Legal Insight
Αύγουστος 2019
Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LLM., PgCert
Αναδημοσίευση από TaxHeaven.gr
Περίληψη: Η νέα υπηρεσία της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, οι αρμοδιότητές της και τα προβλήματα στην διεξαγωγή των ελέγχων.
Από τα τέλη του 2018 έχει ξεκινήσει ουσιαστικά η λειτουργία της νεοσυσταθείσας Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.). Η υπηρεσία αυτή αποτελεί τον «επιχειρησιακό βραχίονα» του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, εποπτεύεται από αυτόν και έχει ως στόχο την διενέργεια ελέγχων για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος απαξίας φορολογικών εγκλημάτων. Η υπηρεσία στεγάζεται στο ίδιο κτίριο που στεγάζεται και το Σ.Δ.Ο.Ε., επί της οδού Πειραιώς, με τα γραφεία της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος να βρίσκονται στον ίδιο ακριβώς όροφο. Πλέον, και μετά το Προεδρικό Διάταγμα 84/2019, η ΔΕΟΕ δεν υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών αλλά στην νεοσυσταθείσα Γενική Γραμματεία Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας. Αρχικός στόχος ήταν η στελέχωση της υπηρεσίας με 135 ελεγκτές-ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους. Μέχρι σήμερα ωστόσο δεν έχει επιτευχθεί αυτός ο αριθμός. Τον Οκτώβριο του 2018 εκδόθηκαν οι πρώτες εντολές ελέγχου σε εκτέλεση εισαγγελικών παραγγελιών. Βάσει της Ετήσιας Έκθεσης Πεπραγμένων του 2018 μέχρι τις 31/12/2018 είχαν εκδοθεί μόλις 52 εντολές ελέγχου.
Η πιο σημαντική πρακτική διαφορά της ΔΕΟΕ σε σχέση με άλλες ελεγκτικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) είναι η άμεση εισαγγελική εποπτεία. Όλες οι ενέργειες των ελεγκτών και τα αντίστοιχα αιτήματα των ελεγχομένων τυγχάνουν επεξεργασίας από τους εποπτεύοντες εισαγγελείς, οι οποίοι και δίνουν τον «ρυθμό» σε κάθε ενέργεια και ελεγκτική μέθοδο της ΔΕΟΕ. Μόνο εξάλλου ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον επικουρούν έχουν αρμοδιότητα να παραγγέλλουν στη ΔΕΟΕ την διενέργεια ελέγχων. Αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος εξάλλου της σύστασης της ΔΕΟΕ: τα συνεχή παράπονα εκ μέρους των ελεγκτικών υπηρεσιών της ΑΑΔΕ περί πληθώρας αιτημάτων εκ μέρους Εισαγγελικών Αρχών τα οποία επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό το κύριο ελεγκτικό τους έργο. Όπως είχε αναφέρει, εξάλλου, σε σχετικό κοινοβουλευτικό έλεγχο η Υφυπουργός Οικονομικών: «Η σύσταση της νέας αυτής Υπηρεσίας ήλθε να επιτύχει ένα διττό στόχο: αφενός την αποσυμφόρηση της ΑΑΔΕ από ένα μεγάλο όγκο εισαγγελικών υποθέσεων που, παρά το γεγονός ότι αφορούν σημαντικά οικονομικά αδικήματα, δεν παρουσιάζουν πάντοτε μεγάλη εισπραξιμότητα…». Το μεγαλύτερο όγκο υποθέσεων της ΔΕΟΕ τον καταλαμβάνουν οι έλεγχοι προσαύξησης περιουσίας μέσω «ανοίγματος» τραπεζικών λογαριασμών. Τα πορίσματα του ελέγχου, αφού ζητηθεί και η άποψη του ελεγχόμενου, αποστέλλονται στην ΑΑΔΕ (μέσω σύνταξης πορισματικής έκθεσης), η οποία αφού κι εκείνη ακούσει τις απόψεις του ελεγχόμενου, αποφασίζει κατά απόλυτη προτεραιότητα αν θα προχωρήσει σε έκδοση της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου με την οποία συνεπιβάλλονται τυχόν τόκοι και πρόστιμα.
Η ιδιαιτερότητα της υπηρεσίας αυτής, όμως, να επιτελεί ταυτόχρονα ανακριτικά καθήκοντα στο πλαίσιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και διοικητικούς ελέγχους στο πλαίσιο του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας έχει δημιουργήσει το εξής ζήτημα: εφόσον ο ελεγχόμενος χαρακτηρίζεται ως ύποπτος τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής και οι ελεγκτικές αρχές έχουν όλες τις εξουσίες που έχουν και οι προανακριτικοί υπάλληλοι (αστυνομικοί κτλ.), θα πρέπει να αναγνωρίζονται στον ελεγχόμενο-ύποπτο και όλα τα δικαιώματα που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Πράγματι στο πλαίσιο του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο ύποπτος για την τέλεση κάποιας εγκληματικής πράξης δικαιούται να λάβει γνώση όλης της σχηματισθείσας δικογραφίας και όλων των στοιχείων που έχει στα χέρια της η κατηγορούσα αρχή, πριν ακόμα παράσχει τις δικές του εξηγήσεις (άρθρα 244 παρ. 1 και 100). Στον Νέο Κώδικα μάλιστα δεν προβλέπεται κάποια εξαίρεση στο δικαίωμα αυτό, όπως π.χ. άρνηση χορήγησης για την «προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος» (όπως στο άρθρο 101 του προϊσχύσαντος Κώδικα). Η ίδια η ΔΕΟΕ, εξάλλου, αναφέρει στην Έκθεση Πεπραγμένων του 2018: «Σημειωτέον, ότι τα πρόσωπα, στα οποία αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, κατά τη διάρκεια των ερευνών, έχουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». Η ΔΕΟΕ, όμως, και η εποπτεύουσα εισαγγελική αρχή, αρνούνται να εφαρμόσουν στην πράξη αυτό που περιγράφεται στο νόμο. Η άρνηση χορήγησης όλων των εγγράφων που βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου (συμπεριλαμβανομένης τυχόν καταγγελίας, εισαγγελικής παραγγελίας κοκ) αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του υπόπτου. Μονόδρομο σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί η προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με όποιες καθυστερήσεις συνεπάγεται η εν λόγω εμπλοκή της ποινικής δικαιοσύνης στο πρώιμο αυτό στάδιο του ελέγχου (η οποία προσφυγή πλέον ρητώς προβλέπεται και στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης – βλ. άρθρο 244 παρ. 5 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).