Legal Insight
Φεβρουάριος 2022
Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ mult., MSc.
Περίληψη: Με τον ν. 4738/2020 η εξυγίανση επανήλθε ως ο βασικός θεσμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, ιδίως λόγω της μεγάλης ευελιξίας ως προς τη δυνατότητα ρύθμισης και διαγραφής οφειλών που παρέχει, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνεί η πλειοψηφία των πιστωτών που απαιτεί ο νόμος. Στις δυνατότητες ρύθμισης, ωστόσο, τίθενται κάποια όρια βάσει των αρχών της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών όσο και της εξεταζόμενης εδώ αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών.
1. Εισαγωγή
Ο ν. 4738/2020 (νέος πτωχευτικό κώδικας), όπως άλλωστε και ο προηγούμενος πτωχευτικός κώδικας, θέτει ως προϋπόθεση για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, αφενός, να τηρείται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των μη συναινούντων πιστωτών και, αφετέρου, να τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών αυτών. Για την πρώτη από τις αρχές αυτές έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μας (βλ. εδώ) και θα μπορούσε συνοπτικά να αποτυπωθεί στην ακόλουθη φράση: κανένας πιστωτής (από εκείνους που διαφωνούν στη συμφωνία εξυγίανσης) δεν μπορεί να βρεθεί με τη συμφωνία σε χειρότερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης της επιχείρησης και ρευστοποίησης της περιουσίας της.
Η δεύτερη από τις αρχές αυτές, που αποτελεί και αντικείμενο του παρόντος άρθρου, απαιτεί την ίση μεταχείριση των (μη συναινούντων πάλι) πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια θέση. Λ.χ. μπορεί μία επιχείρηση να συμφωνήσει την έντοκη αποπληρωμή των τραπεζών και την άτοκη αποπληρωμή του Δημοσίου; Μπορεί να συμφωνήσει ότι οι προμηθευτές της θα ικανοποιηθούν πλήρως, ενώ θα διαγραφεί μέρος των οφειλών της προς τον ΕΦΚΑ; Ή ότι θα παραχωρήσει προσημείωση υποθήκης υπέρ ενός μόνο πιστωτικού ιδρύματος και κανενός άλλου πιστωτή της; Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο.
2. Ποιοι πιστωτές βρίσκονται στην «ίδια θέση»
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4738/2020: «Το δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης όταν, επιπλέον των προϋποθέσεων των παρ. 1 ή 2, κατά περίπτωση, πληρούνται σωρευτικά και τα ακόλουθα: […] δ) Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση».
Η έννοια της «ισότιμης μεταχείρισης» είναι εύκολη στην κατανόησή της. Πράγματι, εάν λ.χ. είχαμε δύο πιστωτές που βρίσκονταν στην ίδια ακριβώς θέση (π.χ. δύο ανεξασφάλιστους προμηθευτές το ίδιο σημαντικούς για τη λειτουργία της επιχείρησης που είχαν αμφότεροι ίδιου ύψους απαίτηση έναντι της αυτής), είναι προφανές ότι η ισότιμη μεταχείριση θα επέτασσε να συμφωνηθούν και ως προς τους δύο οι ίδιοι ακριβώς όροι αποπληρωμής της οφειλής.
Το ερμηνευτικά δύσκολο και εκείνο που, εν τέλει, διαφοροποιεί την κατάσταση είναι να κριθεί πότε δύο πιστωτές βρίσκονται στην ίδια θέση – οπότε πρέπει να έχουν την ίδια αντιμετώπιση – και πότε βρίσκονται σε διαφορετική θέση – οπότε η αντιμετώπισή τους μπορεί να παραλλάσσει.
Ο ίδιος ο νόμος, πάντως, αναφέρει ρητώς κάποιες περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η απόκλιση από την ισότιμη μεταχείριση, ορίζοντας ότι: «Αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πιστωτών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της επιχείρησης, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις».
Τα δικαστήρια έχουν επανειλημμένως κρίνει επί της συμμόρφωσης όρων συμφωνιών εξυγίανσης με την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, οριοθετώντας με τον τρόπο αυτό και το ποιοι όροι μπορούν να συμφωνούν σε μία εξυγίανση και ποιοι όχι.
3. Η ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών μέσα από τη νομολογία των δικαστηρίων
Η γνώση για την ορθή εφαρμογή της εξεταζόμενης αρχής – όπως άλλωστε και της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών – είναι πολύ σημαντική για τη διαμόρφωση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης. Ακολουθεί μία περιπτωσιολογία σχετικά με επιτρεπόμενες αποκλίσεις της συμφωνίας από την αρχή αυτή, δηλαδή περιπτώσεις όπου κρίθηκε ότι δικαιολογείται η διακριτική μεταχείριση κάποιου πιστωτή:
α) Εξασφαλισμένοι και μη εξασφαλισμένοι πιστωτές
Γίνεται γενικά δεκτό ότι οι πιστωτές που έχουν ειδικό προνόμιο στην εκτέλεση (δηλ. η απαίτησή τους είναι εξασφαλισμένη με υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο) βρίσκονται σε διαφορετική θέση από εκείνους που έχουν γενικό προνόμιο (π.χ. το Δημόσιο ή τον ΕΦΚΑ), καθώς και από τους ανεξασφάλιστους πιστωτές (τους λεγόμενους «ανέγγυους»). Έτσι, λ.χ. η απόφαση 5177/2017 του Εφετείου Αθηνών έκρινε ότι ο όρος που προέβλεπε έντοκη αποπληρωμή οφειλών προς τις τράπεζες και άτοκη αποπληρωμή των οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ δεν παραβιάζει την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών διότι οι τράπεζες «είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημειώσεις υποθήκης στο ξενοδοχειακό συγκρότημα της αιτούσας».
Αντίστοιχα, στην απόφαση υπ’ αριθμ. 132/2020 του Πρωτοδικείου Ναυπλίου κρίθηκε ότι δικαιολογείται η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εργαζομένων έναντι των απαιτήσεων των αγροτών, διότι τα μεν πιστωτικά ιδρύματα έχουν ειδικό προνόμιο (προσημειώσεις υποθήκης), οι δε εργαζόμενοι έχουν γενικό προνόμιο υψηλότερης τάξης σε σχέση με τους αγρότες.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η απόφαση υπ’ αριθμ. 11/2020 του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου που έκρινε έγκυρο όρο συμφωνίας εξυγίανσης που προέβλεπε αποπληρωμή των απαιτήσεων των τραπεζών σε 10 χρόνια, ενώ των απαιτήσεων του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ σε 15 χρόνια, «καθόσον δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης μεταξύ του ΕΦΚΑ το οποίο ανήκει στην κατηγορία των γενικώς προνομιούχων πιστωτών και των συμβαλλομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες τυγχάνουν ενέγγυοι πιστωτές».
Στην ίδια κρίση κατέληξε και η απόφαση υπ’ αριθμ. 233/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την οποία: «Ο ισχυρισμός του […] ΕΦΚΑ ότι η προς επικύρωση συμφωνία εξυγίανσης παραβιάζει την [αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών], διότι το ίδιο (ΕΦΚΑ) θα εξοφληθεί εν μέρει ατόκως και με περικοπή των πρόσθετων τελών, ενώ οι τράπεζες θα ικανοποιηθούν εντόκως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης αφορά στους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση, κάτι που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι οι τράπεζες είναι ειδικώς προνομιούχοι πιστωτές της αιτούσας, αφού διατηρούν εμπράγματες εξασφαλίσεις σε περιουσιακά στοιχεία τόσο της τελευταίας, όσο και των μετόχων της, ενώ το Δημόσιο και ο ΕΦΚΑ είναι γενικώς προνομιούχοι πιστωτές της αιτούσας».
β) Σοβαρός κοινωνικός λόγος (ιδίως αναφορικά με εργατικές απαιτήσεις)
Σύμφωνα και με ρητή πρόβλεψη του νόμου, αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών επιτρέπονται εφόσον συντρέχει σπουδαίος κοινωνικός λόγος, ενδεικτικά δε ο ίδιος ο νόμος αναφέρει το παράδειγμα των εργατικών απαιτήσεων. Έτσι η απόφαση υπ’ αριθμ. 132/2020 του Πρωτοδικείου Ναυπλίου, έκρινε ότι συμφωνία που προέβλεπε εφάπαξ αποπληρωμή των απαιτήσεων των εργαζομένων και αποπληρωμή των απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου σε 12 μηνιαίες δόσεις δικαιολογείται διότι «συντρέχει σοβαρός κοινωνικός λόγος προκειμένου να εξοφληθούν εφάπαξ οι απαιτήσεις των εργαζομένων της αιτούσας, καθώς διακυβεύεται άμεσα η οικονομική βιωσιμότητα των ιδίων και των οικογενειών τους, ενώ η τμηματική καταβολή των απαιτήσεων προς το κυρίως παρεμβαίνον δεν θα προκαλέσει σε αυτό αντίστοιχη ζημία, ούτε θα απειλήσει τη βιωσιμότητά του».
γ) Επιχειρηματικοί λόγοι
Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, επιχειρηματικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν αποκλίσεις στην αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών. Ενδεικτική είναι η απόφαση υπ’ αριθμ. 20/2017 του Πρωτοδικείου Κορίνθου, η οποία έκρινε ότι: «[…] ουδόλως παραβιάζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης: ο όρος της συμφωνίας βάσει του οποίου οι απαιτήσεις των μη συναινούντων προμηθευτών με υπόλοιπα κάτω των 100.000 ευρώ θα αποπληρωθούν ολοσχερώς είναι επιβεβλημένος και για επιχειρηματικούς και για κοινωνικούς λόγους, καθώς οι εν λόγω μη συμβαλλόμενοι πιστωτές για τους οποίους δεν προβλέπεται μείωση είναι προμηθευτές της αιτούσας, η διατήρηση της συνεργασίας με τους οποίους είναι αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης της αιτούσας».
δ) Η εξακολούθηση της συνεργασίας με «κρίσιμους προμηθευτές»
Πολύ συχνά οι επιχειρήσεις διατηρούν συνεργασίες με περισσότερους προμηθευτές, εκ των οποίων άλλοι είναι πιο σημαντικοί για την εξακολούθηση της λειτουργίας της επιχείρησης και άλλοι λιγότερο. Έχει κριθεί στη νομολογία ότι η κρισιμότητα της διατήρησης της συνεργασίας με κάποιον βασικό προμηθευτή δικαιολογεί τη διακριτική – προνομιακή μεταχείρισή του έναντι άλλων. Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθμ. 185/2016 του Πρωτοδικείου Αθηνών δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών από τη διάκριση των προμηθευτών πιστωτών με κρίσιμους και μη κρίσιμους «λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δεύτεροι είναι προμηθευτές που δεν προμηθεύουν απολύτως κρίσιμα για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας προϊόντα ή θα μπορούσε η αιτούσα εύκολα να εξεύρει άλλο προμηθευτή για την προμήθεια των ίδιων προϊόντων ή που δεν προσδοκάται η συνέχιση της συνεργασίας μαζί τους. Δικαιολογείται, δηλαδή, ως προς αυτούς διαφορετική μεταχείριση για επιχειρηματικούς λόγους».
ε) Η παροχή νέων χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες
Άλλος λόγος που έχει κριθεί ότι δικαιολογεί την ευνοϊκότερη μεταχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σχέση με άλλους πιστωτές είναι η τυχόν εξακολούθηση της χρηματοδότης της υπό εξυγίανση επιχείρησης, οπότε η απόκλιση από την ισότιμη μεταχείριση δικαιολογείται για σπουδαίο επιχειρηματικό λόγο.
στ) Η ανάγκη συμμετοχής του πιστωτή για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
Έχει επίσης κριθεί ως λόγος που δικαιολογεί τη διακριτική μεταχείριση υπέρ ενός πιστωτή το γεγονός ότι η συναίνεσή του είναι αναγκαία, προκειμένου να συγκεντρωθεί η αναγκαία πλειοψηφία και να επικυρωθεί η συμφωνία εξυγίανσης. Συναφώς έκρινε η απόφαση υπ’ αριθμ. 289/2015 του Πρωτοδικείου Αθηνών ότι: «Ειδικότερα, η ευνοϊκότερη μεταχείριση των πιστωτριών τραπεζών […] δικαιολογείται για σοβαρούς επιχειρηματικούς λόγους. Ειδικότερα, πρόκειται για τους κυριότερους πιστωτές της αιτούσας χωρίς τη συναίνεση των οποίων δεν επρόκειτο να επιτευχθεί η τελική συμφωνία».
Αντίστοιχη κρίση διαλαμβάνει και η υπ’ αριθμ. 2/2018 απόφαση του Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία σχετικά με τον όρο που προέβλεπε προνομιακή μεταχείριση υπέρ του ΕΦΚΑ έκρινε ότι: «Η πρόνοια αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των άλλων γενικώς προνομιούχων πιστωτών αλλά και των ενέγγυων πιστωτών, καθώς ο ΕΦΚΑ, όπως προεκτέθηκε, είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της αιτούσας […] και επομένως χωρίς τη συμμετοχή του δεν θα ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί το ποσοστό του 60% των απαιτήσεων και […] η συμφωνία δεν θα μπορούσε να συναφθεί».
ζ) Η ανάγκη εξασφάλισης της βιωσιμότητας της επιχείρησης
Τέλος, ορισμένες αποφάσεις αρκούνται, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη δυσμενέστερη μεταχείριση, ιδίως του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ, στο γεγονός ότι η εν λόγω δυσμενής μεταχείριση είναι αναγκαία για τη διάσωση της επιχείρησης. Ενδεικτική είναι η απόφαση 37/2018 του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά την οποία: «Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, που προβλέπεται η αποπληρωμή ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, με κεφαλαιοποίηση των προσαυξήσεων, άτοκα, προς τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με αυτόν τον τρόπο δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, εξαιτίας του ανωτέρω αναφερόμενου σπουδαίου επιχειρηματικού λόγου, ήτοι της διάσωσης της επιχείρησης της αιτούσας εταιρείας».
4. Αντί επιλόγου
Η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης, σε συνδυασμό με την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, είναι οι δύο βασικές αρχές που θέτουν τα όρια στην ελεύθερη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας εξυγίανσης. Βάσει των ως άνω, το συμπέρασμα είναι ότι μπορούν να συμφωνηθούν ευνοϊκότεροι όροι υπέρ των τραπεζών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια, υπέρ του βασικού προμηθευτή της επιχείρησης που είναι αναγκαίος για τη συνέχιση της λειτουργίας της, υπέρ των εργαζομένων ή υπέρ του βασικού πιστωτή της, η συναίνεση του οποίου είναι αναγκαία για την επικύρωση της συμφωνίας. Η σωστή εφαρμογή των δύο ως άνω αρχών είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την τελική επικύρωση της συμφωνίας από το δικαστήριο.