legal Insight
Μάρτιος 2024
Ελέαννα Καρανικόλα, Δικηγόρος
Περίληψη: Το δικαίωμα επί ενός αντικείμενου, δύναται να ενταχθεί στην περιουσία περισσότερων προσώπων, είτε από δική τους πρωτοβουλία, είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής, οδηγώντας στη σύσταση μεταξύ των μερών την έννομη σχέσης της «κοινωνίας». Με το παρόν σημείωμά μας, θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική έκθεση των βασικότερων νομοθετικών ρυθμίσεων της κοινωνίας δικαιώματος, και εν συνεχεία, θα προσανατολίσουμε την ανάλυσή μας στην κοινωνία συγκληρονόμων, εμβαθύνοντας παράλληλα, στο ειδικότερο ζήτημα της συνέχισης της ατομικής επιχείρησης του κληρονομούμενου από την κοινωνία των κληρονόμων με τη σύσταση νέας εταιρείας και την υποχρέωση εγγραφής της στο Γ.Ε.ΜΗ.
1. Εισαγωγή
Η «κοινωνία δικαιώματος» είναι στην ουσία μία νομική κατάσταση, η οποία δημιουργείται όταν ένα δικαίωμα ανήκει από κοινού σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 785 εδ. α’ του ΑΚ: «Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη». Σε αυτές, λοιπόν, τις περιπτώσεις, τα πρόσωπα συμμετέχουν στην κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη και συνδέονται μεταξύ τους με μία έννομη σχέση, η οποία παρουσιάζει διττή νομική φύση, αφενός ενοχική, καθώς ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κοινωνών, και αφετέρου, εμπράγματη, δεδομένου ότι κάθε ιδανικό μερίδιο επί του δικαιώματος εντάσσεται στην ατομική περιουσία έκαστου κοινωνού. Βέβαια, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο γενεσιουργός λόγος της κοινωνίας είναι η δικαιοπραξία (λ.χ. μία σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης ακινήτου), η ενοχή ανάμεσα στους συγκοινωνούς, η οποία ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, θα δημιουργηθεί εκ του νόμου, με συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως «εξωδικαιοπρακτική» ενοχή.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε κοινωνός αποκτά και εντάσσει στην περιουσία του μόνο ένα ιδανικό μερίδιο του δικαιώματος και όχι ολόκληρο το δικαίωμα. Ωστόσο, θα πρέπει να τονισθεί ότι, το ιδανικό αυτό μερίδιο του κοινωνού δεν αφορά μόνο ένα διακριτικό τμήμα του αντικειμένου του δικαιώματος, αλλά καταλαμβάνει ολόκληρο το αντικείμενο. Με λίγα λόγια, όλοι οι συμμετέχοντες στην κοινωνία κατέχουν ένα ιδανικό μερίδιο (το οποίο συνήθως εκφράζεται με κλάσμα λ.χ. ½ , ¾ κ.ο.κ) επί του συνόλου του δικαιώματος, έτσι ώστε το άθροισμα όλων των ποσοστών των κοινωνών να ισούται με ένα πλήρες δικαίωμα. Για παράδειγμα, εάν υποθέσουμε ότι ο Α, ο Β και ο Γ γίνονται συγκύριοι ενός ακινήτου επί ίσοις όροις, τότε, έκαστος θα προσθέσει στην περιούσια του ένα ιδανικό μερίδιο (1/3 εξ αδιαιρέτου) επί της κυριότητας του ακινήτου, το οποίο ποσοστό δεν αφορά τμήμα του ακινήτου (ήτοι, συγκεκριμένα τετραγωνικά μέτρα του ακινήτου) αλλά ολόκληρο το ακίνητο. Εφόσον, λοιπόν, προστεθούν όλα τα ιδανικά μερίδια όλων των συγκυρίων – κοινωνών, θα προκύψει το πλήρες δικαίωμα της κυριότητας του ακινήτου.
Περαιτέρω, όσον αφορά το αντικείμενο της κοινωνίας, αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε είδος δικαιώματος, το οποίο ανήκει στη σφαίρα είτε του ιδιωτικού είτε του δημοσίου δικαίου, με περιουσιακό ή μη χαρακτήρα (ενδεικτικά, αντικείμενο της κοινωνίας μπορεί να αποτελέσει η κυριότητα, η επικαρπία, μία πραγματική δουλεία, ένα δικαίωμα σε προϊόν διάνοιας ή σε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ένα εταιρικό μερίδιο ή μία μετοχή κ.ο.κ.).
2. Ρυθμιστικές διατάξεις με βάση τον Αστικό Κώδικα
Έχοντας, λοιπόν, ως δεδομένο ότι η δημιουργία της νομικής κατάστασης της κοινωνίας συχνά οφείλεται σε τυχαία και μη προβλέψιμα γεγονότα, όπως είναι η εξ αδιαθέτου διαδοχή περισσότερων κληρονόμων, ο νομοθέτης προέβλεψε με ένα σύνολο διατάξεων ενδοτικού και αναγκαστικού δικαίου (βλέπε άρθρα 785 έως 805 του Αστικού Κώδικα), έχοντας ως γνώμονα την αντιμετώπιση του παθολογικού στοιχείου της σύγκρουσης συμφερόντων των περισσότερων κοινωνών και την αποτελεσματικότερη διαχείριση του κοινού με κριτήριο το «συμφέρον της ολότητας». Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη μία σύντομη επισκόπηση των βασικότερων ρυθμίσεων του νόμου αναφορικά με την κοινωνία δικαιώματος.
Α) Δικαιώματα και υποχρεώσεις κοινωνών
Πιο συγκεκριμένα, τα δικαιώματα που έχουν οι κοινωνοί επί του κοινού αντικειμένου σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου, είναι τα εξής:
• Το δικαίωμα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου (άρ. 786 ΑΚ): Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, κάθε κοινωνός αποκτά μία ατομική ενοχική αξίωση, με περιεχόμενο την απόδοση στο πρόσωπό του ποσοστού που του αναλογεί επί των φυσικών και πολιτικών καρπών που παράγει το κοινό αντικείμενο και εν γένει όλων των ωφελημάτων που προέρχονται από τη χρήση του πράγματος. Η συμμετοχή του κοινωνού στα ωφελήματα θα ισούται με την μερίδα με την οποία ο τελευταίος συμμετέχει στην κοινωνία του δικαιώματος.
• Το δικαίωμα χρήσης του κοινού αντικείμενου (άρ. 787 ΑΚ): Έκαστος κοινωνός έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί το κοινό αντικείμενο αλλά και να το αξιοποιεί κατά την κρίση του, ακόμη και για προσωπική του μόνο χρήση, υπό τον περιορισμό ότι η χρήση αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση του αντικειμένου από τους υπόλοιπους κοινωνούς.
• Το δικαίωμα διάθεσης της μερίδας και ολόκληρου του κοινού αντικειμένου (άρ. 793 ΑΚ): Κάθε κοινωνός έχει το δικαίωμα να προβεί στη διάθεση του ιδανικού μεριδίου του, ή ακόμα και τμήματος αυτού, και ιδίως, δύναται να το μεταβιβάσει ή να το εκχωρήσει, και γενικώς να προχωρήσει σε κάθε είδους εκποιητική δικαιοπραξία (όπως για παράδειγμα, να παραχωρήσει υποθήκη), εφόσον δεν επηρεάζει τα μερίδια των λοιπών συγκοινωνών. Γίνεται επίσης δεκτό ότι, μπορεί ο κοινωνός μπορεί να προχωρήσει και σε υποσχετικές δικαιοπραξίες αναφορικά με το ιδανικό του μερίδιο, υπό τον όρο ότι δεν πρόκειται για αδιαίρετο αντικείμενο – λόγου χάρη δεν δύναται ο κοινωνός να εκμισθώσει σε τρίτο μόνο το ιδανικό του μερίδιο επί πράγματος, δεδομένου ότι η χρήση του είναι αδιαίρετη εκ φύσεως. Τέλος, σημειώνεται ότι η εκποίηση ολόκληρου του αντικειμένου επέρχεται μόνο με τη σύμπραξη όλων των κοινωνών.
Τώρα, όσον αφορά τις βασικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τα μέρη της κοινωνίας δικαιώματος, ο νόμος ορίζει τα εξής:
• Υποχρέωση συνεισφοράς στις δαπάνες για το κοινό αντικείμενο (άρ. 794 ΑΚ): Με την εν λόγω υποχρέωση ο κοινωνός υποχρεώνεται να συνεισφέρει οικονομικά στα έξοδα συντήρησης, διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού αντικειμένου καθώς επίσης και στα βάρη αυτού (πχ. φόροι, τέλη κ.ο.κ.). Φυσικά, ο κοινωνός συμμετέχει κατ’ αναλογία της ιδανικής του μερίδας, όπως ακριβώς και στα ωφελήματα.
• Υποχρεώσεις που πηγάζουν από την καλή πίστη (άρ. 288 – 788 παρ. 2 ΑΚ): Τέλος, ο νομοθέτης θέλοντας να ενισχύσει την καλή συνεργασία των κοινωνών και την προστασία του κοινού αντικειμένου, όρισε ως υποχρέωση, την λήψη των απαιτούμενων ενεργειών για τη συντήρηση του πράγματος σε περίπτωση κινδύνου, χωρίς να απαιτείται να αναμένει την έγκριση των λοιπών συγκοινωνών.
Β) Διοίκηση του κοινού αντικείμενου
Εν προκειμένω, ο νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να καθιερώσει ως κανόνα την «αρχή της συλλογικής διοίκησης» όσον αφορά τον τρόπο λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη διοίκηση του αντικειμένου της κοινωνίας. Καταρχήν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 788 παρ.1 εδ’ α ΑΚ: «Η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς». Έτσι λοιπόν, η λήψη οποιουδήποτε μέτρου, είτε αυτό αφορά εν γένει τον καθορισμό του τρόπου διαχείρισης και διοίκησης του κοινού αντικειμένου είτε αυτό αφορά μια συγκεκριμένη πράξη διαχείρισης (όπως ενδεικτικά την εκμίσθωση ακινήτου) κατά κανόνα λαμβάνεται με ομοφωνία του συνόλου των κοινωνών. Ο κάθε κοινωνός έχει ατομικό δικαίωμα ψήφου και, συνακόλουθα δικαίωμα ένστασης σε κάθε ψηφοφορία για τον τρόπο διαχείρισης του κοινού αντικειμένου.
Εντούτοις, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ ορίστηκε ότι σε ορισμένα θέματα που αφορούν ζητήματα τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού αντικειμένου, δύναται να ληφθεί έγκυρη απόφαση και από την πλειοψηφία των κοινωνών, εκτός εάν συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή ή δυσανάλογα δαπανηρή προσθήκη στο αντικείμενο. Σημειώνεται ότι, η πλειοψηφία σχηματίζεται με βάση το μέγεθος της μερίδας του κάθε κοινωνού, συνεπώς εάν ένας κοινωνός διαθέτει πάνω από το ½ της κοινωνίας δύναται να λαμβάνει αποφάσεις για τον τρόπο τακτικής διαχείρισης του αντικειμένου. Βέβαια, σε περίπτωση που δεν καθίσταται εφικτή η λήψη αποφάσεων ούτε μέσω ομοφωνίας ούτε μέσω απόλυτης πλειοψηφίας, τότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 790 ΑΚ έκαστος εκ των κοινωνών έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο να κανονίσει τον συμφορότερο και προσφορότερο τρόπο διοίκησης του αντικειμένου. Τέλος, τόσο το δικαστήριο όσο και η πλειοψηφία ή το σύνολο των κοινωνών έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν έναν διαχειριστή, ο οποίος θα έχει στην αρμοδιότητά του την ορθή διαχείριση του πράγματος πάντοτε στο πλαίσιο των εξουσιών που του ανατέθηκαν.
Γ) Λύση και διανομή κοινωνίας
Ένα από τα πιο σημαντικά δικαιώματα των κοινωνών αποτελεί αυτό της λύσης της κοινωνίας. Ειδικότερα, κάθε κοινωνός δύναται να αιτηθεί τη λύση της κοινωνίας, απευθύνοντας σχετική εξώδικη δήλωση στους υπόλοιπους κοινωνούς. Σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η εν λόγω πρόταση από το σύνολο των λοιπών κοινωνών, τότε μπορούν να προχωρήσουν σε διανομή του κοινού αντικειμένου, η οποία συνεπάγεται και την οριστική λύση της κοινωνίας. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της εξώδικης διανομής, στην ουσία κάθε κοινωνός αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει σε άλλον κοινωνό ένα ποσοστό της μερίδας του μέχρις ότου έκαστος κοινωνός αποκτήσει την πλήρη κυριότητα (ολόκληρο το δικαίωμα) επί ενός τμήματος του κοινού αντικειμένου. Βέβαια, σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία, η διανομή μπορεί να διαταχθεί με απόφαση δικαστηρίου κατόπιν άσκησης αγωγής από έναν από τους συγκοινωνούς. Σημειώνεται ότι, η διανομή μπορεί να γίνει είτε αυτούσια, ήτοι να διαχωριστεί το κοινό αντικείμενο σε περισσότερα τμήματα ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, είτε με πλειστηριασμό του αντικείμενο και διανομή του εκπλειστηριάσματος, σε περίπτωση που το αντικείμενο είναι αδιαίρετο. Τέλος, αξίζει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 795 παρ. 2 ΑΚ, οι κοινωνοί δύνανται να αποκλείσουν τη λύση της κοινωνίας με δικαιοπραξία με ανώτατο όριο τα δέκα έτη, ενώ παράλληλα, βάσει του άρθρου 805 ΑΚ, η αξίωση για τη λύση της κοινωνίας είναι απαράγραπτη, δηλαδή κάθε κοινωνός έχει το δικαίωμα να ζητήσει λύση της κοινωνίας οποτεδήποτε και χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό.
3. Η κοινωνία κληρονόμων
Αναμφισβήτητα, η συνηθέστερη αιτία σύστασης κοινωνίας επί αντικειμένων είναι η κληρονομική διαδοχή. Πιο συγκεκριμένα, ένα συχνό φαινόμενο αποτελεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή, η οποία επέρχεται εκ του νόμου στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας δεν έχει συντάξει διαθήκη, ή εναλλακτικά όταν η διαθήκη ακυρωθεί ή ανακληθεί καθώς επίσης και όταν ο διαθέτης δεν εξαντλεί το σύνολο της περιουσίας του με τη διαθήκη. Εν προκειμένω, εφόσον υπάρξει εξ αδιαθέτου διαδοχή, σύμφωνα με τους κανόνες του Αστικού Κώδικα, περισσότερων προσώπων, τότε ο νόμος καθιερώνει μεταξύ τους σχέση κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι έχουν αποδεχτεί την κληρονομία, είτε με δήλωση είτε πλασματικά.
Η κοινωνία που δημιουργείται λόγω κληρονομικής διαδοχής χαρακτηρίζεται ως «διακοινωνία» διότι, σε αυτή τη περίπτωση, συστήνεται επί του συνόλου των αντικειμένων της κληρονομιαίας περιουσίας, στην οποία οι συγκληρονόμοι συμμετέχουν κατά ιδανικά μέρη, τα οποία αντικατοπτρίζουν την κληρονομική τους μερίδα (άρ. 1884 ΑΚ). Με απλά λόγια, ο αριθμός των κοινωνιών που δημιουργούνται ανάμεσα στους συγκληρονόμους ισούται με τον αριθμό των αντικειμένων που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, με αποτέλεσμα, όλοι οι κληρονόμοι να αποκτούν ένα ιδανικό μερίδιο σε κάθε αντικείμενο, εκτός εάν έχει οριστεί διαφορετικά. Βέβαια, αξίζει να τονισθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 1885 ΑΚ, τα χρέη και οι απαιτήσεις της κληρονομίας, διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων με βάση την κληρονομική τους μερίδα, με συνέπεια να μην αποτελούν αντικείμενο της κοινωνίας των συγκληρονόμων.
4. Η ειδική περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής της ατομικής επιχείρησης του κληρονομούμενου από περισσότερους συγκληρονόμους – Υποχρέωση εγγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ.
Στο πλαίσιο της κληρονομικής διαδοχής, ενδέχεται να περιλαμβάνεται και η ατομική επιχείρηση του θανόντος, με συνέπεια να δημιουργείται «κοινωνία επί επιχείρησης», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 483 του ΚΠολΔ. Στη προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση ανακύπτει ο εξής προβληματισμός∙ Εάν υποτεθεί ότι οι συγκληρονόμοι συνεχίσουν την συνεκμετάλλευση της επιχείρησης του αποβιώσαντος, τότε η έννομη σχέση που θα ρυθμίζει το σύνολο των σχέσεων των κοινωνών θα παραμείνει η «κοινωνία» ή, δεδομένου ότι θα προστεθεί η επιδίωξη του κοινού εταιρικού σκοπού, η νομική κατάσταση που θα συνδέει τους κοινωνούς είναι αυτή της «εταιρείας», όπως αυτή ρυθμίζεται στα άρθρα 741 επ. του ΑΚ;
Για την επίλυση, λοιπόν, του ανωτέρω προβληματισμού έχουν διατυπωθεί διάφορες θέσεις, ενώ συνεπέστερη καθίσταται η άποψη σύμφωνα με την οποία, η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τους συγκληρονόμους, η οποία προκύπτει είτε από τη σχετική τους δήλωση είτε από την de facto συνέχιση της επιδίωξης του εμπορικού σκοπού της, θα πρέπει να ρυθμίζεται με βάση το εταιρικό δίκαιο. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και ο νομοθέτης, θεσπίζοντας τη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4635/2019 (πλέον έχει καταργηθεί), σύμφωνα με την οποία ορίστηκε για πρώτη φορά το εξής: «Στο Γ.Ε.ΜΗ. εγγράφονται υποχρεωτικά: […] γ.επί κληρονομικής διαδοχής φυσικών προσώπων υπάρχει υποχρέωση εγγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ. για τον κληρονόμο φυσικού προσώπου που ήταν εγγεγραμμένο στο Γ.Ε.ΜΗ. εφόσον ο κληρονόμος συνεχίζει τη δραστηριότητα του θανόντος και πληροί τις προϋποθέσεις των προηγουμένων εδαφίων. Αν οι καθολικοί διάδοχοι είναι πρόσωπα πέραν του ενός (κοινωνία κληρονόμων) και συνεχίζουν από κοινού την εμπορική επιχείρηση του θανόντος, πρέπει εντός αποκλειστικής προθεσμίας (12) δώδεκα μηνών από την από κοινού διενέργεια πράξεων που υποδηλώνουν τη συνέχεια, να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια Υ.Γ.Ε.ΜΗ. Αυτή συνοδεύεται από ιδρυτικό καταστατικό έγγραφο εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των αντίστοιχων διατάξεων για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο που θα επιλεγεί».
Η ίδια υποχρέωση διατηρήθηκε και στον ισχύοντα νόμο 4919/2022 για το Γ.Ε.ΜΗ, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του ανωτέρω αναφερόμενου νόμου: «Σε περίπτωση θανάτου του φυσικού προσώπου που είναι φορέας ατομικής επιχείρησης, οι κληρονόμοι μπορούν να επιλέξουν τη συνέχισή της με σύσταση νέου νομικού τύπου». Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, οι συγκληρονόμοι που συνεχίζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του αποβιώσαντος, οφείλουν να συστήσουν νέα εταιρεία εγγεγραμμένη στο Γ.Ε.ΜΗ, οποιασδήποτε εταιρικής δομής, στην οποία θα συμμετέχουν με βάση τα κληρονομικά τους μερίδια και θα εισφέρουν την περιουσία της κοινωνίας ως κεφάλαιο. Επιπλέον, θα πρέπει να διαγραφούν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία είχαν συστήσει την κοινωνία της επιχείρησης. Μέχρι τη στιγμή της ίδρυσης της νέας εταιρείας, η κοινωνία των κληρονόμων που ασκεί την επιχείρηση θα διέπεται από τις διατάξεις για την «αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρεία», ενώ τονίζεται ότι η εταιρεία δεν θα αποτελέσει μετατροπή της κοινωνίας, καθώς δεν αναγνωρίζεται ως εταιρικός τύπος. Τέλος, σημειώνεται ότι, η μη τήρηση των διατάξεων του νόμου, επιφέρει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 50 του ν. 4919/2022, ενώ παράλληλα, δεν γίνεται δεκτή η συμμετοχή των κοινωνιών των κληρονόμων στα δημόσια έργα.
Τα ανωτέρω έχουν κριθεί και με την υπ’ αρ. 114/2022 απόφαση το Ελεγκτικού Συνεδρίου ως εξής: «Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 86 ν. 4635/2019 κατά την οποία «σε ό,τι αφορά τις ήδη υπάρχουσες κοινωνίες κληρονόμων, υποχρεούνται μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη ισχύος του νόμου […] να επιλέξουν τον νομικό τύπο που επιθυμούν να λάβουν και να προβούν σε σύσταση εταιρείας…» συνάγεται ότι μετά από την επικαιροποίηση, που επιχειρήθηκε με το νόμο αυτό, ως προς τη λειτουργία του Γ.Ε.ΜΗ. και την αναλυτική καταγραφή των υπόχρεων εγγραφής σε αυτό, η κοινωνία κληρονόμων που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και υφίσταται ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου υποχρεούται εντός ενός έτους (ήτοι έως 30.1.2021) να έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα με τη σύσταση οποιασδήποτε μορφής εταιρείας και να εγγραφεί υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ.. Τούτο δε, διότι ο νομοθέτης για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγόμενους στην ασφάλεια των συναλλαγών, δεν επιτρέπει την διενέργεια εμπορικών πράξεων από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν υπόκεινται στους κανόνες δημοσιότητας, που συνεπάγεται η υποχρεωτική εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ., ως προς τη σύστασή τους και τις καταστατικές τους μεταβολές. Στο πλαίσιο αυτό, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, εφόσον οι υφιστάμενες κατά το χρόνο δημοσίευσής του κοινωνίες κληρονόμων δεν προβούν στις ως άνω ενέργειες εντός ενός έτους και συνεχίσουν να ασκούν εν τοις πράγμασι εμπορική δραστηριότητα δεν δύνανται να συμμετέχουν σε διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων. Συνεπώς, για τη νόμιμη συμμετοχή μίας κοινωνίας κληρονόμων σε διαγωνιστική διαδικασία δεν αρκεί πλέον η εγγραφή της στο αρμόδιο Επιμελητήριο ως απλού μέλος κατά την έννοια του ν. 4497/2017». Σημειώνεται ότι σε όμοια κρίση κατέληξε και η υπ’ αρ. 961/2022 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Αντί επιλόγου
Συμπερασματικά, με τη σύσταση κοινωνίας επί δικαιώματος, οι συγκοινωνοί αποκτούν ένα σύνολο δικαιωμάτων, όπως αυτό της χρήσης του κοινού αντικειμένου, της λήψης καρπών, της συμμετοχής στη διοίκησή του, αλλά και ένα σύνολο υποχρεώσεων, όπως είναι η συμμετοχή στις δαπάνες του αντικειμένου, με συνέπεια να εναρμονίζονται τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους. Ο νομοθέτης, λοιπόν, αφενός όρισε ένα γενικό πλέγμα διατάξεων στο Αστικό Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ρυθμίζονται οι σχέσεις των κοινωνών, ενώ, δε, επέλυσε και ειδικότερα ζητήματα τα οποία ανέκυψαν από την επιχειρηματική δράση μίας κοινωνίας (βλ. άρ. 86 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4635/2019 και άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 4919/2022).