσμευσης στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού καθώς δεν κατέληξε στον ίδιο το παράνομο περιουσιακό όφελος από το βασικό αδίκημα της νόθευσης εγγράφων. Κρίσιμο απόσπασμα έχει ως εξής: «Στην ως άνω περιγραφόμενη νόθευση οι άνω τρεις κατηγορούμενοι (Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και Επιβλέποντες Μηχανικοί) προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν αθέμιτο περιουσιακό όφελος στην ανάδοχο εταιρία, βλάπτοντας τα συμφέροντα της «…» και προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον συνεπεία της παραπάνω νόθευσης (συμπλήρωσης των ανωτέρω ανυπόγραφων Αναλυτικών Οριστικών Επιμετρήσεων με των αντίστοιχων Π.Π.Α.Ε. και διόρθωσης αυτών), το σύνολο των εκτελεσθεισών από την παραπάνω ανάδοχο εργασιών αντιστοιχούσε απολύτως στις ποσότητες της εγκεκριμένης από 16.12.2009 τελικής επιμέτρησης, η οποία είχε συμπεριληφθεί στον 4° εγκεκριμένο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.) του έργου, συνολικού ύψους 151.091.364,62 ευρώ με το ΦΠΑ, αυξημένου κατά το ποσό των 32.486.042,88 ευρώ έναντι του 5ου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, καθώς και του συνοδευτικού 3ου Πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών, συνολικού ύψους 118.605.321,74 ευρώ με το ΦΠΑ. Από τα ανωτέρω ευχερώς συνάγεται ότι στον αιτούντα δεν αποδίδεται κάποια πράξη από την οποία να έχει αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος προσωπικά, αλλά η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε νόθευση εγγράφων, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η ανάδοχος εταιρία, και δη η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» και όχι ο ίδιος».

Ενώ, τέλος, πολύ συχνή είναι η αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων για λόγους ικανοποίησης βιοτικών αναγκών των φερόμενων ως υπόπτων δραστών. Επ’ αυτού κρίνει η ΣυμβΑΠ 1374/2020 κατά την οποία «Η δέσμευση, όμως, αυτή, χωρίς περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων και του σκοπού τον οποίο αυτά εκπληρώνουν, δεν πληροί το σκοπό του νόμου, διότι δεν μπορεί να κριθεί, αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ούτε αν από αυτά και τα τυχόν εισοδήματά τους ο προσφεύγων καλύπτει τις γενικότερες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, τα έξοδα για τη νομική του υποστήριξη και τα βασικά έξοδα για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι με την υπό κρίση προσφυγή και το υπόμνημά του ο προσφεύγων έχει προσδιορίσει το κύριο αίτημα της προσφυγής στην αποδέσμευση των δύο λογαριασμών του, ήτοι του λογαριασμού του ... στην Τράπεζα Πειραιώς, με υπόλοιπο ανερχόμενο στις 27-7-2020 σε 889,68 ευρώ, και του λογαριασμού του ... στην Eurobank, με υπόλοιπο ανερχόμενο στις 27-7-2020 σε 1.334,02 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις βιοποριστικές του ανάγκες, πρέπει: α) να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή, β) να μεταρρυθμιστεί η απόφαση 26/25-6-2020 της Β’ Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία απορρίφθηκε η από 10-6-2020 αίτηση αυτού (προσφεύγοντος) ενώπιον της Β’ Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες περί άρσης της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων αυτού και της απαγόρευσης της κίνησης λογαριασμών …».

ΙV. Συμπερασματικά: Από τα όσα εξετέθησαν προκύπτει ότι οι διωκτικές αρχές, στην πράξη, προβαίνουν σε δυσβάσταχτα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος των υπόπτων δεσμεύοντας, αδιακρίτως, πολλές φορές και περιουσία νόμιμης προέλευσης ή και περιουσία αναγκαία για τον βιοπορισμό των υπόπτων. Με αυτόν τον τρόπο, επί της ουσίας, μεταφέρεται στον ύποπτο - (και εφόσον ασκηθεί η ποινική δίωξη κατηγορούμενο) το βάρος απόδειξης της νομιμότητας των συναλλαγών του και, εκ τούτου, της προέλευσης της περιουσίας του. Η μετακύλιση αυτή του βάρους απόδειξης θέτει εν αμφιβόλω το τεκμήριο αθωότητας. Η τελευταία επιβαρύνει, δε, τον αμυνόμενο με το έργο της οργάνωσης της καλύτερης δυνατής νομικής του υποστήριξης και της επιλογής των κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων που θα οδηγήσουν στην αποδέσμευση των επισφαλώς «αδρανοποιημένων» περιουσιακών στοιχείων, δημιουργώντας, παράλληλα, πρόκριμα για την ουσιαστική απεμπλοκή του από την ποινική διαφορά.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top