Legal Insight
Μάρτιος 2022
Ψαράκης Ιωάννης (ΜΔΕ ΙΙΙ, υπ. ΔΝ)
(Αναδημοσίευση από Euro2day)
Περίληψη: Σκοπός του άρθρου (δείτε εδώ το πρώτο μέρος) είναι να εξηγήσει με απλά λόγια και σε μορφή ερωταπαντήσεων τους λόγους για τους οποίους η καταχώριση εμπορικού σήματος αποτελεί μια άκρως συμφέρουσα επιλογή για τον επιχειρηματία και μάλιστα, στην περίπτωση της Ελλάδας, με πολύ χαμηλό κόστος. Εκθέτουμε ενδιαφέροντα παραδείγματα -πάντοτε βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση- και εφιστούμε την προσοχή των ενδιαφερομένων σε πιθανές περιοχές κινδύνου.
Υπάρχουν πολλές επιλογές. Το συνηθέστερο - και οικονομικότερο - είναι να ξεκινάμε με μια εξώδικη δήλωση. Κατόπιν, εάν δεν υπάρξει συμμόρφωση, θα ακολουθεί μια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα λήψης προσωρινής διαταγής ώστε ήδη από τις επόμενες 2-3 ημέρες (συχνά αυτό θα συμβαίνει και ακριβώς την επόμενη ημέρα - εξαρτάται από το Δικαστήριο) να παύσει η προσβολή και να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας. Εφόσον ο τρίτος έχει καταχωρίσει σήμα, θα χρειαστεί και η υποβολή αίτησης διαγραφής (αίτηση ακυρότητας σήματος) ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (ΔΕΣ). Έχουμε πει ξανά ότι η καταχώριση σήματος δεν διασφαλίζει σε απόλυτο βαθμό από μόνη της, αν δεν έχει προηγηθεί ο σωστός νομικός έλεγχος. Ίσα ίσα μπορεί να προκαλεί και μια ψευδαίσθηση ασφάλειας η οποία θα ενθαρρύνει επενδύσεις σε σήμα οι οποίες, τελικά, θα ευνοήσουν τρίτο.
Τέλος, ακόμα μια επιλογή αποτελεί και η κίνηση ποινικής διαδικασίας. Η κατάστρωση στρατηγικής κάθε φορά θα είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες κάθε υπόθεσης και προσανατολισμένη στις επιδιώξεις του εντολέα σηματούχου. Αυτή είναι η σωστή αντιμετώπιση. Κάθε λύση είναι μοναδική, όπως και η υπόθεση.
Η καταχώριση εμπορικού σήματος είναι μια από τις ενέργειες στην οποία πρέπει να προβεί ο επιχειρηματίας ήδη πριν τη δραστηριοποίησή του. Κατοχυρώνοντας ένα σήμα, κατόπιν πάντα ενός σωστού νομικού ελέγχου, δημιουργεί τα σταθερά θεμέλια πάνω στα οποία θα μπορεί να οικοδομήσει τους κόπους και τις προσπάθειές του.
Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η καταχώριση εμπορικού σήματος δεν αποτελεί τον μόνο τρόπο παροχής αποκλειστικού δικαιώματος επί συγκεκριμένης ένδειξης. Αυτό μπορεί να συσταθεί και με τη χρήση ή τη διάδοση στις συναλλαγές - τότε μιλάμε για δικαίωμα του ουσιαστικού συστήματος. Αντίθετα, εάν επιλέξει την καταχώριση, μιλάμε για δικαίωμα του τυπικού συστήματος. Η αιτία της ορολογικής διαφοράς είναι ευεξήγητη: ενόσω κατά το ουσιαστικό σύστημα εξετάζουμε την ουσία τη υπόθεσης, δηλ. τα πραγματικά περιστατικά (έγινε πραγματική χρήση; διαδόθηκε στις συναλλαγές;), στην καταχώριση του τυπικού συστήματος αρκούμαστε μόνο στην τυπική πράξη της καταχώρισης.
Ήδη από αυτή την παρατήρηση προκύπτει ο λόγος για τον οποίο η καταχώριση σήματος ιδρύει σταθερά θεμέλια, ενώ το αποκλειστικό δικαίωμα με το ουσιαστικό σύστημα θα παραμένει πάντοτε και από όλους αμφισβητήσιμο - θα χρειάζεται να αποδεικνύεται εν νέου σε κάθε διένεξη ξεχωριστά. Επίσης, εκείνος ο οποίος έχει καταχωρίσει σήμα, ενισχύεται από δικονομικές "διευκολύνσεις" εξαιρετικά κρίσιμες στην περίπτωση αντιδικίας, οι οποίες του παρέχουν "περαιτέρω όπλα" για την υπεράσπιση της θέσης του (για παράδειγμα επίδειξη "πειρατικών" προϊόντων που φέρουν το σήμα ή επίδειξη λογιστικών αρχείων που αποδεικνύουν τα κέρδη του αντιδίκου από την οικειοποίηση σήματος και την αντίστοιχη επιδίκαση αποζημίωσης).
Η σκοπιμότητα της καταχώρισης εμπορικού σήματος γίνεται όμως εμφανής και από το εξής: ενώ μια μη καταχωρισθείσα ένδειξη προστατεύεται (εάν προστατεύεται - βλ. προϋποθέσεις που εκθέσαμε παραπάνω) βάσει των διατάξεων του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό (νόμος 146/1914), η καταχώριση εμπορικού σήματος μάς παρέχει και την περαιτέρω προστασία του νόμου 4679/2020 για το εθνικό εμπορικό σήμα.
Βέβαια, εξακολουθούμε να έχουμε την προστασία του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά σχεδόν πάντα θα επιλέγεται η ευρύτερη προστασία του νόμου για τα εμπορικά σήματα. Έτσι με την καταχώριση διανοίγεται ένας νομικός χώρος με πληθώρα διευκολύνσεων και δυνατοτήτων αλλά και ειδικότερων ποινικών αδικημάτων τα οποία εάν κανείς εκμεταλλευθεί στρατηγικά και με τον σωστό τρόπο (εδώ έρχεται και η μεγάλη σημασία της εμπειρίας σε δικαστηριακό επίπεδο η οποία πρέπει να συνδυάζεται με στέρεη γνώση του δικαίου των σημάτων) μπορεί να καταστήσει το σήμα του πραγματικά απρόσβλητο.
Επομένως θα ήταν παραπλανητικό να πούμε ότι αποκλειστικό δικαίωμα ιδρύεται μόνο εφόσον επιλέξετε την καταχώριση σήματος. Προτείνουμε ωστόσο έντονα την απόκτηση δικαιώματος βάσει του τυπικού συστήματος (καταχώριση σήματος). Τους λόγους μπορείτε να τους διαβάσετε και εδώ.
Αρχικά, κατά τη δημιουργία μιας ένδειξης προς καταχώριση στο Μητρώο Σημάτων φροντίζουμε να προσέξουμε τους λεγόμενους απόλυτους λόγους απαραδέκτου. Αυτοί εξετάζονται από αρμόδιο υπάλληλο της Διεύθυνσης Σημάτων και εφόσον δεν συντρέχει κάποιος από αυτούς, το σήμα μας δημοσιεύεται. Αρκετοί από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου είναι αρκετά τεχνικοί και απαιτούν εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Περιοριζόμενοι στους πιο εύληπτους από αυτούς θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε εκείνους του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β' και γ' του ν. 4679/2020 σύμφωνα με τους οποίους «Δεν καταχωρίζονται ως σήματα, ή εάν έχουν καταχωριστεί είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα, σημεία τα οποία[...] στερούνται διακριτικού χαρακτήρα,γ) συνίστανται αποκλειστικά σε σημεία ή ενδείξεις που μπορεί να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας, δ) συνίστανται αποκλειστικά σε σημεία ή ενδείξεις, τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου».
Εφόσον ο Εξεταστής εγκρίνει το σήμα (κρίνει δηλ. ότι πληρούνται οι απαραίτητες τυπικές προϋποθέσεις και δεν συντρέχει κάποιος απόλυτος λόγος απαραδέκτου), η δήλωση κατάθεσης σήματος δημοσιεύεται. Από τη δημοσίευση και για τρεις μήνες, το σήμα μας θα μπορεί να προσβληθεί από τρίτους για κάθε λόγο (π.χ. τόσο για απόλυτους λόγους απαραδέκτου που απέτυχε να εντοπίσει ο Εξεταστής, είτε για σχετικούς λόγους απαραδέκτου π.χ. επειδή ομοιάζει σε βαθμό κινδύνου σύγχυσης με δικαίωμά τους).
Άρα, ενόψει των σχετικών λόγων απαραδέκτου, πρέπει να προσέξουμε και το ενδεχόμενο να ομοιάζει σε βαθμό κινδύνου σύγχυσης με άλλη ένδειξη (ή ακόμα και αν παραβιάζει το δικαίωμα σήματος φήμης - βλ. εδώ). Ο εξειδικευμένος δικηγόρος εμπορικών σημάτων θα εστιάσει την προσοχή του στις κατάλληλες λεπτομέρειες και σημεία τα οποία ιδρύουν έναν τέτοιο κίνδυνο και θα τα επισημάνει, ενώ θα προτείνει και διαφοροποιήσεις στις οποίες η νομολογία των Δικαστηρίων αρκείται προκειμένου να μη διαπιστώσει κίνδυνο σύγχυσης. Όλα αυτά βέβαια θα βασίζονται σε ήδη εκδοθείσες αποφάσεις των Δικαστηρίων επί παρόμοιων υποθέσεων, εθνικών και δικαστηρίων της ΕΕ, αλλά και στις αποφάσεις του EUIPO. Κρίσιμες θα είναι και οι κατευθυντήριες Οδηγίες που εκδίδει ο EUIPO.
Αν παρέλθει αυτό το διάστημα ή εάν απορριφθούν οι όποιες αιτιάσεις των τρίτων, το σήμα καταχωρίζεται. Πλέον έχουμε εμπορικό σήμα (αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σήμα είναι και απρόσβλητο - βλ. ερώτημα " Έχω εμπορικό σήμα. Το καταχώρισα στο Μητρώο Σημάτων. Είμαι ασφαλής;").
Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος στον οποίο μπορεί κάποιος να σας διαβεβαιώσει ότι μετά την υποβολή της αίτησης κατάθεσης σήματος θα έχετε δικαίωμα στο σήμα σας - ότι δηλαδή θα γίνει η καταχώριση. Αυτό διότι είναι άγνωστο το πότε θα εξετάσει το σήμα σας ο Εξεταστής (το εξετάζει για ορισμένους λόγους απαραδέκτου - τους λεγόμενους απόλυτους λόγους απαραδέκτου). Κατόπιν, εφόσον κρίνει ότι δεν συντρέχουν τέτοιοι, δημοσιεύει το σήμα και πλέον τρίτοι έχουν στη διάθεσή τους τρεις μήνες να το προσβάλλουν (για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως εάν θεωρούν ότι προσβάλλει δικό τους δικαίωμα π.χ. σε σήμα λόγω κινδύνου σύγχυσης). Εάν παρέλθει το τρίμηνο χωρίς την άσκηση "ανακοπής", τότε λέμε ότι το σήμα καταχωρίζεται. Ωστόσο, εάν ασκηθεί ανακοπή, η καταχώριση προϋποθέτει ότι η ανακοπή θα απορριφθεί. Αν η ανακοπή γίνει δεκτή, ο επίδοξος σηματούχος μπορεί να απευθυνθεί στα Διοικητικά Δικαστήρια και να δικαιωθεί. Σε εκείνη την περίπτωση, η καταχώριση θα γίνει με την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης. Για όλους αυτούς τους λόγους θα ήταν λάθος να αναφερθούμε σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο ενδιαφερόμενος θα έχει δικαίωμα στο σήμα.
Ωστόσο, κρίσιμη τελικά είναι η ημερομηνία υποβολής της δήλωσης (την οποία φυσικά γνωρίζουμε) για τον εξής λόγο: σύμφωνα με το ά. 21 παρ. 3 του ν. 4679/2020 "το σήμα που έγινε δεκτό θεωρείται ότι καταχωρίστηκε από την ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης". Επομένως αφού η καταχώριση ανατρέχει στο χρόνο της δήλωσης, το πότε θα γίνει τελικά η καταχώριση δεν έχει τόση σημασία, όση έχει η ημερομηνία υποβολής της δήλωσης.