1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η αξίωση αποζημίωσης λόγω άδικης εκτέλεσης όταν δεν έχει ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η αναγκαστική εκτέλεση


apozhmiwsh-gia-adikh-ektelesh

Legal Insight

Μάρτιος 2023

Αρετή Κολοκοτρώνη, ΜΔΕ

Περίληψη: Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδει δανειστής, βάσει εκτελεστού τίτλου, για την ικανοποίηση της φερόμενης απαιτήσεώς του κατά του οφειλέτη του, δύναται πολλές φορές να πάσχει τόσο για λόγους τυπικούς, αναγόμενους στην προβλεπόμενη διαδικασία της εκτελέσεως, όσο και για ουσιαστικούς λόγους, όπως ενδεικτικά επί ανυπαρξίας του δικαιώματος, απόσβεσης της απαίτησης ή καταχρηστικότητας της διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές ο καθ’ ου η εκτέλεση - οφειλέτης, πέραν της δικαστικής επιδίωξης ακυρώσεως της επίμαχης πράξης εκτέλεσης, δύναται να αξιώσει, υπό προϋποθέσεις, αποζημίωση για τη ζημία που έχει υποστεί από την πάσχουσα από ακυρότητα στρεφόμενη σε βάρος του εκτελεστική διαδικασία.

1. Αξίωση αποζημίωσης μετά από αμετάκλητη ακύρωση της εκτελέσεως:

Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, έχει το δικαίωμα, εφόσον μεσολαβήσει αμετάκλητη με δικαστική απόφαση ακύρωση της εναντίον του εκτέλεσης, να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε (επισπεύδοντα δανειστή) αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, εάν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ (άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Ειδικότερα, προϋποθέσεις για τη γέννηση της ως άνω αξίωσης είναι: 

α) η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του εκτελεστού τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, δηλαδή μπορεί να είναι δικαστική απόφαση, διαταγή πληρωμής ή συμβολαιογραφικό έγγραφο,

β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής του οφειλέτη,

γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ, δηλαδή πράξη ή παράλειψη του δανειστή που είναι παράνομη και υπαίτια (δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του δράστη, ακόμη και ελαφρά) ή πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη, 

δ) ζημία του καθ` ου η εκτέλεση - οφειλέτη, περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη), 

ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υφιστάμενης ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. 

Οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Συνεπώς, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μόνο η αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς τη σωρευτική συνδρομή και των λοιπών, ως άνω, προϋποθέσεων, δεν δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης του οφειλέτη. 

Η παρανομία της πράξης εντοπίζεται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενώ συντρέχουν λόγοι ακυρότητας της διαδικασίας της εκτέλεσης τόσο ουσιαστικοί, όπως η έλλειψη δικαιώματος, καταχρηστικότητα της εκτέλεσης κλπ. όσο και τυπικοί, συνεπεία των οποίων κρίθηκε αμετακλήτως παράνομη η αναγκαστική εκτέλεση. Επικρατούσα είναι η άποψη πως κάθε πράξη εκτέλεσης που έχει ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είναι άνευ ετέρου παράνομη, πλην όμως για τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης απαιτείται επιπρόσθετα συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή, με τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας (έστω και ελαφριάς) ως προς την επέλευση της ζημίας που προξένησε η παράνομη ακυρωθείσα πράξη εκτέλεσης. 

Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η με αριθμό 22/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία κατέληξε στην κρίση ότι δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία και κατ’ επέκταση δε γεννάται αξίωση αποζημίωσης, παρά το γεγονός ότι είχε εμφιλοχωρήσει αμετάκλητη ακύρωση της επίμαχης πράξης εκτέλεσης, επειδή δεν συντρέχει υπαιτιότητα της επισπεύδουσας, με το εξής σκεπτικό: «Ωστόσο, με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη επέσπευσε την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ενάγουσας έχοντας νόμιμο δικαίωμα προς τούτο, από τη μεταξύ των μερών σύμβαση αγοραπωλησίας, επιδιώκοντας την ικανοποίηση νόμιμου δικαιώματός της και όχι τη βλάβη της ενάγουσας. Το γεγονός ότι εν τέλει ακυρώθηκε αμετάκλητα για νομικό λόγο η επισπευδόμενη εκτέλεση, επειδή δεν είχε συνυπογράψει και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης τις προαναφερόμενες επιταγές προς εκτέλεση, δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα της εναγομένης και μάλιστα η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη ζημία της ενάγουσας, δεδομένου ότι ο εν λόγω πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης χειριζόταν τις υποθέσεις της επί πολλά χρόνια και αυτόν γνώριζαν όλοι οι συναλασσόμενοι με αυτήν ως δικηγόρο της, με αυτόν συνομιλούσαν και ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι είναι πληρεξούσιος δικηγόρος της στον οποίο και είχε αναθέσει τη νομική της εκπροσώπηση».

2. Μη συνδρομή της προϋπόθεσης της αμετάκλητης ακύρωσης της εκτέλεσης:

Από την ως άνω διατύπωση του άρθρου συνάγεται με σαφήνεια ότι για την εφαρμογή του προϋποτίθεται κατ’ αρχήν η αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τι συμβαίνει όμως όταν δεν πληρούται η παραπάνω προϋπόθεση; Αν, δηλαδή, ο οφειλέτης εναντίον του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, δεν άσκησε καθόλου ανακοπή κατ’ αυτής ή αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή παρά το γεγονός ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντούτοις απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς ή ουσιαστικούς; 

Το εν λόγω ζήτημα κατά την πάροδο των ετών δίχασε τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία με αντικρουόμενες απόψεις για το αν δύναται ο οφειλέτης να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομη και υπαίτια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν δεν έχει μεσολαβήσει αμετάκλητη ακύρωση της εκτέλεσης. 

Για την πληρέστερη παρουσίαση του ζητήματος πρέπει να γίνουν οι κάτωθι διακρίσεις: 

- Επί μη ασκήσεως ανακοπής:

Όταν δεν έχει ασκηθεί καθόλου ανακοπή, με επακόλουθο η πράξη εκτέλεσης που επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσβλητη, γίνεται δεκτό ότι κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, ερμηνευομένης, και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτέλεσης βάσει των γενικών περί αδικοπραξιών διατάξεων. Στη δική αυτή θα εξετασθεί παρεμπιπτόντως το ζήτημα περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημιώσεως του καθ’ ου η εκτέλεση, χωρίς ωστόσο να παρέχεται η δυνατότητα ακύρωσης της συγκεκριμένης πράξης, δεδομένου ότι θα έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί αυτή απρόσβλητη. 

Το ως άνω σκεπτικό έχει ακολουθήσει πληθώρα δικαστικών αποφάσεων των Δικαστηρίων της χώρας, κρίνοντας ότι μπορεί ο οφειλέτης να αξιώσει στην περίπτωση αυτή αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, με αυτοτελή αγωγή αδικοπραξίας των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, υπό την προϋπόθεση, δηλαδή, ότι υφίσταται παράνομη και υπαίτια πράξη εκτέλεσης. Στην ως άνω θέση κατέληξε αρχικώς η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 9/2010 απόφαση, και εν συνεχεία ακολούθησε η έκδοση σειράς ομοίου περιεχομένου αποφάσεων. 

Ενδεικτικά, στην υπ’ αριθμ. 1379/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι: "Συνακόλουθα ο βλαπτόμενος από την καταχρηστική εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να αξιώσει με αγωγή, ακόμη και αν δεν επιδίωξε για το λόγο αυτό την ακύρωση της εκτέλεσης, δηλαδή ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του άρθρ. 940 § 3 ΚΠολΔ, την αναγνώριση ως καταχρηστικής και άκυρης της συμπεριφοράς του δανειστή του, που κατατείνει με πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης στην ικανοποίηση απαίτησής του ουσιαστικά αποδυναμωμένης μετά τη νέα ρύθμισή της και επομένως να ζητήσει την αναγνώριση ή αναλόγως και την καταψήφιση υπέρ αυτού αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας".

Ομοίως, στην υπ’ αριθμ. 1291/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Ειδικότερα, εκείνος, κατά του οποίου έγινε η αναγκαστική εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον επισπεύσαντα, ανεξάρτητα από την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, αποζημίωση για τις ζημίες, που υπέστη απ’ αυτήν καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914, 919 και 932 του ΑΚ».

- Επί απόρριψης ανακοπής για τυπικούς λόγους: 

Εφόσον έχει ασκηθεί μεν ανακοπή κατά της επίμαχης πράξης εκτέλεσης αλλά αυτή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, όπως π.χ. επειδή ασκήθηκε εκπροθέσμως ή λόγω μη απόδειξης των αποσβεστικών της απαίτησης ισχυρισμών, γίνεται δεκτό ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα για άσκηση αυτοτελούς αγωγής αδικοπραξίας.

Ιδιαίτερα είχε απασχολήσει τη νομολογία πως αντιμετωπίζεται η περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης αλλά ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής έχει απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή δεν αποδείχθηκε με έγγραφο ή δικαστική ομολογία, όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρο 933 παρ. 4 ΚΠολΔ), εφόσον αφορά την απόσβεση της απαίτησης. Γίνεται δεκτό ότι η απόρριψη αυτή δεν ασκεί επιρροή, ούτε δημιουργεί κάποιου είδους δεδικασμένο για την εγκυρότητα της πράξης εκτέλεσης, με αποτέλεσμα να μπορεί να ζητηθεί εκ των υστέρων αποζημίωση με αυτοτελή αγωγή, εφόσον βέβαια αυτή τη φορά ο λόγος απόσβεσης αποδεικνύεται υπό τις προϋποθέσεις του νόμου. 

Στην ως άνω κρίση κατέληξε αρχικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 49/2005 απόφαση, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι: «Κατά την αληθή, επομένως, έννοια της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενης και υπό το πρίσμα της τηρήσεως της αρχής της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, και των ως άνω ταυτόσημων διατάξεων του εν λόγω  Διεθνούς Συμφώνου, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχυρισμοί που απορρίφθηκαν στη δίκη περί την εκτέλεση, ως μη αποδεικνυόμενοι αμέσως κατά το άρθρο 933 παρ. 4 ΚΠολΔ, μπορεί, πέραν της περιπτώσεως του ανωτέρω άρθρου (940 παρ. 3), να προβληθούν προς έρευνα, ως προς τη βασιμότητά τους, αν είναι ουσιώδεις, όπως λόγω ανυπαρξίας ή απόσβεσης ή ακυρότητας της απαιτήσεως κατά το ουσιαστικό δίκαιο, στα πλαίσια δίκης ανοιγόμενης με αγωγή αποζημιωτικού χαρακτήρα κατά  τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, ή, επιβοηθητικά, κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, ως μη δυνάμενοι να αποκρουσθούν από το, κατά το άρθρο 330 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο, αφού το τελευταίο, στην περίπτωση αυτή, δεν καλύπτει την ουσία της απορριφθείσης ενστάσεως», ενώ το ίδιο σκεπτικό υιοθέτησε στη συνέχεια σειρά δικαστικών αποφάσεων (ενδεικτικά υπ’ αριθμ. 342/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιά). 

- Επί απόρριψης ανακοπής για ουσιαστικούς λόγους: 

Σε αντίθεση με τις παραπάνω περιπτώσεις, όταν ασκείται ανακοπή κατά συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης και αυτή έχει απορριφθεί στην ουσία της, δημιουργείται δεδικασμένο για την εγκυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, και επομένως απορριπτέα θα είναι και η τυχόν μεταγενέστερη αγωγή αποζημίωσης, αφού λόγω του δεδικασμένου δεν δύναται το Δικαστήριο της αποζημίωσης να αποφασίσει διαφορετικά, ότι δηλαδή η πράξη είναι παράνομη επιδικάζοντας αποζημίωση για την επελθούσα ζημία.

3. Ζημία που αποκαθίσταται: 

Η ζημία που υφίσταται ο οφειλέτης – καθ’ ου η εκτέλεση από παράνομη και υπαίτια αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να είναι περιουσιακή, θετική (με τη μορφή της μείωση της υπάρχουσας περιουσίας) ή αποθετική (με τη μορφή της απώλειας κέρδους), παρούσα ή μέλλουσα, εφόσον η τελευταία μπορεί να προβλεφθεί κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, όταν η εκτελεστική διαδικασία δεν πάσχει στο σύνολό της, η ζημία που μπορεί να αποκατασταθεί πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με την συγκεκριμένη άδικη πράξη εκτέλεσης που έχει εμφιλοχωρήσει στην διαδικασία. Για την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της άδικης πράξης εκτέλεσης και της επελθούσης ζημίας πρέπει να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

- Στην υπ’ αριθμ. 855/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι η ακυρότητα της επιταγής προς πληρωμή, με την οποία εκκινεί η αναγκαστική εκτέλεση, και η οποία στην προκείμενη περίπτωση είχε ακυρωθεί αμετακλήτως, συνδέεται αιτιωδώς με την βλάβη που είχε υποστεί η αιτούσα από την μετέπειτα κατάσχεση και πλειστηριασμό των αναφερόμενων ακινήτων. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι τα αρμόδια όργανα του τραπεζικού ιδρύματος που έχει οργανωμένη νομική υπηρεσία παρέλειψαν να διαπιστώσουν την έλλειψη των στοιχείων κατά την έκδοση και επίδοση της ακυρωθείσας επιταγής προς πληρωμή, ώστε να μην προχωρήσουν σε περαιτέρω πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης βασιζόμενοι σε άκυρη επιταγή, αν και μπορούσαν ευχερώς να διαγνώσουν την ακυρότητα και να πράξουν τούτο. Αποτέλεσμα δε της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους ήταν να εκπλειστηριαστούν τα ακίνητα και να υποστεί η ενάγουσα άμεση ζημία ίση με την αξία των απολεσθέντων ακινήτων, όπως η αξία τους προσδιορίστηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της αγωγής. Επιπρόσθετα, αποζημιώθηκε η ενάγουσα για το υπολογιζόμενο ποσό των μισθωμάτων τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα λάμβανε, αν προέβαινε στην εκμίσθωση των ακινήτων, για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία του πλειστηριασμού (και οριστικής απώλειας των ακινήτων) μέχρι και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής. Για το προσδιορισμό του προσδοκώμενου μισθώματος λήφθηκε υπόψη στην συγκεκριμένη περίπτωση η κατάσταση των ακινήτων, η καλή κατασκευή τους, η επιφάνεια και η τοποθεσίας τους.

- Αντιθέτως, με την υπ’ αριθμ. 2207/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση που αμετακλήτως ακυρώθηκε η αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου του οφειλέτη, επιβληθείσα με βάση συμβολαιογραφικό έγγραφο, για τον λόγο ότι ακύρως επιδόθηκε η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, ως δολίως παραδοθείσα σε πρόσωπο που θεωρήθηκε σύνοικος του οφειλέτη σε κατοικία στην οποία αυτός δεν είχε νυκτερινό ή ημερήσιο κατάλυμα έστω και προσωρινό, ο καθ’ ου η εκτέλεση - οφειλέτης δεν δικαιούται να ζητήσει ως αποζημίωση την πραγματική αξία του αντικειμένου της εκτελέσεως το οποίο στη συνέχεια εκπλειστηριάσθηκε, καθώς και απωλεσθέντα μισθώματα, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άκυρης επίδοσης και της απώλειας του ακινήτου.

- Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό της ζημίας, ενδεικτική η υπ’ αριθμ. 9/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία διέλαβε ότι η ζημία που υπέστην ο ενάγων συνίσταται στην απώλεια του διαμερίσματός του που εκπλειστηριάστηκε παρανόμως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πραγματική αξία του διαμερίσματος κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της αγωγής, αφού αφαιρεθεί το ποσό της οφειλής του προς τον επισπεύδοντα δανειστή (εναγόμενο), το οποίο εξοφλήθηκε από το εκπλειστηρίασμα προς ικανοποίηση της απαίτησης. Για τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου κατέληξε στην κρίση του λαμβάνοντας υπόψη «την αντικειμενική αξία του διαμερίσματος που σύμφωνα με το υπ` αριθμ.18237/12-11-2008 έγγραφο προσδιορισμού της από το αρμόδιο όργανο της Η` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, στις 12-11-2008 ανερχόταν σε 195.049,89 ευρώ, τη διαφορά της αντικειμενικής με την εμπορική αξία του ακινήτου και την μείωση της αγοραστικής του αξίας, που επήλθε λόγω της παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από 12-11-2008 μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της αγωγής (25-5-2011), ήτοι της παλαίωσης του, δεδομένου ότι η ηλικία της οικοδομής υπερέβαινε τα είκοσι (20) έτη και της μείωσης των τιμών πώλησης των ακινήτων εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, η οποία (μείωση της αξίας του) ανέρχεται συνολικά σε ποσοστό 40% επί του ανωτέρω ποσού, με αποτέλεσμα η πραγματική του αξία κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο να ανέρχεται στο ως άνω ποσό των (195.049,89 ευρώ επί 60%) 117.029,93 ευρώ». Ενώ περαιτέρω, του επιδικάστηκε ποσό 10.000€ για την ηθική βλάβη που υπέστην από τον πλειστηριασμό και την απώλεια της κατοικίας του, με το εξής σκεπτικό: «Τέλος, εξαιτίας του ψυχικού πόνου που δοκίμασε ο εφεσίβλητος, της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε από τη στέρηση της κατοικίας του από την οποία αποβλήθηκε βιαίως με την υπ’ αριθμό 225/20-10-2000 έκθεση βιαίας αποβολής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ν. Γ., που αυτός επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα, και της μείωσης της προσωπικότητάς του τόσο από την πραγματοποίηση του πλειστηριασμού όσο και τη δημοσιότητα, που έλαβε το γεγονός αυτό, υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Ενόψει των συνθηκών που έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός, του βαθμού του πταίσματος, τόσο των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης όσο και του ενάγοντος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, ήτοι του ενάγοντος ως επιχειρηματία και της εναγομένης ως ισχυρής οικονομικά τράπεζας, καθώς και των κανόνων της κοινής πείρας, το Δικαστήριο κρίνει, ότι το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος, το οποίο πρέπει να του επιδικασθεί ανέρχεται σε 10.000,00 ευρώ».

- Ως διαφυγόν κέρδος μπορεί, επιπλέον, να αξιωθεί και να επιδικαστεί το ποσό που αυξήθηκε η αξία του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου μέχρι τον χρόνο συζήτησης της αγωγής. Συναφής η υπ’ αριθμ. 1085/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία επιλήφθηκε αξίωσης αποζημίωσης υπερθεματιστή κατά του επισπεύσαντος δανειστή για τη ζημία που υπέστη από άκυρο πλειστηριασμό που ανατράπηκε. Σχετικά κρίθηκε ότι: «Η ζημία του υπερθεματιστή στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως του πλειστηριασμού δυνατό να συνίσταται όχι μόνο στην αξία του καταβληθέντος πλειστηριάσματος, αλλά και στην τυχόν αυξημένη αξία που θα είχε το αποκτηθέν από τον υπερθεματιστή ακίνητο, αν δεν ακυρωνόταν ο πλειστηριασμός. Τη διαφορά αυτή αξίας αποτελούσα ζημία δικαιούται ν’ αξιώσει ο υπερθεματιστής με αγωγή αποζημιώσεως κατά του επισπεύσαντος άκυρο πλειστηριασμό».

4. Χρόνος παραγραφής:  

Συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ (εφόσον δηλαδή πληρούται και η προϋπόθεση της αμετάκλητης ακύρωσης της επίμαχης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης) η αξίωση παραγράφεται μετά την πενταετία από την αμετάκλητη ακύρωσης της πράξης εκτέλεσης. Ωστόσο, δύναται να ασκηθεί και πριν την αμετάκλητη ακύρωση, αρκεί να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, κρίσιμος χρόνος για την έναρξη της παραγραφής όταν η αυτοτελής αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις χωρίς να έχει μεσολαβήσει η ακύρωση της εκτέλεσης, είναι αυτός της διενέργειας της επίμαχης άδικης πράξης εκτέλεσης, π.χ. εκκινεί από την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού. Η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι ομοίως πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς – οφειλέτης έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξης και του υπόχρεου προς αποζημίωση προσώπου.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top