Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 737/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επί έφεσης κατά απόφασης που διέτασσε την καταχώριση του ονόματος φυσικού προσώπου στο Μητρώο Πτωχεύσεων και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, απορρίπτοντας παράλληλα και το αίτημα περί κήρυξής του ως συγγνωστού, βάσει του προϊσχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007). Σημειώνεται ότι, υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, όπως είχε διαμορφωθεί προ της δημοσίευσης του ν. 4738/2020, η απαλλαγή του οφειλέτη φυσικού προσώπου από τις οφειλές του προϋπέθετε την πάροδο τριετίας από την κατά τα ανωτέρω καταχώριση του ονόματός του και την κήρυξή του ως συγγνωστού, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος. Ως εκ τούτου, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο εν λόγω οφειλέτης αιτήθηκε τον Απρίλιο του 2019 την κήρυξη του σε πτώχευση, άλλως την καταχώριση του ονόματός του στα ως άνω Μητρώα, με απώτερο στόχο την απαλλαγή του από οφειλές προερχόμενες από την συστηματική παροχή εγγυήσεων, για τις ανάγκες χρηματοδότησης της επιχείρησής του, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 8.550.000,00€. Συγχρόνως, ο εν λόγω οφειλέτης υπέβαλε, με την ίδια αίτηση, αίτημα περί κήρυξης του ως συγγνωστού ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε μεν ότι ο αιτών είχε αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα συνεπεία χορήγησης των ως άνω εγγυήσεων, αποκομίζοντας εμμέσως όφελος από αυτήν, και ότι είχε περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία ικανοποίησης των υποχρεώσεών του, πλην όμως δεν κήρυξε τον τελευταίο σε πτώχευση, λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας του για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Εν συνεχεία το δικαστήριο, αφού διέταξε την καταχώριση του ονόματός του στα οικεία μητρώα, εξέτασε και απέρριψε το αίτημα κήρυξής του ως συγγνωστού, κρίνοντας ότι: «δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ήταν καλής πίστεως κατά τη διαχείριση της περιουσίας του, ούτε επικαλείται ή προκύπτει ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του ειδικοί λόγοι, οι οποίο να δικαιολογούν την κήρυξή του ως συγγνωστού, όπως κάποιο εμπορικό ατύχημα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε δόλια ενέργειά του, ή κάποια σοβαρή ασθένειά του, εξαιτίας των οποίων υποβλήθηκε σε δαπάνη σημαντικών χρηματικών ποσών, που επηρέασε την εμπορική του δραστηριότητα, καθώς και άλλες περιστάσεις, οι οποίες ήταν απρόβλεπτες …, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο αιτών άσκησε εμπορία με τρόπο κακόπιστο, λαμβανομένου υπόψη του παντελώς αναντίστοιχου προς το μέγεθος της περιουσίας του αιτούντος ύψους των σωρευθέντων εν τέλει χρεών και η διάρρηξη κάθε λογικού δεσμού μεταξύ των δύο μεγεθών επιβεβαιώνει απλώς τα όσα ανωτέρω εξετέθησαν».
Ο οφειλέτης άσκησε έφεση προς εξαφάνιση της εν λόγω απόφασης, κατά το σκέλος που απέρριπτε το αίτημα κήρυξής του ως συγγνωστού. Παράλληλα, ήδη κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Σεπτέμβριος 2021), είχε τεθεί σε εφαρμογή ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας (ν. 4738/2020), στο πλαίσιο του οποίου η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως, δηλαδή, είναι ανεξάρτητη από την προηγούμενη κήρυξή του ως συγγνωστού. Δυνάμει της σχετικής διάταξης (άρθρ. 192 ν. 4738/2020), μετά την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την καταχώριση του ονόματός του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας, ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή, εκτός εάν υποβληθεί εντός της παραπάνω προθεσμίας προσφυγή κατά της απαλλαγής εκ μέρους οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται υπό το νέο δίκαιο η προηγούμενη κήρυξη του οφειλέτη συγγνωστού. Με άλλα λόγια, η τυχόν έλλειψη συγγνωστού δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση της απαλλαγής αλλά, πρακτικά, λόγο αποκλεισμού της, μετά την άσκηση προσφυγής. Όπως σημειώνει το Εφετείο Αθηνών στην υπό κρίση υπόθεση: «Βασικό κριτήριο του πτωχευτικού δικαστηρίου για να αποφασίσει επί της προσφυγής, πλην της περίπτωσης επίκλησης ότι η πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη είναι η διερεύνηση της επαγγελματικής καλής πίστης, εντιμότητας, ηθικότητας στη συμπεριφορά του και στις συναλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και τήρησης των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, όπως επιτάσσει το κοινό δίκαιο. […] Πρόκειται δηλαδή για κριτήρια παρόμοια της έννοιας του «συγγνωστού», η οποία ωστόσο εγκαταλείπεται κατ’ αρχήν ως έννοια και διαδικασία και τα οποία θα απασχολούν πλέον τα δικαστήρια μόνο κατόπιν ασκήσεως σχετικής προσφυγής από οιονδήποτε εκ των πιστωτών σε συνδυασμό με άλλα προβλεπόμενα στις ως άνω διατάξεις κριτήρια».
Δεδομένου ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αίτηση πτώχευσης του εν λόγω οφειλέτη είχε υποβληθεί υπό το προγενέστερο καθεστώς (Απρίλιος 2019) και είχε συζητηθεί (Σεπτέμβρης 2021) και απορριφθεί (Μάρτιος 2022) μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4738/2020, το Εφετείο προέβη σε εξέταση των μεταβατικών διατάξεων του νέου νόμου, για να προσδιορίσει το δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί αναφορικά με το ζήτημα της απαλλαγής. Όπως ήδη επισημάνθηκε, υπό τον μεν παλιό Πτωχευτικό Κώδικα η απαλλαγή προϋπέθετε την κήρυξη του οφειλέτη συγγνωστού, ενώ υπό τον νέο Κώδικα, είναι αυτοδίκαιη και άρα ανεξάρτητη της σχετικής κρίσης. Ο συγκεκριμένος οφειλέτης υπέβαλε την αίτησή του το 2019, το δε σωρευόμενο αίτημα κήρυξής του ως συγγνωστού απερρίφθη, κατ’ εφαρμογή της οικείας διάταξης του παλιού Πτωχευτικού Κώδικα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε, στο πλαίσιο αυτό, ότι: «… τα άρθρα 162 έως 167 του ν. 3588/2007 … διατηρούνται μετά την 1-3-2021 άλλως μετά την 1-7-2021 μόνον αναφορικά με πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί. Ενώ στην περίπτωση των πτωχεύσεων που κατόπιν αιτήσεως του πτωχού έχουν απορριφθεί, ελλείψει περιουσίας, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3588/2007 πριν τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου αλλά μετά την 1η.1.2019 δεν εφαρμόζεται ούτε αναλογικά καθώς κάθε σχετική περαιτέρω διαδικασία υπάγεται πλέον στα άρθρα 192 έως 194 και 196 με βάση τα οποία άλλωστε θα κριθεί και η νομιμότητα ή μη κάθε σχετιζόμενου με αυτά αιτήματος». Κατόπιν τούτου, το Εφετείο κατέληξε ότι: «… ήδη κατά τον χρόνο εκδίκασης της ως άνω αίτησης τη 29-9-2021 και σε κάθε περίπτωση κατά την εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης, η διάταξη του άρθρου 167 του πρώην ΠτΚ έχει καταργηθεί και δεν υφίσταται δυνατότητα διερεύνησης της πιθανότητας κήρυξης του πτωχού ως συγγνωστού σε περίπτωση απόρριψης σχετικής αιτήσεώς του περί κήρυξεώς του σε πτώχευση ελλείψει ενεργητικού, είτε με την κατάθεση της αίτησής του, είτε σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς η σχετική διαδικασία διέπεται από τα άρθρα 192 επ. του νέου Πτωχευτικού Κώδικα του Ν. 4738/2020 ως ισχύει με βάση την μεταβατική διάταξη του άρθρου 263 παρ. 5 αυτού, η οποία ρητώς ορίζει ότι διέπει την υπό κρίση διαφορά. […] Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως νόμιμο το σχετικό αίτημα εφαρμόζοντας αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 162 του παλαιού ΠτΚ και στη συνέχεια το απέρριψε κατ’ ουσίαν, έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή. Συνεπώς πρέπει η έφεση κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου έφεσης του εκκαλούντος να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς το σκέλος που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αίτηση του αιτούντος περί κήρυξής του συγγνωστού και αφού κρατηθεί η υπόθεση ως προς το σκέλος αυτό προς κατ’ ουσία εξέτασή του να απορριφθεί το αίτημα αυτό ως νόμω αβάσιμο και χωρίς ειδικό λόγο έφεσης, καθώς η απόρριψή του για τον ανωτέρω λόγο στοιχειοθετεί διαφορετικό διατακτικό και οδηγεί στη δημιουργία διαφορετικού δεδικασμένου για τον εκκαλούντα …».
Με τον τρόπο αυτό το Εφετείο, εντοπίζοντας το εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση περίπτωση, απάλλαξε τον συγκεκριμένο οφειλέτη από την αρνητική για τον ίδιο πρωτοβάθμια κρίση περί μη κήρυξής του ως συγγνωστού, η οποία, υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, είναι νομικά αδιάφορη, τουλάχιστον κατά το στάδιο της αυτοδίκαιης απαλλαγής. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος οφειλέτης δύναται, συνεπεία της ευνοϊκής κρίσης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, να επικαλεστεί μετά την πάροδο τριετίας από την καταχώριση του ονόματός του την απαλλαγή του από τις επίμαχες οφειλές• η δε πρωτοβάθμια κρίση περί κήρυξής του ως μη συγγνωστού δεν θα αναπτύσσει δεδικασμένο, στο πλαίσιο πιθανής προσφυγής των πιστωτών κατά της σκοπούμενης απαλλαγής. Αντίθετα, τα σχετικά ζητήματα θα κριθούν εκ νέου ενώπιον του δικαστή που θα κληθεί να κρίνει την σχετική προσφυγή, αν αυτή πράγματι υποβληθεί.