1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Το Αποδεικτικό Φορολογικής Ενημερότητας και η Βεβαίωση Οφειλής: τα «υπερ-όπλα» του Δημοσίου για την ταχεία είσπραξη των απαιτήσεών του


φορολογική ενημερότητα

Legal Insight

Σεπτέμβριος 2024

Στελλίνα Μανδάλου, ΜΔΕ

Περίληψη: Όπως είναι γνωστό, η προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας έχει τεθεί εκ νόμου ως προϋπόθεση για την ολοκλήρωση διάφορων ειδών συναλλαγών, ακόμα και όταν σε αυτές δεν εμπλέκεται το Δημόσιο ως συμβαλλόμενο μέρος (όπως π.χ. σε μεταβιβάσεις ακινήτων), έτσι ώστε η μη συμμόρφωση των πολιτών στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, να μπορεί, επί της ουσίας, να «μπλοκάρει» τη συναλλακτική τους ζωή. Η άρση του εν λόγω προσκόμματος είναι δυνατή, κατά κύριο λόγο, με την εκ μέρους του Δημοσίου είσπραξη ενός μέρους ή και ολόκληρης της απαίτησής του (όπως στην περίπτωση της έκδοσης βεβαίωσης οφειλής), μετατρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τον θεσμό της φορολογικής ενημερότητας στο σημαντικότερο μέσο είσπραξης δημοσίων εσόδων. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν, επομένως, κάποια βασικά ζητήματα αναφορικά με την έκδοση του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας.

1. Εισαγωγικά.

Το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας (στο εξής Α.Φ.Ε.) και η βεβαίωση οφειλής προβλέπονται ακροθιγώς στο άρθρο 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024 - στο εξής Κ.Φ.Δ.). Στην εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει αποδεικτικό ενημερότητας, ισχύος μέχρι και δύο (2) μηνών, για την πραγματοποίηση πράξεων και συναλλαγών, που ρητά ορίζονται, και το οποίο χορηγείται, εφόσον ο ίδιος δεν έχει οφειλές σε βάρος της φορολογικής διοίκησης από οποιαδήποτε αιτία (ή, κατά την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, σε βάρος και άλλης αρχής του δημόσιου τομέα, που χρησιμοποιεί υπηρεσίες διαλειτουργικότητας, όπως είναι π.χ. πλέον οι Δήμοι και οι Περιφέρειες, βλ. Α.1127/2024) και έχει υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων πέντε (5) ετών. 

Ωστόσο, στην εν λόγω διάταξη δεν προβλέπονται αναλυτικά ορισμένα ειδικότερα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, οι συναλλαγές, για τις οποίες απαιτείται η προσκόμιση Α.Φ.Ε. ή οι οφειλές που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγησή του, κλπ.. Η κοινή απόφαση του κ. Υπουργού Οικονομικών και του κ. Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, η οποία εξειδικεύει τα εν λόγω ζητήματα, είναι, επί του παρόντος, η υπ’ αριθ. Α. 1162/2023 απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την Α. 1047/2024 Υπουργική Απόφαση.

Περαιτέρω, στην παράγραφο 6 του άρθρου 12 Κ.Φ.Δ., προβλέπεται η βεβαίωση οφειλής, η οποία προσκομίζεται αντί του Α.Φ.Ε. (στις περιπτώσεις είσπραξης χρημάτων από το Δημόσιο ή μεταβίβασης ακινήτου), όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, ούτε οι προϋποθέσεις συμψηφισμού. Στην περίπτωση της βεβαίωσης οφειλής, πρακτικά, από το ποσό που εισπράττεται από το Δημόσιο ή από το τίμημα της μεταβίβασης του ακινήτου, καταβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. όλο το ποσό της οφειλής που υπάρχει σε βάρος του Δημοσίου. Έτσι, για παράδειγμα, αν η οφειλή έναντι του Δημοσίου είναι 40.000 ευρώ και εισπράττεται ποσό 10.000 ευρώ από το Δημόσιο, θα αποδοθεί στη Δ.Ο.Υ. όλο το εισπραττόμενο ποσό, προκειμένου να εκδοθεί η βεβαίωση οφειλής και, άρα, να είναι δυνατή η ολοκλήρωση της συγκεκριμένης συναλλαγής. 

2. Οι προϋποθέσεις έκδοσης του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας.

Καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 3 της υπ’ αριθ. Α. 1162/2023 υπουργικής απόφασης, για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ο αιτών θα πρέπει σωρευτικά: 

α) να μην έχει συνολικές ληξιπρόθεσμες βασικές οφειλές άνω των τριάντα (30) ευρώ βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση. Εφόσον υπάρχουν συνολικές βασικές ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω του προαναφερόμενου ποσού, ο αιτών πρέπει να τις έχει τακτοποιήσει με αναστολή είσπραξης (π. χ. βάσει υπουργικής απόφασης, νόμου κτλ.) ή με ρύθμιση τμηματικής καταβολής (κατηγορία, στην οποία ανήκει και ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, κατ’ άρθρ. 23 περ. δ’ ν. 4738/2020 – βλ. και Ε.2065/2022, ειδικά για τον εξωδικαστικό μηχανισμό) και 

β) να έχει υποβάλει τις δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας, δηλαδή τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τις δηλώσεις Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει ένα μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης έκδοσης του αποδεικτικού ενημερότητας. Εντολή δέσμευσης του αποδεικτικού καταχωρείται και στην περίπτωση μη υποβολής δηλώσεων Φ.Μ.Υ., Ε.Ν.Φ.Ι.Α., Φ.Α.Π. και στοιχείων ακινήτων τελευταίας πενταετίας.

3. Ο όρος της παρακράτησης για την έκδοση του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας.

Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει μεν οφειλές έναντι του Δημοσίου, ωστόσο τις έχει εντάξει σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών (η οποία τηρείται) ή είναι μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή είσπραξης, μπορεί να εκδοθεί αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα. Στην περίπτωση, όμως, που η αιτία έκδοσης Α.Φ.Ε. είναι η είσπραξη χρημάτων από το Δημόσιο ή η μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί του ακινήτου από επαχθή αιτία (π.χ. σύσταση οροφοκτησίας έναντι τιμήματος), τότε τίθεται υποχρεωτικά ο όρος της παρακράτησης μέρους του εισπραττόμενου ποσού.

Έτσι, στο άρθρο 8 της ίδιας απόφασης προβλέπεται ο τρόπος υπολογισμού των ποσοστών παρακράτησης, ανάλογα με την αιτία έκδοσης του Α.Φ.Ε.. Βάσει της εν λόγω διάταξης:

α) Όταν η αιτία έκδοσης του Α.Φ.Ε. είναι η είσπραξη χρημάτων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (όπως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κλπ. και όχι από τους φορείς Κεντρικής Διοίκησης) και ο φορολογούμενος έχει ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές παρακρατείται:

- δέκα τοις εκατό (10%) επί του εισπραττόμενου ποσού, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του εβδομήντα τοις εκατό (70%) της ρυθμισμένης οφειλής. Ο ίδιος συντελεστής εφαρμόζεται και στην περίπτωση των περιοδικών απαιτήσεων, δηλαδή, όταν πρόκειται να εισπραχθούν από τον ίδιο φορέα περισσότερα χρηματικά ποσά στο μέλλον (π. χ. λόγω υπογραφής δημόσιας σύμβασης) για συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ενώ αν η οφειλή υπερβαίνει αυτό το ποσό, δέκα έως τριάντα τοις εκατό (10% – 30%).

- τριάντα τοις εκατό (30%) επί του εισπραττόμενου ποσού, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) έως και εβδομήντα τοις εκατό (70%) της ρυθμισμένης οφειλής,

- πενήντα τοις εκατό (50%) επί του εισπραττόμενου ποσού, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του τριάντα τοις εκατό (30%) έως και πενήντα τοις εκατό (50%) της ρυθμισμένης οφειλής,

- εβδομήντα τοις εκατό (70%) επί του εισπραττόμενου ποσού, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και τριάντα τοις εκατό (30%) της ρυθμισμένης οφειλής.

Για παράδειγμα, λοιπόν, αν ο φορολογούμενος έχει ληξιπρόθεσμη οφειλή έναντι του Δημοσίου ύψους 15.000 ευρώ, την οποία έχει εντάξει σε ρύθμιση τμηματικών καταβολών, στο πλαίσιο της οποίας έχουν καταβληθεί 9.750 ευρώ, έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης το 65% της ρυθμισμένης οφειλής και, ως εκ τούτου, από την εισπραττόμενη απαίτηση θα παρακρατηθεί ποσό ύψους 30%.

Παρά ταύτα, από τις 23.10.2023 ισχύουν νέες προβλέψεις αναφορικά με τη δυνατότητα προσαύξησης των ανωτέρω συντελεστών, με κριτήρια, καταρχάς, το αν ο αιτών είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο/νομική οντότητα και στη δεύτερη περίπτωση, το είδος του λογιστικού συστήματος, που τηρείται. Έτσι, για παράδειγμα, στα νομικά πρόσωπα που τηρούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, αν ο λόγος του ύψους του υπολοίπου της οφειλής που δύναται να παρακρατηθεί προς το μέσο όρο EBITDA των τελευταίων τριών ετών είναι μεγαλύτερος του δύο (2) ή ο μέσος όρος του EBITDA των τελευταίων τριών ετών είναι αρνητικός, τότε θα εφαρμοστεί προσαύξηση του ανωτέρω συντελεστή κατά 10%. 

Στο πρώτο παράδειγμα, δηλαδή, αν αιτούσα την έκδοση του Α.Φ.Ε. είναι μία ανώνυμη εταιρεία με EBITDA 2023: 11.000 €, 2022: 6.000 € και 2021: – 13.000 € (των οποίων ο μέσος όρος, άρα, θα είναι 1.333,33) και το υπόλοιπο της οφειλής, που δεν έχει εξοφληθεί μέσω της ρύθμισης είναι (15.000 – 9.750 =) 5.250 €, ο λόγος του ύψους του υπολοίπου της οφειλής προς τον μέσο όρο EBITDA (5.250/1.333,33) θα είναι 3,93 (δηλαδή μεγαλύτερος του 2) και, επομένως, θα υπάρξει προσαύξηση του παραπάνω ποσοστού παρακράτησης κατά 10%. Συνεπώς, στο παράδειγμά μας, από την εισπραττόμενη απαίτηση θα παρακρατηθεί ποσό ύψους 40% αντί 30%.

Σε κάθε περίπτωση, εάν ο αιτούμενος την έκδοση ενημερότητας, τα δύο τελευταία έτη πριν από την υποβολή της αίτησης υποβάλλει μηδενικές δηλώσεις εισοδήματος και ΦΠΑ, τότε θα εφαρμοστεί προσαύξηση κατά 15%. Επεξηγείται, ωστόσο, ότι αν ένας φορολογούμενος εμπίπτει σε παραπάνω από μία από τις οριζόμενες κατηγορίες προσαύξησης, λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο ποσοστό προσαύξησης εξ' αυτών. Αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι δεν αθροίζονται οι εν λόγω προσαυξήσεις (10% και 15%), αλλά θα εφαρμοστεί μόνο η μεγαλύτερη από αυτές (15%).

Τα ποσά που παρακρατούνται θα πρέπει να αντιστοιχούν στην κάλυψη τουλάχιστον δύο δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού, εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και δώδεκα, ενώ αν είναι πάνω από δώδεκα, θα πρέπει να καλύπτονται τέσσερις δόσεις. Στην προαναφερόμενη περίπτωση των περιοδικών απαιτήσεων, με εναπομείνασα ρυθμισμένη οφειλή άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, θα πρέπει να καλύπτεται μία δόση της τηρούμενης ρύθμισης.

β) Όταν η αιτία έκδοσης του Α.Φ.Ε. είναι η είσπραξη χρημάτων από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης (π. χ. Υπουργεία, Στρατιωτικά Νοσοκομεία κλπ.) και ισχύουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού (άρθρο 83 Κ.Ε.Δ.Ε.) το συνολικό ποσοστό παρακράτησης είναι υποχρεωτικά 100% επί της είσπραξης και μέχρι του ύψους των βεβαιωμένων οφειλών (ληξιπροθέσμων και μη, καθώς και σε καθεστώς αναστολής είσπραξης), κατά την ΠΟΛ. 1141/2016. 

Επεξηγείται ότι για τη νόμιμη διενέργεια του συμψηφισμού αρκεί οι εκατέρωθεν απαιτήσεις να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, δηλαδή να μην υπόκεινται σε αμφισβήτηση, να είναι προσδιορισμένες κατά το ποσό και την αιτία τους και να αποδεικνύονται με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή δημόσια έγγραφα. Θα πρέπει, συγκεκριμένα, η απαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να μην τελεί σε δικαστική αμφισβήτηση, κατά τέτοιον τρόπο που να καθιστά τον νόμιμο τίτλο αδρανή. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, όταν, κατόπιν άσκησης ανακοπής από τον φορολογούμενο προς ακύρωση της ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής του, έχει χορηγηθεί από το δικαστήριο αναστολή για λόγους, που ανάγονται στο προδήλως βάσιμο του κύριου ένδικου βοηθήματος, δηλαδή της ανακοπής (ΣτΕ 2164/2012∙ βλ. και Μπουκουβάλα, Β., Η Ανακοπή στη Διοικητική Δίκη, 2021, σελ. 89). 

Για παράδειγμα, σε περίπτωση που αιτία έκδοσης του Α.Φ.Ε. είναι η είσπραξη αμοιβής από σύμβαση έργου ύψους 20.000 ευρώ από το 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, και ο αιτών έχει βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 40.000 ευρώ, σε καθεστώς ρύθμισης, τότε για την έκδοση Α.Φ.Ε. θα πρέπει να παρακρατηθεί υποχρεωτικά το 100% της αμοιβής, δηλαδή όλο το ποσό των 20.000 ευρώ, διότι τα στρατιωτικά νοσοκομεία ανήκουν στους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης. Αν, όμως, ο αιτών το Α.Φ.Ε. έχει αμφισβητήσει δικαστικά την εν λόγω οφειλή (μέσω ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης) και κατόπιν αίτησης του ιδίου, έχει διαταχθεί αναστολή από το δικαστήριο, λόγω πιθανολόγησης του προδήλως βάσιμου της ανακοπής του (πιθανολογείται, δηλαδή, ότι θα γίνει δεκτός κάποιος λόγος ανακοπής), τότε η απαίτηση του δημοσίου δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαία και εκκαθαρισμένη, με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού και, άρα, να μην εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη (θα εφαρμοστούν, βέβαια, τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσοστά παρακράτησης ανάλογα με την πρόοδο της ρύθμισης).

γ) Όταν η αιτία έκδοσης του Α.Φ.Ε. είναι η μεταβίβαση ακινήτου ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ' αυτού από επαχθή αιτία:

- εβδομήντα (70%) τοις εκατό επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα είναι ίσο ή μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και έως το ύψος των ρυθμισμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών (χωρίς να συνυπολογίζονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή είσπραξης που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής). Όμως, εάν το τίμημα είναι μικρότερο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, υπολογίζεται καταρχάς παρακράτηση 70% επί του τιμήματος αυτού και εφόσον το ποσό της παρακράτησης δεν καλύπτει το σύνολο των ρυθμισμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών, υπολογίζεται παρακράτηση 70% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και όχι επί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Προϋπόθεση έκδοσης του αποδεικτικού είναι το ποσό της παρακράτησης, που προκύπτει από τον υπολογισμό του 70% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου να μην υπερβαίνει το τίμημα της μεταβίβασης/σύστασης. 

Για παράδειγμα, λοιπόν, σε περίπτωση που ένα ακίνητο αντικειμενικής αξίας 130.000 ευρώ πωλείται 200.000 ευρώ (και ο πωλητής έχει ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές, στις οποίες είναι ενήμερος) ύψους 50.000 ευρώ, τότε όλο το εν λόγω ποσό (των 50.000 ευρώ) θα παρακρατηθεί από το εισπραχθέν τίμημα των 200.000 ευρώ. Αν, όμως, πωλείται ένα ακίνητο αντικειμενικής αξίας 100.000 ευρώ έναντι τιμήματος 40.000 ευρώ, παρατηρούμε ότι το ποσό της παρακράτησης δεν καλύπτει το σύνολο των ρυθμισμένων οφειλών, αν ο συντελεστής 70% υπολογιστεί επί του συμφωνηθέντος τιμήματος (40.000 x 70% = 28.000 ευρώ < 50.000 ευρώ) και, άρα, θα υπολογιστεί επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου (100.000 x 70% = 70.000 ευρώ). Άρα, εν τέλει, θα παρακρατηθεί ποσό ύψους 40.000 ευρώ, καθώς το ποσό της παρακράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης. 

- πενήντα (50%) τοις εκατό επί του τιμήματος, σε περίπτωση ύπαρξης συνολικών βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους βασικής οφειλής άνω των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ που τελούν σε αναστολή είσπραξης, ανεξαρτήτως εάν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής και εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Εάν το τίμημα είναι μικρότερο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, τότε ισχύουν, αντιστοίχως, τα ανωτέρω. Το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται ψηφιακά, εφόσον η παρακράτηση αυτή καλύπτει το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε αναστολή είσπραξης.

4. Η αναστολή της διοικητικής εκτέλεσης, δυνάμει δικαστικής απόφασης.

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, προϋπόθεση για την έκδοση Α.Φ.Ε., σε περίπτωση που υπάρχουν οφειλές άνω των 30 ευρώ, είναι οι οφειλές αυτές να είναι νόμιμα τακτοποιημένες, δηλαδή είτε να έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής είτε σε αναστολή είσπραξης. Ως αναστολή είσπραξης νοείται, καταρχήν, η αναστολή που δίδεται βάσει νόμου ή υπουργικής απόφασης (π. χ. Υ.Α. Α.1077/02.05.2024 περί αναστολής είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών για τους πλημμυροπαθείς).

Τι ισχύει, ωστόσο, στην περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης μίας βεβαιωμένης, μη ρυθμισμένης οφειλής έναντι του Δημοσίου (π. χ. μέσω άσκησης ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής), στο πλαίσιο της οποίας έχει γίνει δεκτή αίτηση αναστολής του οφειλέτη; Ισοδυναμεί η αναστολή εκτέλεσης της ταμειακής βεβαίωσης, που διατάχθηκε από το δικαστήριο, με την αναστολή είσπραξης της βεβαιωμένης οφειλής; 

Αν δοθεί αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, τότε δεν είναι δυνατή η έκδοση Α.Φ.Ε., εξαιτίας της δικαστικά αμφισβητούμενης απαίτησης του Δημοσίου, η οποία θα θεωρείται μη νόμιμα τακτοποιημένη οφειλή. Συνεπώς, αντί του Α.Φ.Ε., θα πρέπει να εκδοθεί βεβαίωση οφειλής και να παρακρατηθεί το 100% του εισπραττόμενου ποσού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το Δημόσιο θα εισπράξει μέρος ή και ολόκληρη την απαίτησή του από τον φορολογούμενο, παρότι αυτή ήδη αμφισβητείται δικαστικά και έχει δοθεί, μάλιστα, δικαστική αναστολή των μέτρων εκτέλεσης που θα επέσπευδε το Δημόσιο προς ικανοποίησή της συγκεκριμένης απαίτησης (!). 

Κατά μία άποψη, στην έννοια της αναστολής πληρωμής της οφειλής, που συνιστά νόμιμη τακτοποίηση αυτής και καθιστά επιτρεπτή τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, νοείται, όχι μόνο η διοικητική αναστολή, αλλά και η αναστολή εκτέλεσης που διατάχθηκε μέσω δικαστικής απόφασης, κατόπιν αίτησης του ανακόπτοντος οφειλέτη, η οποία διατάσσεται λόγω πιθανολόγησης της ευδοκίμησης του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (π. χ. της ανακοπής) και όχι για λόγο αναγόμενο στη βλάβη του αιτούντος (βλ. ΟλΣτΕ 3438/1998, 2001/2000, ΣτΕ 3933/2011, ΓνωμΝΣΚ 302/2013, 262/99, ΔΠρΑθ 3154/2014, ΔΠρΘεσσ Π215/2023). Κατά άλλη άποψη, βέβαια, η αναστολή εκτέλεσης, που έχει διαταχθεί μέσω δικαστικής απόφασης, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του όρου της παρακράτησης μέσω της διαδικασίας της ενημερότητας, διότι η τελευταία δεν αποτελεί μέτρο διοικητικής εκτέλεσης. 

5. Δικαστική αντιμετώπιση των διαφορών, που προκύπτουν από την άρνηση της Διοίκησης να χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας.

Σε κάθε περίπτωση, για τις εν λόγω διαφορές, μπορεί να κατατεθεί προσφυγή ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών του Διοικητικού Πρωτοδικείου (σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 περ. δ’ εδάφιο 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. γ’ Ν. 1406/1983), με την οποία ζητείται η ακύρωση της σχετικής αρνητικής πράξης της Διοίκησης (η λεγόμενη «Προεδρική Διαδικασία»). Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών αποφαίνεται ανεκκλήτως, δηλαδή χωρίς να υπάρχει δικαίωμα άσκησης έφεσης προς εξαφάνιση της σχετικής απόφασής του.

Η δικάσιμος της προσφυγής ενώπιον του Προέδρου ορίζεται σε διάστημα δύο μηνών από την περιέλευση του φακέλου της υπόθεσης στο Δικαστήριο και η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης. Η απόφαση κοινοποιείται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών στη Διοίκηση, η οποία πρέπει να εκτελέσει την απόφαση σε προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση. 

Μάλιστα, στο πλαίσιο άσκησης της εν λόγω προσφυγής, είναι δυνατή η υποβολή αιτήματος ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών προς χορήγηση προσωρινής διαταγής, προβάλλοντας ως άμεσο κίνδυνο την ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος, η οποία δικαιολογεί και την αναστολή του εν λόγου μέτρου (της άρνησης χορήγησης ενημερότητας).

6. Αντί επιλόγου.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι ρυθμίσεις που αφορούν στη φορολογική ενημερότητα, συνοδεύονται από έντονη πολυνομία. Χαρακτηριστικά, η, κατ’ άρθρ. 12 παρ. 5 Κ.Φ.Δ., κοινή απόφαση του κ. Υπουργού Οικονομικών και του κ. Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, η οποία εξειδικεύει τα εν λόγω ζητήματα, τροποποιείται συνεχώς (με την τελευταία τροποποίηση αυτής να έχει λάβει χώρα μόλις τον Απρίλιο του 2024), ενώ για ειδικότερα ζητήματα (όπως π. χ. εξυγίανση, εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, κλπ.) συχνά εκδίδονται ξεχωριστές υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι, με αποτέλεσμα να είναι επιτακτική η ανάγκη σταθερής παρακολούθησης όλων των σχετικών νομοθετημάτων. Μέσω, ωστόσο, συνεπούς εποπτείας όλου του πλέγματος των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και της πλούσιας νομολογίας που έχει διαμορφωθεί γύρω από το ζήτημα της ενημερότητας είναι δυνατός ο επιτυχής εξωδικαστικός (μέσω απευθείας επικοινωνίας με τη Φορολογική Διοίκηση), αλλά και δικαστικός (μέσω της προαναφερόμενης Προεδρικής Διαδικασίας) χειρισμός των συναφών υποθέσεων, με γνώμονα την πλέον συμφέρουσα λύση για τον φορολογούμενο.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top