Δημοσιεύτηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 437/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ακυρώθηκε έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει της οποίας επισπευδόταν πλειστηριασμός σε βάρος ακινήτου των οφειλετών από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (Servicer).
Στην ένδικη υπόθεση είχε εμφιλοχωρήσει σημαντική πλημμέλεια στην εκτελεστική διαδικασία εκ μέρους της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων σχετιζόμενη με την επίδοση στον οφειλέτη της επίμαχης κατασχετήριας έκθεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει υποχρεωτικά να επιδοθεί στον καθ’ ου η εκτέλεση, μέσα στις αναφερόμενες προθεσμίες με τις ειδικότερες διακρίσεις.
Η εταιρία διαχείρισης εν γνώσει της επέδωσε την έκθεση κατάσχεσης σε ακίνητο στο οποίο ουδέποτε διέμενε ο εντολέας μας (καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης), και πιο συγκεκριμένα στο ακίνητο όπου διέμενε η πρώην σύζυγός του μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους. Ως αποτέλεσμα, ο εντολέας μας δεν ενημερώθηκε έγκαιρα για την επιβολή της κατάσχεσης, παρά μόνο πολύ αργότερα και μόλις ένα μήνα πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού. Ωστόσο, κατά το χρονικό εκείνο σημείο είχε, ήδη, παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία εκπνέει στις 45 ημέρες από την επιβολή της κατάσχεσης (άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Για την προάσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα μας ασκήσαμε ανακοπή κατά της κατασχετήριας έκθεσης, λόγω της πλημμελούς επιδόσεως, με παράλληλο αίτημα να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ασκηθείσα ανακοπή (σωρευμένο αίτημα επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση – άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο αξιολογώντας ορθά την υπόθεση, έκανε δεκτή την αίτηση επαναφοράς πραγμάτων και θεώρησε ότι η ανακοπή ασκείται εμπροθέσμως, διότι αποδείχθηκε πως ο οφειλέτης έλαβε γνώση της κατάσχεσης μόλις ένα μήνα πριν τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό και άσκησε ευθύς αμέσως το ένδικο βοήθημα. Εν συνεχεία, δέχθηκε την ανακοπή ακυρώνοντας την κατάσχεση, κρίνοντας ότι από το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσαμε ενώπιον του Δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι η γενόμενη επίδοση έλαβε χώρα όλως αυθαιρέτως και μη εγκύρως εκ μέρους της εταιρίας διαχείρισης, εν γνώσει της ότι εκεί δεν ευρισκόταν η πραγματική διεύθυνση του οφειλέτη, με περαιτέρω συνέπεια η επίδοση αυτή σε κατοικία διαφορετική από την πραγματική να εξομοιώνεται με ανυπαρξία της προβλεπόμενης εκ του νόμου επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης του ακινήτου, επιφέροντας ακυρότητα της κατάσχεσης και μάλιστα ανεξαρτήτως της επίκλησης και συνδρομής του στοιχείου της δικονομικής βλάβης. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο ακύρωσε την ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός που επισπευδόταν βάσει αυτής.
Το επίμαχο χωρίο της απόφασης έχει ως εξής: "Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι η ως άνω επίδοση σε μη πραγματική κατοικία ισοδυναμεί με παράλειψη επίδοσης και η παράλειψη της διατύπωσης αυτής επιφέρει κατά τις ανωτέρω νομικές παραδοχές ακυρότητα ανεξαρτήτως της επίκλησης και της συνδρομής του στοιχείου της δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη ανακοπή να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, ως προς την πρώτη των καθών η ανακοπή και να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 3743/26.7.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή...".